Άγιο Μανδήλιο

Το Άγιο Μανδήλιο



ΑΧΕΙΡΟΠΟΙΗΤΕΣ ΕΙΚΟΝΕΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ

Όταν κάνουμε λόγο για αχειροποίητες εικόνες του Χριστού και της Θεοτόκου αναφερόμαστε σε εικόνες που δεν τις ζωγράφισε ανθρώπινo χέρι.
 Ο Απόστολος  Παύλος είναι ο πρώτος που χρησιμοποιεί τον όρο ʹʹαχειροποίητος ʹʹ, θέλοντας να
περιγράψει μεταφορικά το αναστημένο σώμα του Χριστού ʹʹ..., οἰκοδομήν ἐκ θεοῦ
ἔχομεν, οἰκίαν ἀχειροποίητον αἰώνιον ἐν τοῖς οὐρανοῖς.ʹʹ (Βʹ Κορ. 5,1).
Το πιο γνωστό παράδειγμα αχειροποίητης εικόνας του Χριστού είναι η εικόνα 
της  Έδεσσας  ή  αλλιώς  γνωστή  ως  το  Ιερό  Μανδήλιο  του  Χριστού.  Με  αυτό
συνδέεται και η άλλη αχειροποίητος εικόνα του Χριστού το λεγόμενο Κεράμιον ή
Κεραμίδιον.  Ακολούθως  αχειροποίητος  θεωρείται  και  μία  ακόμα  εικόνα  Του
γνωστή  ως  εικόνα  της  Καμουλιάνα.  Οι  πρώτες  αναφορές  στις  αχειροποίητες 
εικόνες  του  Χριστού  εντοπίζονται  στις  αρχές  του  4ου  αι.  Συγκεκριμένα  η 
παλαιότερη  γραπτή  μαρτυρία  απαντά  σε  κείμενο  του  Ευσεβίου  Καισαρείας 
(+339) στο οποίο γίνεται λόγος για την ιστορία που συνοδεύει το Ιερό Μανδήλιο.
Από  τις  αχειροποίητες  εικόνες  του  Χριστού  δεν  σώζεται  καμία.
Το  Ιερό  Μανδήλιο όμως απαντά συχνά στη βυζαντινή εικονογραφία τόσο στη μνημειακή
ζωγραφική  όσο  και  σε  φορητές  εικόνες  και  σε  μικρογραφίες  χειρογράφων.
 Το  αρχαιότερο  σωζόμενο  παράδειγμα  εντοπίζεται  σε  φορητή  εικόνα  που
χρονολογείται  τον  10ο  αι.  και  βρίσκεται  στη  μονή  της  Αγίας  Αικατερίνης  στο Σινά.
  Στη  μνημειακή  ζωγραφική  τα  αρχαιότερα  σωζόμενα  παραδείγματα
προέρχονται από την Καππαδοκία και χρονολογούνται τον 11ο αι.
Το  Ιερό  Μανδήλιο  αναπαριστά  την  κεφαλή  του  Χριστού,  ως  τη  βάση  του λαιμού  και  με  σταυροφόρο  φωτοστέφανο.  Από  τον  12ο  αι.  και  εξής διαμορφώνεται ο τύπος που αποδίδει μόνο το πρόσωπο του Χριστού με πλούσια μακριά  κόμη  που  συνήθως  καταλήγει  στα  πλάγια  σε  δύο  συμμετρικούς βοστρύχους.  Δεν  εκλείπουν  όμως  και  τα  παραδείγματα  εκείνα  όπου,  σε  ναούς
μεταγενέστερους  του  12ου  αι.,  απαντά  η  μορφή  του  Χριστού  ως  τη  βάση  του
λαιμού  (Άγιοι  Απόστολοι  Θεσσαλονίκη  1312‐1315,  Άγιος  Σωζόμενος  Κύπρος 1513,  Άγιος  Δημήτριος  Κοζάνη  τέλη  17ου ‐  αρχές  18ου  αι.).

