ΜΕΓΑΣ ΦΩΤΙΟΣ -ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΕΣ ΣΥΝΟΔΟΙ

Φώτιος ὁ Μέγας

Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι



Ἐπιστολὴ πρὸς Βούλγαρον Ἡγεμόνα


ΕΙΣΑΓΩΓΗ - ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ - ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ: ΠΑΝ. Κ. ΧΡΗΣΤΟΥ

Ἀπὸ περιοδ. ΕΠΟΠΤΕΙΑ, Φεβρουάριος 1992, Ἀθήνα

Μὲ αὐτὸ λοιπὸν τὸ φρόνημα καὶ τὴν πίστι κατὰ τὴν παράδοσι τῆς ἁγίας τοῦ Θεοῦ καθολικῆς καὶ ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, ὦ καλὸ ἄγαλμα τῶν κόπων μου, ν' ἀποδέχεσαι καὶ νὰ ὑποστηρίζης τὶς ἑπτὰ ἅγιες οἰκουμενικὲς συνόδους, ἄλλες ὡς διδασκάλους καὶ ἄλλες ὡς προμάχους τῆς εὐσέβειας. Διότι διὰ μέσου αὐτῶν ἀποδιώκεται κάθε καινοτομία καὶ αἵρεσις, συγχρόνως δὲ τὸ ἀνόθευτο καὶ ἀρχαιοπαράδοτο φρόνημα στερεώνεται μὲ ἀναμφίβολη ἱερότητα στὶς ψυχὲς τῶν εὐσεβῶν. Καὶ ἀρχίζω τὴν διήγησι γι' αὐτές, ἀναφέροντας μαζὶ μὲ τὶς πράξεις τους, χάριν καλῆς ἐνημερώσεως, χρόνο καὶ τόπο, ἀριθμὸ τῶν μελῶν καὶ ἀρχηγοὺς τῆς καθεμιᾶς τους. 




Ἡ πρώτη Σύνοδος

6. Ἡ πρώτη λοιπὸν οἰκουμενικὴ ἁγία σύνοδος συνῆλθε στὴν Νίκαια τῆς Βιθυνίας(1)• ἀνέλαβαν δὲ τὴν ἀπόφασι περὶ τῆς ἀληθείας τριακόσιοι δέκα ὀκτὼ ἄνδρες, ὁμήγυρις θείαν ἀρχιερέων. Ἀνάμεσά τους ἦσαν προεξάρχοντες• ὁ Ἀλέξανδρος ποὺ εἶχε ἀναλάβει τὴν διεύθυνσι τοῦ ἀρχιερατικοῦ θρόνου τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἄνδρας σεβαστὸς γιὰ τὰ βαθιὰ γεράματα καὶ τὸ παραπλήσιο φρόνημα, ποὺ διέθετε πολλὴ παρρησία πρὸς τὸ Θεῖο λόγω τῆς καθαρότητος τοῦ βίου, τῆς ὁσιότητος τῆς γνώμης καὶ τῆς ἀκριβείας τῆς πίστεως• ἐπίσης ὁ Σίλβεστρος καὶ ὁ Ἰούλιος, διάσημοι καὶ περίφημοι προϊστάμενοι τῆς Ρωμαϊκῆς Ἐκκλησίας, ποὺ κανένας τους δὲν ἦλθε προσωπικῶς, ἀλλ' ὥρισαν ὡς ἀντιπροσώπους γιὰ νὰ παρευρεθοῦν στὴν κοινὴ συνέλευσι, ὁ καθένας κατὰ τὸν χρόνο τῆς ἀρχιερατείας του, τὸν Βίτωνα καὶ τὸν Βικέντιο, ἀνθρώπους ποὺ ἐτιμοῦσαν τὴν ἀρετὴ καὶ κατεῖχαν τὸ ἀξίωμα τοῦ πρεσβυτερίου. Μαζὶ μὲ αὐτοὺς ἦταν καὶ ὁ ἐπίσκοπος Κόρδοβας, ὁ ὁποῖος κατὰ τοὺς εἰδωλολατρικοὺς διωγμοὺς ἐπαλήθευσε τὸ ὄνομά του• διότι, ὀνομαζόμενος Ὅσιος, διετήρησε ἀβέβηλη τὴν ὁμολογία του ἀπὸ τὴν εἰδωλικὴ λατρεία. Ὁ Ἀλεξανδρείας Ἀλέξανδρος ὅμως καὶ ὁ ἴδιος παρευρέθηκε, διακρινόμενος στὰ ἱερὰ κατορθώματα, ἔφερε δὲ μαζί του ὡς συναγωνιστὴ τὸν Ἀθανάσιο, ποὺ τότε ἦταν προϊστάμενος τῆς τάξεως τῶν διακόνων, λίγο ἀργότερα ὅμως διαδέχθηκε τὸν ἀρχιερατικὸ θρόνο. Ἐπίσης συμπαρευρέθηκε καὶ ὁ διαπρεπὴς Εὐστάθιος, τὸ κόσμημα τῆς Ἐκκλησίας τῶν Ἀντιοχέων, ποὺ ἄστραπτε μὲ τὴν καθαρότητα τῆς πίστεως κι' ἐθαυμαζόταν γιὰ τὴν σύνεσι τῶν λόγων καὶ τῶν νοημάτων. Μαζὶ μὲ αὐτοὺς ἦταν καὶ ὁ Ἱεροσολύμων Μακάριος, ποὺ ἦταν προικισμένος μὲ πολλὰ εἴδη ἀρετῶν, καθὼς καὶ πολλοὶ ἄλλοι ἄνδρες, ποὺ ἔλαμπαν μὲ ἀποστολικὰ χαρίσματα καὶ μαρτυρικὰ παθήματα• ἀπὸ τοὺς ὁποίους διακρίθηκαν ὁ Παφνούτιος καὶ ὁ Σπυρίδων, ὁ Ἰάκωβος καὶ ὁ Μάξιμος, ἀγαθοὶ καὶ θαυμάσιοι πρωτοστάτες ἑνὸς ἀγαθοῦ καὶ θαυμάσιου ὁμίλου. Κι' ἐπάνω ἀπὸ ὅλους διέπρεπε ὁ μέγας καὶ ἀξιοθαύμαστος Κωνσταντῖνος, ποὺ κατεῖχε τὰ σκῆπτρα τοῦ Ρωμαϊκοῦ Κράτους• αὐτὸς συνεκάλεσε τὴν σύνοδο καὶ τὴν κατέστησε λαμπρότερη μὲ τὴν παρουσία του.

7. Ὁ ἱερὸς ἐκεῖνος σύλλογος, ποὺ ἀποτελέσθηκε ἀπὸ τόσους καὶ τέτοιους ἄξιους ἄνδρες, κατεδίκασε κάποιον Ἄρειο ὡς διαμορφωτὴ μιᾶς δυσσεβείας καὶ ἀνέδειξε τὸ ἀποστολικὸ καὶ θεῖο κήρυγμα. Ὁ ταλαίπωρος αὐτὸς ἄνθρωπος, ποὺ καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἀλεξάνδρεια, ἀφοῦ κατατάχθηκε στὸν κλῆρο τῆς ἐκεῖ Ἐκκλησίας καὶ ἀνέβηκε στὸ βαθμὸ τοῦ πρεσβυτέρου, ἀρχικὰ μὲν ἔδειξε ὑπεροψία πρὸς τὸν ποιμενάρχη του, ἒπειτα ὅμως ἐπεξέτεινε τὴν ἀφροσύνη του ἐναντίον τοῦ κοινοῦ ποιμενάρχη καὶ κυρίου. Πράγματι κατεβίβαζε σὲ κτίσμα καὶ ποίημα τὸν Υἱὸ καὶ Λόγο τοῦ Θεοῦ (ὤ, τὴν τολμηρὴ ἐκείνη γλώσσα καὶ διάνοια, χωρὶς νὰ θέλη νὰ προσέξη οὔτε κὰν τοῦτο τὸ κοινὸ σὲ ὅλους καὶ αὐτοδίδακτο ὁμολόγημα, ὅτι κάθε υἱὸς εἶναι τῆς ἴδιας οὐσίας καὶ φύσεως μὲ τὸν γεννήτορά του καὶ ὅτι ὅποιος τοποθετεῖ τὸν υἱὸν στὰ κτίσματα ἀναγορεύει σὲ κτίσμα καὶ τὸν πατέρα, ὅπως ἐκεῖνος ποὺ ἀναγνωρίζει ὅτι ὁ πατὴρ ἔχει δημιουργικὴ οὐσία καὶ ἀίδια φύσι θὰ ἔπρεπε νὰ συνομολόγηση ὅτι καὶ ὁ υἱὸς εἶναι τῆς ἴδιας οὐσίας καὶ φύσεως. Ἄλλωστε ποῦ θὰ ὑπῆρχε ἡ γνησιότης τῆς υἱότητος, ἂν ἄλλης οὐσίας ἦταν ὁ πατὴρ καὶ ἄλλης ὁ υἱός; Καὶ πῶς δὲν θὰ ἀνάκυψη ἡ πολυθεΐα τῆς εἰδωλολατρικῆς πλάνης, ὅταν ἡ θεότης διασπᾶται σὲ κατώτερη καὶ ἀνώτερη οὐσία, καὶ ἡ μὲν μία ἀποδίδεται στὸν πρῶτο καὶ δημιουργὸ καὶ πρεσβύτερο θεό, ἡ δὲ ἄλλη σὲ δεύτερο θεό, ὑπηρετικὸ καὶ νεώτερο; Αὐτὰ εἶναι πράγματι τὰ γεννήματα τῆς πονηρῆς σπορᾶς τοῦ Ἀρείου.

8. Αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο ὁ ἱερὀς ὅμιλος τῶν ἀρχιερέων ἀπεγύμνωσε, διότι ὡπλίσθηκε μὲ βλάσφημα χείλη κατὰ τοῦ δημιουργοῦ, τὴν δὲ δυσσεβέστατη καὶ θεομάχο αἵρεσὶ του ὑπέβαλε σὲ ἀναθεματισμό• διεκήρυξαν δὲ εὐσεβῶς ὁμοούσιον καὶ ὁμοφυῆ καὶ συναΐδιο τὸν Υἱὸ καὶ Λόγο τοῦ Θεοῦ μὲ τὸν γεννήτορα Πατέρα καὶ τῆς ἴδιας ἐξουσίας καὶ κυριότητος, ὅπως διδάσκουν τὰ θεῖα λόγια καὶ τὰ κοινὰ δόγματα τῶν εὐσεβῶν διότι ἐγνώριζαν καὶ ἀντιλήφθηκαν καλὰ ὅτι, ὅπως τὸ νὰ περικλείσης σ' ἕνα πρόσωπο τὴν τριαδικὴ μοναρχία καὶ κυριότητα εἶναι δόγμα Ἰουδαϊκὸ καὶ μισόχριστο, ἔτσι καὶ τὸ νὰ διασπάσης σὲ ἄνισες φύσεις καὶ ἀνόμοιες οὐσίες τὴν ὑπερούσια καὶ ὑπερφυῆ καὶ ἑνιαία θεότητα εἶναι εἰδωλολατρικὸ καὶ πολυθεϊστικὸ δόγμα. Αὐτὰ εἶναι τὰ σχετικὰ μὲ τὴν ἁγία καὶ οἰκουμενικὴ πρώτη σύνοδο.


Σημειώσεις

1. Τὸ 325 μ.Χ. ἐπὶ Μ, Κωνσταντίνου. Κύριο θέμα ὁ Ἀρειανισμός.





Ἡ δευτέρα Σύνοδος

9. Ἔπειτα ἡ ἁγία καὶ οἰκουμενικὴ δεύτερη σύνοδος(2) ἀνέδειξε τὴν βασιλίδα πόλι σπουδαστήριο τῶν ἱερῶν μαθημάτων. Συνάθροισε ἑκατὸν πενήντα ἱεροὺς ἄνδρες, μὲ πρώτους τοὺς κατόχους τῶν ἀρχιεπισκοπικῶν θρόνων Ἀλεξανδρείας Τιμόθεο, Ἀντιοχείας Μελέτιο τὸν ἀξιοθαύμαστο καὶ Ἱεροσολύμων Κύριλλο• ἀκόμη καὶ τὸν Νεκτάριο, ποὺ μόλις πρὸ ὀλίγου εἶχε ξεχωρίσει ἀπὸ τὸ πλῆθος τῶν κατηχουμένων καὶ εἶχε ξεπλύνει τὴν ἀκαθαρσία τοῦ βίου μὲ τὸ θεῖο βάπτισμα, καὶ τώρα καθαρὸς περιεβλήθηκε τὸ καθαρώτατο ἀξίωμα τῆς ἀρχιερωσύνης μὲ κοινὴ ψῆφο τῆς συνόδου καὶ χειροτονία ἀπὸ τοὺς προκρίτους κι' εὐθὺς ἀμέσως καθίσταται ἐπίσκοπος τῆς βασιλεύουσας καὶ πρόεδρος τῆς συνόδου. Μαζὶ μὲ αὐτοὺς ἦταν οἱ Γρηγόριοι, ὁ ἐπίσκοπος τῆς Νύσσης καὶ ὁ ἐμπράκτως ἐπώνυμoς τῆς θεολογίας(3)• κι ἔπειτα ἀπὸ λίγον καιρὸ ἐφάνηκε νὰ ὑποστηρίζη τὰ ἴδια καὶ ὁ Δάμασος τῆς Ρώμης, καθιστάμενος σύμφωνος μὲ τοὺς προηγουμένους.

10. Αὐτὸς λοιπὸν ὁ χορὸς τῶν ἱεροφαντῶν ἀπεφάσισε τὴν καταδίκη τοῦ Μακεδονίου, ποὺ παλαιότερα εἶχε ἁρπάξει τὸν θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως, διότι δυσφημοῦσε τὸ Πανάγιο καὶ ζωαρχικὸ Πνεῦμα. Ὅπως δηλαδὴ ὁ Ἄρειος ἐπετίθετο κατὰ τοῦ Υἱοῦ, ἔτσι κι' αὐτὸς ἐπετίθετο κατὰ τοῦ Παναγίου Πνεύματος, τοποθετώντας τὴν δεσποτικὴ καὶ ὑπερβατικὴ κυριότητά του στὴν τάξι τῶν δούλων καὶ ὑπηρετῶν. Καὶ ὅμως ἦταν εὔκολο στὸν ἄθλιο, ἂν ἤθελε, ν' ἀντιληφθῆ ὅτι, ὅπως ὅσοι θεωροῦν κτίσμα τὸν Υἱὸ ὑβρίζουν ἐξ ἴσου καὶ τὸν Πατέρα, ἔτσι καὶ ὅσοι συναριθμοῦν μαζὶ μὲ τὰ ποιήματα τὸ πανάγιο Πνεῦμα του ἐκτοξεύουν ἐναντίον του ἴση καὶ ὅμοια βλασφημία. Διότι, ἂν εἶναι τὸ Πνεῦμα κτίσμα, κι' ἐκεῖνος στὸν ὁποῖο ἀνήκει τὸ Πνεῦμα εἶναι κτίσμα. Ἂν δὲ αὐτὴ ἡ ὑπερβολικὴ ἀθεότης εἶναι καὶ στὸ ἄκουσμα μόνο ἀφόρητη, πῶς δὲν ἐσκέφθηκε ὁ ταλαίπωρος ν' ἀποφύγη ἐκεῖνο, διὰ τοῦ ὁποίου ἀναγκαστικὰ θὰ περιέπιπτε σ' αὐτοὺς τοὺς θεομάχους λογισμούς; Ἀθετεῖς ὅτι τὸ Πνεῦμα εἶναι Θεός. Τότε πῶς «ἐρευνᾶ τὰ βάθη τοῦ Θεοῦ»(4) καὶ τίποτε ἀπὸ τὰ μυστικὰ τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι γι' αὐτὸ κρυφό; Πῶς εἶναι «ἄλλος παράκλητος»;(5) Πῶς συμπαρατάσσεται μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸν Υἱό; Διότι λέγει ὁ Υἱός, «πηγαίνετε καὶ διδάξετε ὅλα τὰ ἔθνη, βαπτίζοντάς τους στὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ, καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος»(6). Ἂν ἕνα ἀπὸ τὰ τρία πρόσωπα στὸ ὄνομα τῶν ὁποίων φωτιζόμαστε εἶναι κτίσμα, οὔτε τὰ ἄλλα δὲν θ' ἀπαλλαγοῦν ἀπὸ τὴν ὕβρι. Ἀλλ' ἂν εἶναι κτίσμα, πῶς κτίζει; πῶς ἁγιάζει; πῶς ζωοποιεῖ; πῶς κατανέμει χαρίσματα; πῶς εἶναι Θεός;