Η  γενειάδα  Του  είναι συνήθως πλούσια και χωρίζεται επίσης σε δύο συμμετρικούς βοστρύχους, όπως και η κόμη. Η μορφή Του απεικονίζεται πάνω σε λευκό ύφασμα, το οποίο άλλοτε  είναι  τεντωμένο,  όπως  παραδίδουν  οι  πηγές  και  απαιτεί  η  παλαιότερη εικονογραφική  παράδοση    και  άλλοτε  παρουσιάζεται  με  τις  δύο  κάθετες κροσσωτές  πλευρές  δεμένες  σε  κόμβους,  από  τους  οποίους  φαίνεται αναρτημένο .  Ο  Grabar  διακρίνει  δύο  εικονογραφικούς  τύπους  του  Μανδηλίου, έναν πρώιμο (12ο ‐ 13ο αι.) και έναν μεταγενέστερο (βʹ μισό 13ου αι.) . Στον πρώτο
τύπο, το κομμάτι υφάσματος είναι τετράγωνο και τεντωμένο, ενώ στον δεύτερο το Μανδήλιο εικονίζεται με δύο τρόπους, είτε πιάνεται από τις δύο πάνω άκρες του,  είτε  οι  δύο  στενές  του  πλευρές  δένονται  έτσι  ώστε  το  ύφασμα  να  αποκτά ωοειδές σχήμα και τα άκρα του να πέφτουν ελεύθερα .
Η  θέση  του  Μανδηλίου  στον  βυζαντινό  ναό  δεν  είναι  σταθερή  αλλά εξαρτάται  κάθε  φορά  από  τον  συμβολισμό  που  του  δίδεται.  Στους  τρουλαίους ναούς  απαντά  στον  τρούλο  και  βρίσκεται  συχνά  σε  συνάφεια  με  το  Κεράμιο.
Αυτό  το  σχήμα  άλλοτε  συνοδεύεται  από  αρχαγγέλους  με  σκοπό  να  τονιστεί  η Θεία Φύση του Χριστού  και άλλοτε από τους Θεοπάτορες  Ιωακείμ  και Άννα με σκοπό τον τονισμό της Θείας Ενσάρκωσης. Στους ναούς που δεν έχουν τρούλο το Μανδήλιο  απεικονίζεται  συχνά  στο  μέτωπο  της  κόγχης  του  Ιερού  και συσχετίζεται  συνήθως  με  θέματα  που  παραπέμπουν  στην  Ενανθρώπιση  του Χριστού  όπως  είναι  ο  Ευαγγελισμός  της  Θεοτόκου  και  οι  Θεοπάτορες.
Από  τα τέλη  του  12ου  αι.  ζωγραφίζεται  το  Μανδήλιο  και  στα  χαμηλότερα  σημεία  του
Ιερού  Βήματος.  Τότε  αρχίζει  να  αποκτά  και  ευχαριστιακό  συμβολισμό.  Σε ορισμένες περιπτώσεις απαντά και στον κυρίως ναό σε συνάφεια συνήθως με το Κεράμιο.
 Το  Ιερό Μανδήλιο απεικονίζεται και σε αρκετές μικρογραφίες χειρογράφων εντασσόμενο  στον  αφηγηματικό  κύκλο  που  συνοδεύει  το  Ιερό  Κειμήλιο.  Η αρχαιότερη σωζόμενη μικρογραφία που εντοπίσαμε απαντά σε Μηνολόγιο της  Αλεξάνδρειας (Greek Patr. cod. 35) και χρονολογείται τον 11ο αι. Η  παράδοση  που  αφορά  στις  αχειροποίητες  εικόνες  της  Παναγίας  διαμορφώνεται μετά  από την Γʹ Οικουμενική Σύνοδο της Εφέσου (431) η οποία και  αναγνώρισε  την  ιδιότητα  της  Παναγίας  ως  Θεοτόκου.  Η  εικόνα  που προέρχεται  από  την  πόλη  Λύδδα  της  Παλαιστίνης  θεωρείται  η  αρχαιότερη αχειροποίητος  απεικόνιση  της  Παναγίας (5ος αι.),  η  οποία,  κατά  την  παράδοση,
σχηματίστηκε στον κίονα ενός ναού στην ομώνυμη πόλη . Κατά τη διάρκεια των αιώνων  η  ευσεβής  παράδοση  διέσωσε  διάφορες  ιστορίες  που  αφορούν  στην επέμβαση της Παναγίας στη ζωή των πιστών μέσω εικόνων, που αποτυπώθηκαν θαυματουργικά  χωρίς  την  παρέμβαση  ζωγράφου.