11. Ἀλλ' ἐκεῖνος ὁ φρενοβλαβὴς δὲν ἐσκέφθηκε τίποτε ἀπὸ αὐτά• κι ἔτσι ἐτόλμησε θρασύτατα νὰ τὰ ἀποσπάση ἀπὸ τὴν μοναρχικὴ καὶ μία καὶ ἀδιαίρετη θεότητα. Γι' αὐτὸ κι' ἐπῆρε ἐπάξια ἀνταμοιβὴ τῆς ἀσεβείας, τιμωρούμενος μὲ τὴν ἀφαίρεση τῆς ἱερωσύνης αὐτὸς ὁ ἴδιος, καθὼς καὶ ὅλοι ὅσοι ἐζήλευαν τὴν ἀθεράπευτη ἀσθένεια τῆς θεομαχίας του. Καὶ ὅπως ἐκεῖνος ἐφρύαξε ν' ἀπαλλοτριώση τὸ πανάγιο Πνεῦμα ἀπὸ τὴν τριαδικὴ καὶ μία θεότητα καὶ κυριότητα, ἔτσι καὶ ἡ ἁγία καὶ οἰκουμενικὴ σύνοδος, σὰν δεύτερο Ἄρειο, τὸν ἀλλοτρίωσε ἀπὸ τὴν ἱερωσύνη καὶ ἀπὸ τὴν μερίδα καὶ συμπαράταξι τῶν πιστῶν• τὸ δὲ πανάγιο καὶ ζωαρχικὸ Πνεῦμα, ὡς ὁμοφυὲς καὶ ὁμοούσιο, ἰσοδύναμο καὶ παντοδύναμο, ὥρισαν κατὰ τὶς πατερικὲς καὶ θεολογικὲς φωνὲς νὰ συμπροσκυνῆται καὶ νὰ συνδοξολογῆται μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸν Υἱό, ξεριζώνοντας τελείως καὶ κάθε ζιζάνιο ποὺ ἀπέμεινε ἀπὸ τὴν ἀρειανὴ σπορά. Τότε ἦταν ἡ ἐποχὴ ποὺ κρατοῦσε τὰ χαλινάρια τῆς βασιλείας ὁ πράγματι μέγας καὶ ἄξιος μεγάλων ἐγκωμίων Θεοδόσιος, ποὺ ἀναδείχθηκε κι' αὐτὸς πρόμαχος τῆς εὐσεβείας. Αὐτὰ εἶναι τὰ σχετικὰ μὲ αὐτὴ τὴν ἁγία σύνοδο.

Σημειώσεις

2. Τὸ 381 στὴν Κωνσταντινούπολι. Κύριο θέμα ἡ Πνευματομαχία.

3. Εἶναι παράξενο ποὺ ὁ Φώτιος δὲν χαρακτηρίζει τὸν Γρηγόριο τὸν Θεολόγο ὡς ἀρχιεπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως καὶ πρόεδρο τῆς συνόδου αὐτῆς μετὰ τὸ θάνατο τοῦ Μελετίου.

4. Α’ Κορ. 2, 10.

5. Ἰω. 14, 16.

6. Ματθ. 28, 19

Ἡ τρίτη Σύνοδος

12. Ἡ τρίτη ἁγία οἰκουμενικὴ σύνοδος(7) συνῆλθε στὴν ἀσιατικὴ Ἔφεσο μὲ τὴν παρουσία διακοσίων μελῶν. Μεταξὺ αὐτῶν διακρίνονταν ὡς ἡγέτες ὁ περιώνυμος πατὴρ Κύριλλος, ὁ ὁποῖος λόγω ἀρετῆς καὶ πλούσιας σοφίας διηύθυνε τὸν θρόνο τῆς μεγαλοπόλεως τοῦ Ἀλεξάνδρου κι' ἐκπροσωποῦσε τὴν καθέδρα καὶ τὸ πρόσωπο τῆς Ρώμης Κελεστίνου. Μαζὶ μὲ αὐτοὺς ἦταν ὁ Μέμνων, ποιμενάρχης τῆς ἐκκλησίας τῶν Ἐφεσίων καὶ ὁ Ἰουβενάλιος τῶν Ἱεροσολύμων. Αὐτοὶ μαζὶ μὲ ὅλα τὰ μέλη τῆς συνόδου κατεδίκασαν τὸν δυσσεβῆ Νεστόριο γιὰ τὴν ἀσέβειά του, ποὺ προερχόμενος ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια πλησίον τοῦ Ὀρόντη, κατέλαβε ἀνοσίως τὸν θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Αὐτὸς ὁ ταλαίπωρος λοιπόν, ἀφοῦ ἐρόφησε ἀπὸ τὰ θολερὰ ὕδατα τῆς ἀσεβείας τοῦ Διοδώρου καὶ τοῦ Θεοδώρου(8) καὶ ἒπεσε σὲ μέθη φρενῶν, ἐξέβαλε κακόηχες καὶ ἄτοπες φωνὲς πρὸς τὶς ἀκοὲς πολλῶν, ποὺ προκαλοῦσαν φθορὰ τοῦ ποιμνίου. Πράγματι τὸν Χριστόν, τὸν ἕνα Υἱόν, τὸν ἀληθινὸ Θεό μας, ποὺ γιὰ μᾶς καὶ γιὰ τὴ σωτηρία μας μετέσχε σαρκὸς καὶ αἵματος κατὰ τρόπον παραπλήσιο μέ μᾶς καὶ προσέβαλε ὁ ἴδιος τὸ δικό μας φύραμα, κι' ἔτσι ἔγινε ἕνας ἀπὸ δύο ἀντίθετα συστατικά, ὄντας ὁ ἴδιος Θεὸς καὶ ἄνθρωπος, ἕνας Χριστός, ἕνας Υἱὸς ὁ ἴδιος, ἐπάνω ἀπὸ τὸν Πατέρα ἀμητωρ καὶ κάτω ἀπὸ τὴν μητέρα ἀπάτωρ, ὁ ἴδιος κι ὄχι ἄλλος, ἕνα πρόσωπο, μία ὑπόστασις -αὐτὸν λοιπὸν τὸν ἕνα Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστὸ δὲν ἔφριξε ἐκεῖνος ὁ τρισάθλιος νὰ τὸν κόψη καὶ τὸν διαιρέση σὲ δύο ὑποστάσεις• ἔτσι ἔπλασε τὸν ἕνα ὡς ἁπλὸν ἄνθρωπο στὴν ἰδιαίτερη ὑπόστασί του χωρὶς τὸν λόγο ποὺ τὸν προσέλαβε, τὸν ἄλλο δὲ ὡς Θεὸ μόνο του καὶ γυμνωμένον ἀπὸ τὸ πρόσλημμα. Ἦταν σὰν νὰ ἐφοβόταν ὁ ἀνόητος μὴ τυχὸν πάθη τίποτε ὁ Θεός, ἂν ἀπὸ ἀνέκφραστη φιλανθρωπία ὑποδυόταν τὸ πλάσμα του γιὰ τὴν θεραπεία καὶ ἀνάπλασί του• δὲν κατάλαβε οὔτε κἄν τοῦτο, ὅτι μὲ τὰ λόγια ποὺ ἐδίχαζε τὴν ἀνθρωπίνη φύσι ἀπὸ τὴν ὑπόστασι τοῦ Λόγου τὴν ἀνεκήρυττε ἀνίατη καὶ ἀθεράπευτη, κι ἔτσι ἐγινόταν ἀρνητὴς τῆς δικῆς του σωτηρίας. Καὶ μάλιστα μὲ τελείως διεστραμμένους τοὺς λογισμούς του ἀπ' αὐτὰ δὲν ἀνεχόταν οὔτε τὴν κατὰ σάρκα μητέρα τοῦ Λόγου, τὴν παναγία Παρθένο ποὺ ἐγέννησε κυριολεκτικῶς καὶ ἀληθινὰ τὸν Θεὸ Λόγο σαρκωμένον, νὰ ὀνομάζη Θεοτόκο• ἀλλά, ὅπως ἀποστεροῦσε τῆς θεότητος τὸν Υἱό, ἔτσι ἀλλοτρίωνε ἀπὸ τὸ ὄνομα τῆς Θεοτόκου καὶ τὴν μητέρα του.