Το Ιερόν μανδήλιον και ο βασιλιάς της Έδεσσας Άβγαρος

Όταν ο Κύριος και μεγάλος Θεός και Σωτήρας μας Ιησούς Χριστός κατά την επίγεια ζωή Του επιτελούσε πολ­λά θαύματα διά της αγαθότητάς Του, όπως αναφέρεται σχετικά στα ιερά Ευαγγέλια, και η φήμη Του διαδιδόταν παντού, έφτασαν τα εκπληκτικά αυτά γεγονότα και στα αυ­τιά του Αύγαρου, τοπάρχη της Έδεσσας. Τότε λοιπόν ο Αύγαρος αισθάνθηκε έντονη την επιθυμία να πάει στα Ιε­ροσόλυμα και να δει με τα ίδια του τα μάτια τον Ιησού Χριστό. Όμως δεν μπορούσε να ικανοποιήσει την επιθυμία του αυτή, γιατί προσβλήθηκε από ανίατα νοσήματα. Συγκε­κριμένα, λέπρα μαύρη ξαπλώθηκε σε όλο του το σώμα και του κατέτρωγε τις σάρκες, ενώ συγχρόνως τον κατατυραννούσε μια χρόνια και ύπουλη αρθρίτιδα. Και η μεν λέπρα του προξένησε μεγάλη ασχήμια και τον ταλαιπωρούσε, η δε αρθρίτιδα του προκαλούσε δριμύτατους και δυσβάστα­κτους πόνους. Για το λόγο αυτό ο δύστυχος εκείνος άνθρωπος κλείστηκε στην οικία του και έτσι οι υπήκοοί του δεν μπορούσαν ούτε να τον πλησιάζουν ούτε να τον βλέπουν.



Κατά τις ημέρες όμως του αγίου Πάθους του Κυρίου και Θεού και Σωτήρα μας Ιησού Χριστού, ο Αύγαρος έγραψε μια επιστολή προς τον Κύριο και Του την έστειλε με κάποιον ονόματι Ανανία. Συγχρόνως δε έδωσε προφο­ρική εντολή στον κομιστή αυτόν της επιστολής να ζωγραφί­σει με κάθε ακρίβεια το μέγεθος του σώματος του Κυρίου το χρώμα των τριχών και του προσώπου Του και γενικά όλο το σωματικό Του παρουσιαστικό και την εικόνα αυτή με τη μορφή του Χριστού να του τη φέρει. Και βέβαια ο Ανανίας γνώριζε άριστα τη ζωγραφική τέχνη.

             Η επιστολή δε του Αύγαρου είναι η έξης:

«Αύγαρος, ο τοπάρχης της πόλεως Εδέσσης, προς τον Ιησού Σωτήρα, αγαθόν ιατρό, εμφανισθέντα στα Ιεροσό­λυμα· Χαίρε.

Έχω ακούσει τα σχετικά με Εσένα και για τις ιάσεις που Συ επιτελείς χωρίς τη χρησιμοποίηση φαρμάκων. Και συγκεκριμένα, όπως λένε, κάνεις τυφλούς να αναβλέπουν και χωλούς να περπατούν, λεπρούς καθαρίζεις, ακάθαρτα πνεύματα και δαίμονες διώχνεις, θεραπεύεις πάσχοντες από μακροχρόνιες ασθένειες, νεκρούς ανασταίνεις. Έτσι εγώ, μόλις άκουσα όλα αυτά για Εσένα, σχημάτισα τη γνώμη ότι θα συμβαίνει ένα από τα δύο: Δηλαδή, αφού επιτελείς τέτοια θαυμαστά, ή είσαι Υιός του Θεού ή είσαι Θεός. Για τούτο λοιπόν με το γράμμα μου αυτό Σε παρα­καλώ να κάμεις τον κόπο να έλθεις σ’ έμενα, για να μου θεραπεύσεις τις ασθένειες που με βασανίζουν, αλλά και για να μείνεις εδώ μαζί μου, αφού, όπως άκουσα, οι Ιου­δαίοι καταγογγύζουν εναντίον Σου και σκοπεύουν να Σε κακοποιήσουν. Σε πληροφορώ δε ότι η πόλη μου είναι μεν πολύ μικρή, αλλά είναι σεμνή και ήσυχη, και έτσι θα επαρκέσει και στους δύο μας να κατοικούμε σ’ αυτή με ειρήνη».