13. Γι' αὐτὸ ὁ σύλλογος τῶν μακαρίων πατέρων τὸν ἐγύμνωσε ἀπὸ τὸ ἀξίωμα τῆς ἀρχιερωσύνης κατὰ τρόπο ἀντάξιο τῆς μεγάλης φρενοβλαβείας καὶ τῆς βλάσφημης γλώσσας του καὶ τὸν παρέπεμψε στὸ αἰώνιο ἀνάθεμα μαζὶ μὲ τὸ βδελυρώτατο φρόνημά του. Καὶ ἀφοῦ ἐδογμάτισαν νὰ προσκυνῆται καὶ νὰ δοξάζεται ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστὸς σὲ μία καὶ τὴν αὐτὴ ὑπόστασι κατὰ τρόπο πατροπαράδοτο καὶ ὁσιοπρεπῆ; ἔπειτα ἐδίδαξαν νὰ καλῆται καὶ ν' ἀνευφημῆται κυριολεκτικῶς καὶ ἀληθῶς Θεοτόκος ἡ πανάχραντη καὶ ἀειπάρθενη μητέρα του• ἄλλωστε, ἐφ' ὅσον ἐγέννησε τὸν Θεὸ Λόγο ποὺ καταδέχθηκε νὰ γεννηθῆ μὲ σάρκα, δικαίως ἐξυψώθηκε στὴ θέσι νὰ δοξολογῆται καὶ νὰ ὀνομάζεται Θεοτόκος. Μὲ αὐτὰ ἐτελείωσε καὶ αὐτὴ ἡ σύνοδος, ποὺ πραγματοποιήθηκε, ὅταν τὸ ρωμαϊκὸ κράτος ἔβλεπε μὲ γαλήνια μάτια τὸν νέο Θεοδόσιο νὰ ἀσκῆ τὴν πατρικὴ ἐξουσία σὲ τρίτη γενεὰ τῆς δυναστείας.

Σημειώσεις

7. Τὸ 431 στὴν Ἔφεσο. Κύριο θέμα ὁ Νεστοριανισμός.


8. Πρόκειται γιὰ τὸν Διόδωρο Ταρσοῦ καὶ τὸν Θεόδωρο Μοψουεστίας.




Ἡ τετάρτη Σύνοδος

14. Ἡ δὲ τέταρτη ἁγία οἰκουμενικὴ σύνοδος(9), ποὺ εἶχε συμπαραστάτη καὶ σύμφωνο τὸν εὐσεβέστατο βασιλέα Μαρκιανό, ἕδρα ὅπου συζητήθηκαν τὰ ἀληθινὰ δόγματα ἐδιάλεξε τὴν Χαλκηδόνα, ἐπίσημη πόλι τῆς Βιθυνίας. Τὰ μέλη της ἀνέρχονταν σὲ ἑξακόσιους τριάντα ἄνδρες, μὲ προκρίτους τὸν Ἀνατόλιο ποὺ εἶχε τὸν ἀρχιερατικὸ θρόνο τῆς βασιλίδος πόλεως, καθὼς καὶ οἱ ἐπίσκοποι Πασκασῖνος καὶ Λουκίνσιος ποὺ μαζὶ μὲ τὸν πρεσβύτερο Βονιφάτιο ἀντιπροσώπευαν τὸν ἁγιώτατο πάπα τῆς Ρώμης Λέοντα, τὸν ἔνδοξο καὶ μεγάλο ζηλωτὴ τῆς εὐσέβειας• μαζί τους ἦσαν καὶ ὁ Μάξιμος Ἀντιοχείας καὶ ὁ Ἰουβενάλιος Ἱεροσολύμων.

15. Αὐτοὶ οἱ σύνεδροι κατεδίκασαν τὸν δυστυχῆ Εὐτυχῆ καὶ τὸν ὑπερασπιστή του, τὸν ἀλαζόνα Διόσκορο(10), γιὰ τὰ δυσσεβήματά τους. Διότι κι' αὐτοί, ἔχοντας ἀποδεχθῆ τὴν ἐκ διαμέτρου ἀντίθετη πρὸς τὸν Νεστόριο πλάνη, ἐξέπεσαν στὴν ὅμοια μ' ἐκεῖνον ἀθλιότητα. Πράγματι τὸν ἕνα κύριό μας Ἰησοῦ, ποὺ ἀναγνωρίζεται ὅτι συνίσταται ἀπὸ θεότητα καὶ ἀνθρωπότητα καὶ προσκυνεῖται σ' αὐτὲς τὶς δύο φύσεις, αὐτοὶ τὸν ἀνέμιξαν καὶ τὸν ἐσύγχυσαν τολμηρῶς καὶ ἀφρόνως σὲ μιὰ φὺσι• καὶ οἱ ταλαίπωροι δὲν ἀντιλήφθηκαν ὅτι μὲ αὐτὰ τὸν κατέστησαν ξένον καὶ πρὸς τὴν πατρικὴ οὐσία καὶ πρὸς τοὺς ἀνθρώπους. Ἂν πράγματι ἡ φύσις τοῦ Χριστοῦ εἶναι μία, εἶναι ἢ θεία ἢ ἀνθρωπίνη• τώρα, ἂν εἶναι μόνο θεία, ποῦ εἶναι τὸ ἀνθρώπινο στοιχεῖο; ἂν πάλι εἶναι ἀνθρώπινη, πῶς δὲν εἶναι αὐτοὶ ἄρνηταὶ τῆς θεότητος; Ἂν εἶναι κάτι ἄλλο διάφορο ἀπὸ αὐτὰ (διότι αὐτὸ ὑπολείπεται, καὶ μᾶλλον πρὸς αὐτὸ τείνει τὸ φρόνημά τους), πῶς δὲν θὰ ἀναπλάσουν τὸν Χριστὸ ἐτεροφυῆ καὶ τοῦ πατρὸς καὶ ἡμῶν; Τί εἶναι δυσσεβέστερο ἢ ἀφρονέστερο ἀπὸ τὸ νὰ λέγουν ὅτι ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ ἔγινε ἄνθρωπος καὶ Θεός, γιὰ νὰ φθαρῆ ἡ θεότης του, καὶ νὰ ἀναιρεθῆ ἡ προσληφθεῖσα ἀνθρωπότης; διότι αὐτὸ ἀκολουθεῖ τὴν ἄποψι ἐκείνων ποὺ ἐτόλμησαν νὰ εἴπουν ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν εἶναι καμμιὰ ἀπὸ τὶς δύο φύσεις, ἀλλὰ κάποιας ἄλλης.

16. Γι' αὐτὸ οἱ εἰσηγηταὶ τῶν χριστομάχων τούτων δογμάτων ἐπῆραν ἄξια τιμωρία γιὰ τὴν τόσο μεγάλη δυσσέβεια• ἔχασαν τὴν ἱερωσύνη κι ἔγιναν ἀπόβλητοι ἀπὸ ὅλη τὴν Ἐκκλησία, καὶ μαζὶ μὲ αὐτοὺς ἀποδιώχθηκε καὶ ἡ χριστομάχος αἵρεσις• ἐνῶ τὸ ὀρθὸ καὶ γνήσιο φρόνημα τῆς ὀρθοδοξίας ἀνακηρύχθηκε καὶ διέλαμψε• ἀκόμη περισσότερο μὲ τὶς γραφικὲς καὶ πατερικὲς μαρτυρίες, καθὼς οἱ τρισμακάριστοι ἀρχιερεῖς ἐθεολόγησαν ὁλοφάνερα καὶ παρέδωσαν νὰ ὁμολογοῦμε καὶ νὰ κηρύσσωμε ἀδιστάκτως σὲ ὅλα τὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης ἕνα Χριστό, δηλαδὴ μία ὑπόστασί του καὶ δύο φύσεις, θεότητα καὶ ἀνθρωπότητα, θεωρούμενες ἀσυγχύτως καὶ ἀδιαιρέτως. Εἶναι ἀπὸ αὐτὰ φανερό, ὅτι μὲ τὶς πράξεις διὰ τῶν ὁποίων ὠρθόνονταν τὰ πόδια τῶν χωλῶν, τὸ πάθος τῶν τυφλῶν ἐβλάσταινε ἀπὸ κάτω μάτια, καὶ οἱ νεκροὶ ἀνασύρονταν ἀπὸ τὶς πύλες τοῦ Ἅδη καὶ μετατάσσονταν στὴ ζωή, καὶ ἐπιτελοῦνταν καὶ ἐπιδεικνύονταν ὅλα τὰ ἄλλα θαύματα ποὺ δὲν εἶναι εὔκολο ν' ἀριθμηθοῦν, ἐδηλωνόταν σαφῶς ἡ ἀξία τῆς θείας φύσεως• μὲ τὶς πράξεις διὰ τῶν ὁποίων ὑφίστατο κόπους καὶ πόνους, δίψα καὶ πεῖνα, καὶ τὰ συγγενῆ καὶ παρόμοια πρὸς αὐτά, ἐφανερωνόταν ἡ ἰδιότης τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως. Ὁ αὐτὸς Χριστός, ὁ ἀληθινὸς Θεός μας, ἐπιτέλεσε καὶ ἔπραξε τὰ πρῶτα θεοπρεπῶς, τὰ δεύτερα ἀνθρωποπρεπῶς• καὶ μὲ αὐτὸ παρέστησε καὶ ἐπιβεβαίωσε σαφῶς καὶ ἀναντιρρήτως τὴν μία ἑνιαία ὑπόστασί του καὶ τὶς δύο διαφορετικὲς φύσεις σὲ ἀσύγχυτη ἕνωσι. Αὐτὰ καὶ γιὰ τὴν τέταρτη σύνοδο.


Σημειώσεις

9. Τὸ 451 στὴ Χαλκηδόνα, ἀπέναντι ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολι. Κύριο θέμα ὁ Μονοφυσιτισμός.

10. Ὁ Εὐτυχής, ἀρχηγός τῆς αἱρέσεως τῶν Μονοφυσιτῶν ἦταν αρχιμανδρίτης στην Κωνσταντινούπολι, ὁ Διόσκορος ἦταν πατριάρχης Ἀλεξανδρείας.


Ἡ πέμπτη Σύνοδος

17. Ἡ δὲ πέμπτη ἁγία οἰκουμενικὴ σύνοδος(11) εἶχε ὡς ἱερὸ χῶρο τὴν Κωνσταντινούπολι καὶ συγκροτήθηκε μὲ τὴν παρουσία καὶ συνέλευσι ἑκατὸν ἑξήντα πέντε θεοφόρων πατέρων. Διακεκριμένοι ἡγέτες τους ἦσαν πρῶτα ὁ Μηνᾶς κι ἔπειτα ὁ Εὐτύχιος, ποὺ κατέλαβαν διαδοχικῶς τὸν θρόνο τῆς αὐτῆς βασιλίδος• καὶ ὁ Βιγίλιος ποὺ ἀσκοῦσε τὴν ἱερὰ ἐποπτεία τῆς Ρώμης καὶ ἦταν μὲν παρὼν στὴν πόλι, ἀλλὰ ἀπὼν ἀπὸ τὴν σύνοδο• κι αὐτός, ἂν καὶ δὲν ἐφάνηκε πρόθυμος γιὰ τὴν συμμετοχὴ στὴν ἱερὰ ὁμήγυρι, ὅμως ἐπεκύρωσε μὲ ἐπιστολὴ τὴν κοινὴ ἀπόφασι τῶν πατέρων. Μαζὶ μὲ αὐτοὺς ἦταν ὁ Ἀπολινάριος Ἀλεξανδρείας καὶ ὁ Δόμνος Ἀντιοχείας, στολισμένοι μὲ τὸ ἀρχιερατικὸ ἀξίωμα• ἐπίσης δὲ ὁ Δίδυμος καὶ ὁ Εὐάγριος, ἐκπρόσωποι τοῦ ἀρχιερέως τῶν Ἱεροσολύμων Εὐστοχίου. Χειριστὴς τότε τῶν φροντίδων τῆς ρωμαϊκῆς πολιτείας ἦταν ὁ κράτιστος μεταξὺ τῶν βασιλέων Ἰουστινιανός, ὁ ὁποῖος συμφωνοῦσε μὲ τὸ ἐκκλησιαστικὸ φρόνημα.