Ο Ανανίας λοιπόν πήρε την επιστολή αυτή του Αύγα­ρου και πήγε στα Ιεροσόλυμα. Εκεί αναζήτησε τον Κύ­ριο, Τον βρήκε και Του την έδωσε. Μετά δε την επίδοση της επιστολής προσήλωσε σταθερά το βλέμμα του σ’ Αυτόν και Τον ατένιζε με πολλή επιμέλεια και προσοχή. Επειδή όμως δεν του ήταν δυνατόν να σταθεί κοντά στον Κύριο, εξαιτίας του πλήθους που είχε συρρεύσει εκεί, ανέβη σε μια πέτρα, που εξείχε λίγο από το έδαφος, κάθισε πάνω σ’ αυτήν και στρέφοντας το βλέμμα του προσεκτικά προς Αυ­τόν σχεδίαζε το πρόσωπό Του πάνω σε μια πινακίδα. Αλ­λά, παρά την προσπάθεια του και τη ζωγραφική του ικα­νότητα, δεν μπορούσε να αποδώσει το πρόσωπο του Ιη­σού, γιατί τούτο, κάθε φορά πού αυτός σήκωνε το βλέμμα του και το κοίταζε, παρουσιαζόταν με διαφορετική μορφή. Και βέβαια ο Κύριος, ως γνώστης των κρύφιων σκέψεων και επιθυμιών των ανθρώπων, διέγνωσε την πρόθεση του Ανανία και δήλωσε σ’ αυτόν ότι την ξέρει.

Μετά από το γεγονός αυτό ο Ιησούς ζήτησε νερό να νιφτεί. Μόλις νίφτηκε, Του έδωσαν ένα ύφασμα τετράδι­πλο και σπόγγισε το άχραντο και θείο πρόσωπό Του. Και τότε, ω του θαύματος!, αποτυπώθηκε στο ύφασμα αυτό θεία μορφή του προσώπου Του.
Το ύφασμα λοιπόν αυτό με τη μορφή Του το παρέδωσε στον Ανανία λέγοντάς του: «Πήγαινε να το δώσεις σ’ εκείνον που σε έστειλε». Έγρα­ψε δε και επιστολή προς τον Αύγαρο με το ακόλουθο πε­ριεχόμενο:

Η προς τον Άυγαρον επιστολή του Κυρίου

«Είσαι ευτυχής, Αύγαρε, επειδή πίστεψες σ’ έμενα, αν και δεν με έχεις δει. Γιατί είναι γραμμένο για εμένα ότι εκείνοι που με έχουν δει δεν πιστεύουν σ’ εμένα, για να πιστέψουν εκείνοι που δεν με έχουν δει και να ζήσουν. Σχετικά δε με εκείνο που μου έγραψες, νά ’ρθω δηλαδή σ’ εσένα, σε πληροφορώ ότι πρέπει να τελειώσω όλα τα έργα, για τα οποία στάλθηκα στον κόσμο, και, αφού τα τε­λειώσω, να αναληφθώ προς τον Πατέρα μου, ο Οποίος και με απέστειλε στη γη. Όμως μετά την ανάληψή μου θα σου αποστείλω έναν από τους μαθητές μου, ονόματι Θαδδαίο, ο οποίος και τις ασθένειές σου θα θεραπεύσει, και ζωή αιώνια και ειρήνη, σ’ εσένα και σ’ εκείνους που είναι μαζί σου, θα χαρίσει, και την πόλη σου θα βοηθήσει αρκε­τά, ώστε να μην την καταβάλει κανένας από τους εχθρούς της».

Στο τέλος δε της επιστολής Του ο Κύριος έβαλε επτά σφραγίδες, οι οποίες ήταν σημαδεμένες με εβραϊκά γράμ­ματα, τα οποία, μεταφερόμενα στην ελληνική γλώσσα, αποδίδονται με τη φράση «Θεού θέα θείον θαύμα».

Ο Αύγαρος υποδέχτηκε με μεγάλη χαρά τον Ανανία και αμέσως, αφού προσέπεσε και προσκύνησε με πίστη και πόθο πολύ την άχραντη Εικόνα του Κυρίου, θεραπεύτηκε από την ασθένειά του· μόνο στο μέτωπό του παρέμει­νε η λέπρα. Μετά δε από το σωτήριο πάθος του Κυρίου και την άνοδό Του στους ουρανούς πήγε στην Έδεσσα ο απόστολος Θαδδαίος, ο οποίος βάπτισε και αυτόν και όλους τους ανθρώπους τού περιβάλλοντός του στο όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Τότε λοιπόν ο Αύγαρος, βγαίνοντας από το αγιασμένο νερό, κα­θαρίστηκε και από το μικρό εκείνο υπόλειμμα της λέπρας που είχε μείνει στο μέτωπό του.