18. Αὐτὴ λοιπὸν ἡ ἁγία οἰκουμενικὴ σύνοδος, ἐξερίζωσε πάλι ἐντελῶς τὶς παραφυάδες τῶν δοξασιῶν τοῦ Νεστορίου, μαζὶ μὲ τὸν ἴδιο τὸν σπορέα ἐκεῖνον τῶν ζιζανίων• μαζὶ μὲ αὐτὸν ἐξερίζωσαν τὸν Θεόδωρο καὶ τὸν Διόδωρο, τῶν ὁποίων ὁ δεύτερος ἐπεσκόπευσε τῆς πόλεως Ταρσοῦ κι ὁ πρῶτος τῆς Μοψουεστίας κι οἱ ὁποῖοι, ἀφοῦ πρωτύτερα ἐκυοφόρησαν τὴν αἵρεσι αὐτή, ἄφησαν ἔγγραπτα τὰ νόθα καὶ ἔκφυλα ἀποκυήματα τῆς νόθου διανοίας. Ἐπίσης καταδίκασε καὶ ἀνεθεμάτισε τὸν Ὠριγένη, Δίδυμο, Εὐάγριο, παλαιὰ ἀρρωστήματα τῶν πιστῶν, ἄνδρες ποὺ φιλοδόξησαν νὰ εἰσαγάγουν στὴν Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ τὴν ἑλληνικὴ μυθολογία. Διότι αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι ἐφλυαροῦσαν ὅτι οἱ ψυχὲς προϋπάρχουν τῶν σωμάτων καὶ ὅτι ἡ ἴδια ψυχὴ μετενδύεται πολλὰ σώματα, ποὺ εἶναι δόγμα μιαρὸ καὶ κατάπτυστο καὶ πράγματι ἀντάξιο μόνο τῶν ψυχῶν ἐκείνων. Ἐπίσης ἐδίδασκαν ὅτι ἡ ἀτελεύτητη κόλασις ἔχει τέλος, κάτι ποὺ ἀποτελεῖ μία ἄλλη πρόκλησι πρὸς τὴν ἁμαρτία καὶ τὴν ἀπώλεια. Καὶ στοὺς πονηροὺς δαίμονες ἐχάριζαν τὸ ἀρχαῖο ἀξίωμα, ἰσχυριζόμενοι ὅτι θὰ ἐπανέλθουν στὴν πρώτη δόξα ἀπὸ τὴν ὁποία ἐξέπεσαν. Προσέτι δὲν ἐδέχονταν ὅτι τὰ σώματα συνανίστανται μαζὶ μὲ τὶς ψυχές, ἀλλὰ τὶς ἀνασταίνουν γυμνὲς χωρὶς σώματα, καὶ δὲν γνωρίζω τί ὀνομάζουν ἀνάστασι, ἂν ἡ ἀνάστασις εἶναι τοῦ πεσμένου καὶ ἀποθαμένου σώματος, καὶ ὄχι τοῦ πάντοτε ὑφισταμένου καὶ διαμένοντος σὲ ἀφθαρσία, ὅπως εἶναι ἡ ψυχή• καὶ οἱ ἄθλιοι δὲν ἐντράπηκαν οὔτε τοῦτο, πόσο δηλαδὴ μεγάλη ἀδικία ἀποδίδουν μὲ τὶς φλυαρίες των στὸ δίκαιο κριτή. Διότι πῶς δὲν τοῦ καταμαρτυροῦν τὴν χειρότερη ἀδικία, ὅταν τολμοῦν νὰ ἀποστερήσουν ἀπὸ τὰ κοινὰ ἔπαθλα τὰ σώματα ποὺ συνάθλησαν μαζὶ μὲ τὶς ψυχὲς στοὺς κόπους γιὰ τὴν ἀρετὴ κι ἐπίσης νὰ ἐγκαταλείψουν ἐκεῖνα, ποὺ ἁμάρτησαν μαζὶ μὲ τὶς ψυχές, ἀτιμώρητα γιὰ τὴν κοινὴ εὐθύνη καὶ πράξι, καὶ νὰ ἀφήσουν μόνες τὶς ψυχὲς χωριστὰ ἀπὸ τὰ σύνεργα σώματα ἢ νὰ ὑποστοῦν διπλῆ τιμωρία ἢ ν' ἀξιωθοῦν διπλῆς ἀνταποδόσεως;

19. Ὄχι δὲ μόνο αὐτὲς τὶς κακοδοξίες ἀπεκήρυξε ὁ ἱερὸς αὐτὸς χορὸς τῶν πατέρων, ἀλλὰ καὶ λίγον καιρὸ πρὶν ἀπ' αὐτὸ καθήρεσε καὶ ἀνεθεμάτισε τὸν Ἄνθιμο τὸν Τραπεζούντιο ποὺ ὑποστήριζε τὸ φρόνημα τοῦ Εὐτυχοῦς, τὸν Σεβῆρο, τὸν Πέτρο Ἀπαμείας, τὸν Ζωόρα καὶ ὅλη ἐκείνη τὴν πονηρὴ καὶ πολυκέφαλη κίνησι καὶ συμμορία• τότε εἶχε πρωτοστατήσει στὴν εὐσεβῆ ἀπόφασι ὁ Ἀγαπητὸς Ρώμης, ἐνῶ ἀναδείχθηκαν σύμψηφοι καὶ συνεργοὶ οἱ περιώνυμοι ἀρχιερεῖς, ὁ διαπρεπὴς Εὐφραίμιος τῆς Ἀντιοχείας καὶ ὁ ἱερὸς Πέτρος τῶν Ἱεροσολύμων. Ἀφοῦ λοιπὸν ἡ θεία συνέλευσις τῶν ἀρχιερέων ἀπεκήρυξε καὶ ἀπέβαλε ὅλους αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους, ὑπεστήριξαν καὶ ἐπεκύρωσαν τὰ ἀπλάνευτα καὶ θεία δόγματα τῆς καθολικῆς καὶ ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας. Αὐτὰ καὶ γιὰ τὴν πέμπτη οἰκουμενικὴ σύνοδο.

Σημειώσεις

11. Τὸ 553 στὴν Κωνσταντινούπολη. Κύρια θέματα τὰ ὑπολείμματα τοῦ Νεστοριανισμοῦ καὶ τοῦ Ὠριγενισμοῦ.


Ἡ ἕκτη Σύνοδος

20. Ἡ δὲ ἕκτη ἁγία οἰκουμενικὴ σύνοδος(12) ἔπηξε καὶ αὐτὴ τὸ ἱερὸ θέατρο τῶν μυστικῶν θεαμάτων τῆς ἀληθείας στὴ βασιλίδα τῶν πόλεων καί, διεξάγοντας τὸν ἀγώνα μὲ ἑκατὸν ἑβδομήντα θεοφόρους ἄνδρες, ἀνέδειξε λαμπρὴ νικήτρια τὴν εὐσέβεια. Ἀρχηγός της καὶ ἄξιοι ἔξαρχοι τῶν ἄλλων ἦσαν πρῶτα ὁ Γεώργιος ποὺ κατεῖχε τὸν ἀρχιερατικὸ θρόνο τῆς βασιλίδος πόλεως, ἔπειτα οἱ πρεσβύτεροι Θεόδωρος καὶ Γεώργιος ποὺ μαζὶ μὲ τὸν διάκονο Ἰωάννη κατατάχθηκαν στὴν ὁμάδα τῶν ἐξάρχων ὡς ἐκπρόσωποι τοῦ ἁγιωτάτου πάπα τῆς Ρώμης Ἀγάθωνος, ὁ ἀναπληρωτὴς τοῦ θρόνου τῆς μεγαλοπόλεως Ἀλεξανδρείας μοναχὸς Πέτρος, καὶ μαζί τους ὁ μοναχὸς καὶ πρεσβύτερος Γεώργιος ποὺ ἐκπροσωποῦσε τὴν ἀρχιερατικὴ καθέδρα τῶν Ἱεροσολύμων.

21. Αὐτοὶ λοιπὸν μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους ἱεροὺς κι ἁγίους πατέρες ἐπέβαλαν δίκαια καταδίκη ἐπὶ τοῦ Σεργίου, Πυρροῦ, Παύλου ποὺ διετέλεσαν πάτριαρχες Κωνσταντινουπόλεως, τοῦ Ὀνωρίου Ρώμης, τοῦ Κύρου Ἀλεξανδρείας καὶ τοῦ Θεοδώρου Φαρὰν διασπώντας τὴν ἀλληλοδιάδοχη σειρὰ τοῦ ψεύδους, ἀλλ' ἐπὶ πλέον καὶ ἐπὶ τοῦ Μακαρίου Ἀντιοχείας μαζὶ μὲ τὸν μαθητὴ τῆς αἱρέσεως Στέφανο καὶ κάποιον ἄθλιον γέροντα ὀνομαζόμενο Πολυχρόνιο, ποὺ ἐνεπλάκησαν μὲ αὐτὸν κι' ἐσχεδίαζαν μὲ δυσσεβὲς καὶ παράλογο φρόνημα νὰ διακηρύξουν μία θὲλησι καὶ μία ἐνέργεια ἐπὶ τοῦ Χριστοῦ τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ μας ποὺ συνίσταται ἀπὸ δύο φύσεις. Οἱ ἄφρονες δὲν ἀναλογίσθηκαν οὔτε τοῦτο, ποὺ εἶναι εὔκολα ἀντιληπτό, ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ ἀνήκουν στὴν ἴδια ἐνέργεια ἡ κυριαρχικὴ ἀνόρθωσις χωλοῦ καὶ ἡ ἀνάληψις κόπων ὁδοιπορίας• οὔτε ἡ ἀπόδοσις ὀφθαλμῶν σὲ τυφλούς(13) καὶ ἡ ζύμωσις χώματος μὲ τὰ δάκτυλα καὶ κατασκευὴ πηλοῦ καὶ τοποθέτησίς του στοὺς ὀφθαλμούς•(14) οὔτε ἡ ἀνάστασις νεκροῦ, καὶ τὰ δάκρυα γιὰ τὸν ἀποθαμένο(15)• οὔτε βέβαια ἀνήκει στὴν ἴδια θέλησι τὸ νὰ ζητῆ νὰ παρέλθη τὸ ποτήριο τοῦ θανάτου(16) καὶ πάλι νὰ τὸ ἀποκαλῆ δόξα καὶ νὰ θέλη τὸ ἀθέλητο(17). Ἀλλὰ ἐπίσης πῶς δὲν ἀντιλήφθηκαν ὅτι μὲ αὐτὰ ἀπαρνοῦνται καὶ τὴν διαφορὰ τῶν φύσεων; διότι κάθε φύσις εἶναι πηγὴ ἐνεργείας κι οἱ φυσικὲς θελήσεις διασπῶνται μὲ τὶς διάφορες ἐνέργειες• καὶ ἂν σύμφωνα μὲ τὴν πλάνη τους ἡ ἐνέργεια καὶ ἡ θέλησις εἶναι μία, πάντως θὰ εἶναι καὶ ἡ φύσις, ἀπὸ τὴν ὁποία προέρχονται, μία• ἂν δὲ οἱ φύσεις εἶναι δύὸ (στὴν πραγματικότητα αὐτοὶ δὲν ἒφθασαν σὲ τέτοιο σημεῖο μανίας, νὰ δέχωνται μία, διότι εἶχαν ὑπ' ὄψι τοὺς τὴ διασκόρπισι καὶ καταστροφὴ ἐκείνων ποὺ ἄρχισαν τέτοια αἵρεσι), πῶς δὲν θὰ πηγάση ἡ καθεμιά τους τὴ δική της ἐνέργεια καὶ θέλησι;

22. Ἀλλ' ἐκεῖνοι οἱ ἄνθρωποι, ποὺ τίποτε δὲν ἐθεώρησαν προτιμότερο ἀπὸ τὴν δική τους δύσφημη δόξα, καταδικάσθηκαν μαζὶ μὲ ἐκείνη σὲ αἰώνιο ἀνάθεμα. Ὁ δὲ σύλλογος τῶν θεοφόρων πατέρων, ἀφοῦ διεκήρυξε δύο φυσικὲς θελήσεις καὶ δύο ἐνέργειες ἐπὶ τοῦ ἑνὸς Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ μας, ἐδίδαξε ὀρθοδόξως στὶς ἁπανταχοῦ ἐκκλησίες νὰ ὁμολογοῦν καὶ κηρύσσουν τὴν διπλότητα, τόσο τῶν φύσεων, ὅσο καὶ τῶν ἐνεργειῶν καὶ θελήσεων. Κατεῖχε τότε τὸ προγονικὸ ἀξίωμα τῆς βασιλείας ὁ Κωνσταντίνος, ὁ ἀπόγονος τοῦ Ἡρακλείου, ποὺ καὶ κατὰ τὰ ἄλλα συνέπραττε μὲ τὴν σύνοδο καὶ τὸ ὀρθὸ φρόνημα τῆς Ἐκκλησίας ἐπρεσβευε. Αὐτὰ καὶ γιὰ τὴν ἕκτη οἰκουμενικὴ σύνοδο.

Σημειώσεις

12. Τὸ 681 στὴν Κωνσταντινούπολι. Κύριο θέμα ὁ Μονοθελητισμός.

13. Ἰω. 4, 6.

14. Ἰω. 9, 6.

15. Ἰω. 11,35.

16. Ματθ. 26, 39.

17. Ἰω. 17, 4 ἑ.



Ἡ ἑβδόμη Σύνοδος

23. Ἡ δὲ ἑβδόμη ἁγία οἰκουμενικὴ σύνοδος(18) ἀνέδειξε καὶ αὐτὴ κριτήριο τῆς εὐσέβειας τὴν Νίκαια, μητρόπολι τῆς Βιθυνίας καὶ παλαιὸ δικαστήριο τῶν ὀρθοδόξων δογμάτων ἀποτελέσθηκε ἀπὸ τριακόσιους ἑξήντα ἑπτὰ ἱεροὺς ἄνδρες, ταξιάρχους δὲ καὶ ἡγέτες τῆς ἱερῆς καὶ μεγάλης φάλαγγας εἶχε τὸν Ταράσιο τὸν περιβόητο μεταξὺ τῶν ἀρχιερέων τοῦ Θεοῦ (ποὺ ἦταν θεῖος καὶ πανάριστος ἄνδρας καὶ ἀξιότερος ἀπὸ κάθε ἄλλον νὰ διευθύνη τὸν ἱεραρχικὸ θρόνο τῆς βασιλίδος πόλεως), καθὼς καὶ τὸν εὐλαβέστατο πρωτοπρεσβύτερο τῆς ἁγίας Ἐκκλησίας τῆς Ρώμης Πέτρο, καὶ ἕνα ἄλλον Πέτρο, πρεσβύτερον καὶ αὐτὸν καὶ ἡγούμενον τῆς ἐκεῖ μονῆς τοῦ ἁγίου Σάβα, οἱ ὁποῖοι ἦσαν ἀντιπρόσωποι τῆς ἀποστολικῆς καθέδρας, τὴν ὁποία κατεῖχε ὁ Ἀδριανός• καὶ μαζὶ μὲ αὐτοὺς τὸν Ἰωάννη καὶ τὸν Θωμά, ἄνδρες περιωνύμους κατὰ τὴν μοναχικὴ διαγωγὴ καὶ λαμπροὺς κατὰ τὴν ἱερατικὴ τιμή, τοποτηρητὰς ὅλης τῆς διοικήσεως τῶν ἀποστολικῶν καὶ μεγάλων θρόνων καὶ ἐκπροσώπους τῶν ἀρχιερέων, δηλαδὴ τοῦ Ἀπολιναρίου καὶ τοῦ Θεοδωρήτου καὶ τοῦ Ἠλία, οἱ ὁποῖοι προΐστανται ἱεροπρεπῶς καὶ πανσόφως, ὁ πρῶτος τῆς Ἀλεξανδρείας, ὁ δεύτερος τῆς Ἀντιοχείας καὶ ὁ τρίτος τῶν Ἱεροσολύμων. Τότε ἐστολίζονταν μὲ τὴν αὐτοκρατορικὴ πορφύρα τοῦ κράτους τῶν Ρωμαίων ὁ Κωνσταντῖνος καὶ ἡ Εἰρήνη(19), κοσμούμενοι μὲ τὸν στέφανο τῆς ὀρθοδοξίας.