Έκτοτε ο Αύγαρος σεβόταν και τιμούσε παντοιοτρόπως το θείο ομοίωμα της μορφής του Κυρίου. Ήθελε όμως να το τιμούν παρομοίως και όλοι οι άλλοι άνθρωποι. Για το λόγο αυτό, στα άλλα καλά που έπραξε, πρόσθεσε και το εξής: Ένας αρχαίος Έλληνας, επίσημος πολίτης της Έδεσσας, είχε στήσει τον ανδριάντα του μπροστά και πάνω από τη δημόσια πύλη της πόλεως. Έτσι, καθένας που ήθελε να εισέλθει στην πόλη όφειλε να προσκυνήσει τον ανδριάντα αυτόν, ευχόμενος και αποδίδοντας σεβασμό, και μετά να εισέλθει.

Το ακάθαρτο λοιπόν αυτό άγαλμα ο Αύγαρος το γκρέμισε και το εξαφάνισε, ενώ στη θέση του έστησε την αχειροποίητη Εικόνα του Θεού και Σωτήρα μας, αφού πρώτα την προσκόλλησε σε σανίδα, την καλλώ­πισε και έγραψε την επιγραφή· «Χριστέ ο Θεός, εκείνος που ελπίζει σ’ Εσένα δεν αποτυγχάνει ποτέ». Ακολούθως εξέδωσε νόμο, κατά τον οποίο, κάθε εισερχόμενος στην πό­λη διά της πύλης όφειλε πρώτα να απονέμει τον πρέποντα σεβασμό και προσκύνηση στη θαυματουργό και τίμια εκεί­νη Εικόνα του Χριστού και έπειτα να εισέρχεται. Το ευσεβές δε αυτό θέσπισμα του Αύγαρου διατηρήθηκε σε ισχύ μέχρι το τέλος της ζωής του ίδιου και του γιου του. Έπειτα όμως το κατάργησε ο εγγονός του. Αυτός, όταν έγινε το­πάρχης, αρνήθηκε την πίστη στο Χριστό και προσχώρησε στην ειδωλολατρία. Έτσι αποφάσισε να στήσει στην πόλη πάλι ένα δαιμονικό άγαλμα και να γκρεμίσει την Εικόνα του Χριστού.

Την απόφαση αυτή του τοπάρχη την πληροφορήθηκε διά θείας αποκαλύψεως ο επίσκοπος της πόλεως και έλαβε την επιβαλλόμενη πρόνοια. Συγκεκριμένα, επειδή το πάνω από την πύλη μέρος ήταν κυλινδροειδές, αφού άναψε λυ­χνάρι μπροστά από τη θεία Εικόνα, έβαλε πάνω μια κερα­μίδα. Κατόπιν έφραξε εξωτερικά το μέρος εκείνο με ασβέ­στη και πλίνθους και έτσι διαμόρφωσε στο τείχος ενιαία και ομαλή επιφάνεια. Αφού λοιπόν δε φαινόταν πλέον η ιερή Εικόνα, σταμάτησε κάθε ενέργεια ο ασεβής εκείνος τοπάρχης και δεν πραγματοποίησε την ανόσια απόφασή του. Στο μεταξύ πέρασαν χρόνια πολλά, ώστε ξεχάστηκε πλέον από τη μνήμη των ανθρώπων πού ήταν κρυμμένη η θεία Εικόνα.

Όταν ο βασιλιάς των Περσών Χοσρόης, αφού κυ­ρίευσε και λεηλάτησε τις πόλεις της Ασίας, έφτασε και στην Έδεσσα θέτοντας σε εφαρμογή κάθε τρόπο, για να την κυριεύσει. Το γεγονός αυτό έριξε σε φόβο και αγωνία τους κατοίκους. Παρά ταύτα όμως δεν απελπίστηκαν, αλλά κατέφυγαν στο Θεό και Τον παρακάλεσαν με δάκρυα στα μάτια για τη σωτηρία τους, την οποία και αμέσως βρήκαν. Συγκεκριμένα, μια νύχτα εμφανίστηκε στον επίσκοπο Ευλάβιο μια γυναίκα μεγαλοπρεπέστατη και του είπε: «Πή­γαινε και πάρε τη θεία και αχειροποίητη Εικόνα του Σωτήρα που είναι κρυμμένη πάνω από εκείνη την πύλη της πόλεως -του έδειξε ακριβώς τον τόπο- και τα πάντα θα έχουν αίσιο αποτέλεσμα».

Μετά την οπτασία και την εντολή αυτή ο Ευλάβιος έσπευσε στον υποδειχθέντα τόπο και, αφού έσκαψε πάνω από την πύλη, ω του θαύματος! βρήκε τη θεία Εικόνα αλώβητη και το φιτίλι του λύχνου αναμμένο, αν και είχαν περάσει τόσα πολλά χρόνια. Και όχι μόνο αυτά· αλλά και κάτι άλλο, περισσότερο θαυμαστό: Στην προστατευτική κέ­ραμο, που είχε τοποθετηθεί μπροστά από το λυχνάρι, βρή­κε αποτυπωμένο απαράλλακτο ομοίωμα της πρωτότυπης και αχειροποίητης Εικόνας του Κυρίου. Οι κάτοικοι δε της πόλεως, μόλις αντίκρισαν την αχειροποίητη Εικόνα και το πανομοιότυπο, αχειροποίητο επίσης, ομοίωμά της, που τους έδειξε ο επίσκοπος Ευλάβιος, ένιωσαν απερίγραπτη χαρά και ευφροσύνη.

Εν συνεχεία ο Ευλάβιος πήρε στα χέρια του τη θεία Εικόνα και, κάνοντας λιτανεία και αναπέμποντας ευχαρι­στήριους ύμνους και προσευχές στο Θεό, έφτασε στο ση­μείο της πόλεως, στο οποίο οι Πέρσες άνοιγαν όρυγμα. Έγιναν δε αυτοί αντιληπτοί από τον ήχο των χάλκινων σκαπτικών εργαλείων που χρησιμοποιούσαν. Μόλις λοιπόν οι κάτοικοι και οι Πέρσες πλησίασαν μεταξύ τους, ο Επί­σκοπος έσταξε λάδι από το λυχνάρι εκείνο της αχειρο­ποίητης εικόνας πάνω στα προετοιμασμένα ξύλα, τα οποία και άρπαξαν αμέσως φωτιά, η οποία εξαφάνισε παντελώς όλους τους Πέρσες που βρίσκονταν στον τόπο εκείνο. Αλλά και η φωτιά, που άναψαν οι Πέρσες έξω από την πόλη και την έτρεφαν διαρκώς με πλήθος κομμένων δένδρων, μόλις πλησίασε ο επίσκοπος Ευλάβιος κρατώντας τη θεία Εικόνα, στράφηκε εναντίον τους. Συγκεκριμένα, φύσηξε ξαφνικά βίαιος άνεμος μέσα από την πόλη προς τα έξω και, στρέφοντας τις τεράστιες φλόγες προς τους Πέρσες, τους κατέκαιγε. Έτσι λοιπόν αυτοί, αφού έπαθαν περισσό­τερα από όσα έλπιζαν να πράξουν στην Έδεσσα, αναχώρησαν από αυτήν άπρακτοι.

Επειδή δε όλα τα σπουδαία και πολύτιμα συγκεντρώ­νονταν στη βασιλεύουσα των πόλεων, στην Κωνσταντινού­πολη, και ήταν θέλημα Θεού να αποθησαυρισθεί εκεί, μαζί με τα άλλα καλά, και η ιερή αυτή και άχραντη Εικόνα, ο βασιλιάς Ρωμανός κατέβαλε μεγάλη προσπάθεια να πλου­τίσει και με τον πολύτιμο αυτό θησαυρό τη Βασιλεύουσα. Έτσι, κατά διάφορους καιρούς έστειλε ανθρώπους του στην Έδεσσα ζητώντας τη θεανδρική Εικόνα του Κυρίου. Προς το σκοπό δε αυτό προσέφερε στον αμιρά δώδεκα χιλιάδες αργυρά νομίσματα, άφησε ελεύθερους διακόσιους Σαρακηνούς, τους οποίους έτυχε τότε να έχει αιχμαλώτους, και υποσχέθηκε ότι στο εξής τα βυζαντινά στρατεύματα δεν θα πραγματοποιούν επιθέσεις στις περιοχές των Σαρακηνών. Και βέβαια, ύστερα από τις προσφορές αυτές του Ρωμανού στον αμιρά της Έδεσσας, το αίτημά του ικανο­ποιήθηκε.

Αφού λοιπόν ο αμιράς ενέδωσε και παραχώρησε στο Ρωμανό την αχειροποίητη Εικόνα, οι επίσκοποι, ο Σαμοσάτων και ο Εδέσσης, και μερικοί άλλοι ευλαβείς χριστιανοί παρέλαβαν το άγιο εκείνο απεικόνισμα και την προς Αύγαρο επιστολή του Χριστού και πήραν το δρόμο για την Κωνσταντινούπολη. Καθ’ οδόν μάλιστα έγιναν και πολλά θαύματα. Όταν δε οι μεταφέροντες την ιερή Εικό­να έφτασαν στο θέμα Οπτίματο και στο Ναό της Θεοτό­κου, τον λεγόμενο του Ευσεβίου, προσέτρεξαν με πίστη σ’ αυτήν πολλοί ασθενείς, που υπέφεραν από διάφορα νοσή­ματα, και βρήκαν την υγεία τους. Εκεί τότε προσήλθε και ένας δαιμονισμένος, ο οποίος είπε τους εξής, τρόπον τινά, προφητικούς λόγους: «Απόλαυσε, Κωνσταντινούπολη, δό­ξα, τιμή και χαρά· και συ, Πορφυρογέννητε, απόλαυσε τη βασιλεία σου». Πάραυτα δε ο δυστυχής εκείνος άνθρωπος θεραπεύτηκε από το δαιμόνιο που τον βασάνιζε.

Κατά το έτος 6452 από κτίσεως κόσμου, δηλαδή το 944 μ.Χ. στις 15 Αύγουστου οι ανωτέρω μνημονευθέντες επίσκοποι έφτασαν στην Κωνσταντινούπολη μεταφέροντας το άγιο απεικόνισμα. Εκεί πήγαν αμέσως στο Ναό της Θεοτόκου των Βλαχερνών, όπου και υποδέχτηκαν περιχαρώς και προσκύνησαν την αχειροποίητη Εικόνα του Κυ­ρίου οι βασιλείς, οι άρχοντες και ο λαός. Την επόμενη ημέρα, δηλαδή στις 16 Αυγούστου, μετά τον ασπασμό και την προσκύνηση, αφού σήκωσαν στους ώμους τους την Ει­κόνα του Χριστού, ο πατριάρχης Θεοφύλακτος, οι νέοι βα­σιλείς (ο γέροντας βασιλιάς Ρωμανός Α’ ήταν άρρωστος και δεν παρέστη), καθώς και όλα τα μέλη της Γερουσίας με ολόκληρο το πλήρωμα της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως, προέπεμψαν με την πρέπουσα δορυφορία την ιερή Εικόνα μέχρι τη Χρυσή Πύλη. Έπειτα, παίρνοντάς την πάλι από εκεί, με ψαλμούς και ύμνους και μυριάδες λαμπάδες και φώτα, τη μετέφεραν στον περιώνυμο και μέ­γιστο Ναό της του Θεού Σοφίας. Αφού και εκεί έκαμαν ό,τι άρμοζε κατά την τάξη, ανέβηκαν στα βασιλικά ανά­κτορα και εισελθόντες στο Ναό της Θεοτόκου, τον επονο­μαζόμενο του Φάρου, απέθεσαν εκεί το τίμιο και άγιο Εκτύπωμα του Κυρίου, Θεού και Σωτήρα μας Ιησού Χριστού, προς δόξα των χριστιανών, προς φύλαξη των βα­σιλέων, προς ασφάλεια όλης της πόλεως και προς ειρήνη και σταθερότητα του χριστιανικού πληρώματος.

 πηγή  1]https://www.pemptousia.gr
           2] http://invenio.lib.auth.gr/record/114000/files/Final.pdf?version=1 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Η ΕΠΑΝΑΚΟΜΙΔΗ ΤΟΥ ΣΕΠΤΟΥ ΣΚΗΝΩΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΣΑΒΒΑ

ΧΡΙΣΤΟΣ ΕΤΕΧΘΗ

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ Αρχιμ. Γρηγορίου Κωνσταντίνου Δρ. Θεολογίας