24. Αὐτὴ λοιπὸν ἡ ἱερὰ καὶ μεγάλη σύνοδος κατεδίκασε μία νεοφανῆ καὶ βάρβαρο αἵρεσι ποὺ εἰσήχθηκε ἀπὸ δυσσεβεῖς καὶ ἀνοσίους ἄνδρες μὲ κοινὴ θεόπνευστη ἀπόφασι, καὶ συγχρόνως ὑπέβαλε στὸ ἴδιο κρῖμα τοὺς εἰσηγητὰς καὶ προμάχους της. Πράγματι αὐτοὶ οἱ ἐλεεινοί, μὴ θέλοντας νὰ βλασφημοῦν τὸν Χριστό, τὸν ἀληθινό μας Θεό, μὲ τὰ λόγια, ἐπενόησαν μὲ τὰ ἔργα κάθε ὕβρι καὶ βλασφημία καὶ ἀσέλγεια• καὶ ἐνῶ δὲν ἐτόλμησαν νὰ δυσφημήσουν ἐκεῖνον ἀμέσως καὶ χωρὶς κανένα παραπέτασμα, ἐξεπλήρωσαν ὅλο τὸ θέλημα τῆς χριστομάχου γνώμης τους διὰ τῆς σεπτῆς εἰκόνας. Καθυβρίζοντας (τί τολμηρὴ καὶ ἄθεη γλώσσα, τί ἀπήχημα διανοίας!) τὴν προσκυνητὴ εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ ὡς εἴδωλο, αὐτὴν διὰ τῆς ὁποίας διώκεται ἡ πλάνη τῶν εἰδώλων, καὶ ὑποβάλλοντάς τὴν σὲ ὅλες τὶς ἀτιμίες, τὴν καταπατοῦσαν μὲ τὰ πόδια στὶς ἀγορὲς καὶ τὶς λεωφόρους, τὴν περιέφεραν, τὴν ἐπετοῦσαν στὴ φωτιά, θέαμα ἐλεεινὸ γιὰ τοὺς Χριστιανοὺς καὶ ἄξιο μόνο τῆς παγανικῆς χριστομαχίας. Τὶς ἴδιες ἀσέλγειες διέπρατταν καὶ ἐναντίον τῶν ἄλλων ἱερῶν εἰκονισμάτων μὲ πόδια γρήγορα μέχρι ἐκχύσεως αἵματος,(20) μὲ μολυσμένα χέρια καὶ βέβηλα χείλη, καὶ μὲ κανένα τρόπο οἱ κακοῦργοι δὲν ἐχόρταζαν τὴν μεγάλη μανία καὶ παραπληξία τους, ἀλλὰ ἐβδελύσσονταν μὲ μίσος τὰ ἱερὰ σύμβολα καὶ ἀποτυπώματα τῶν Χριστιανῶν, ὄχι λιγώτερο ἀπὸ τὰ παγανικὰ βδελύγματα, ἂν ὄχι περισσότερο. Μὲ αὐτὰ τὰ μέσα συγκρατοῦσαν σκληρῶς τὸν ἄσπονδο πόλεμο κατὰ τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν ἁγίων του. Διότι εἶναι φανερὸ σὲ ὅλους ὅτι ἡ τιμὴ πρὸς τὰ εἰκονίσματα γίνεται τιμὴ πρὸς τὰ εἰκονιζόμενα πρόσωπα, ὅπως καὶ ἡ ἀτιμία διαβαίνει πρὸς τὰ ἴδια τὰ εἰκονιζόμενα.

25. Ἀλλ' αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι, τὰ νέα γεννήματα τῶν χριστομάχων Ἰουδαίων, μὲ τὶς ὕβρεις των πρὸς τὴν σεπτὴ εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν ἁγίων ἀναπλήρωναν τὸ προγονικό τους ὑστέρημα(21), ἐπιδιδόμενοι στὰ τολμήματα τῶν Ἰουδαίων καὶ φιλοδοξώντας νὰ νικήσουν τοὺς γεννήτορες μὲ τὴν ὑπερβολὴ τῆς προθυμίας τους• μὲ τὴν ἀτολμία τους νὰ ἀπαρνηθοῦν τὸν Χριστὸ καὶ διὰ τῶν χειλέων ἔδειξαν ὅτι ἐξέπεφταν ἀπὸ ἐκεῖνον τὸν πατρικὸ Ἰουδαϊκὸ ζῆλο καὶ παρουσίαζαν νόθο αὐτή τους τὴν μίμησι καὶ ὅτι δὲν σταματοῦσαν πουθενά• σὰν ὑπνωτισμένοι ἀπὸ τὸ κακὸ τῆς αἱρέσεως ἐρρίπτονταν καὶ περιφέρονταν ἐδῶ κι ἐκεῖ. Πράγματι, ἐνῶ ὠνόμαζαν ἑαυτοὺς Χριστιανοὺς ἐφρυάσσονταν κατὰ τοῦ Χριστοῦ, κι' ἐνῶ δὲν ἐδέχονταν τὴν ὀνομασία τῶν Ἰουδαίων, διὰ τῆς εἰκονομαχίας ἁμιλλῶν καὶ ξεπερνοῦσαν τὴν χριστομαχία τους• κι ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλὰ καὶ ξεφεύγοντας ἀπὸ τὸ ὄνομα τῆς εἰδωλολατρείας δὲν ἐδείχθηκαν καθόλου ἀνεκτότεροι οὔτε πρὸς τοὺς Χριστιανοὺς προσωπικὰ οὔτε πρὸς τὰ θεῖα καὶ ἄχραντα μυστήρια τῶν Χριστιανῶν.

26. Γιὰ τοῦτον τὸ λόγο ἡ ἁγία οἰκουμενικὴ σύνοδος ἔπειτα ἀπὸ ἐξέτασι ὑπέβαλε στὰ ἄλυτα δεσμὰ τοῦ ἀναθέματος αὐτοὺς ποὺ δὲν θέλησαν ν' ἀποφύγουν τὴν ἀχρειότητα αὐτῆς τῆς μοιχαλίδος καὶ πολύσπορης καὶ συγκεχυμένης δοξασίας, ὡς νόθους καὶ ἐκφύλους γόνους τῆς εὐγενοῦς γενεᾶς τῶν πιστῶν. Τὴν δὲ εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, τοῦ ἀληθινοῦ μας Θεοῦ, ἐπεκύρωσε καὶ ἐπεσφράγισε παμψηφὶ κατὰ τὶς ἀνέκαθεν ἀποστολικὲς καὶ πατερικὲς παραδόσεις καὶ τὶς μαρτυρίες τῶν ἱερῶν λογίων, νὰ προσκυνῆται καὶ νὰ τιμᾶται πρὸς τιμὴ καὶ σεβασμὸ τοῦ εἰκονιζομένου προσώπου, μὲ τὴν ἔννοια ὅτι ἡ προσκύνησις καὶ τιμὴ προσάγεται μὲ τὸν τρόπο ποὺ τὴν προσφέραμε καὶ στοὺς ἄλλους ἱεροὺς τύπους καὶ στὰ σύμβολα τῆς ἁγιωτάτης λατρείας μας. Πράγματι δὲν σταματοῦμε σ' αὐτὰ καὶ δὲν περικλείομε σ' αὐτὰ τὴν τιμὴ καὶ τὴν προσκύνησι καὶ δὲν παρεκκλίνομε πρὸς ἑτεροειδεῖς καὶ διαφορετικοὺς σκοπούς, ἀλλὰ διὰ τοῦ σεβασμοῦ καὶ τῆς προσκυνήσεως αὐτῶν, ποὺ φαίνεται διασπαστικὴ καὶ μεριστή, ἀναγόμαστε ἱεροπρεπῶς καὶ ἀδιαιρέτως σ' ἐκείνη τὴν ἀμέριστη, ἑνοειδῆ καὶ ἑνοποιὸ θεότητα.

27. Ἔτσι προσκυνοῦμε τὸν τίμιο σταυρό, στὸν ὁποῖο ἁπλώθηκε τὸ δεσποτικὸ σῶμα καὶ ἀνέβλυσε τὸ καθαρτικὸ γιὰ τὸν κόσμο αἷμα, καὶ ἡ φύσις τοῦ ξύλου, ἀφοῦ ἐποτίσθηκε ἀπὸ τὰ ἐκεῖ ρεύματα, ἐβλάστησε ἀντὶ τοῦ θανάτου τὴν ἀγέραστη ζωή. Ἔτσι προσκυνοῦμε τὸν τύπο τοῦ σταυροῦ, διὰ τοῦ ὁποίου ἀποδιώκονται τὰ στίφη τῶν δαιμόνων καὶ θεραπεύονται ποικίλα πάθη, καθὼς ἡ χάρις καὶ δύναμις, ποὺ ἐνεργήθηκε μιὰ φορὰ πρωτοτύπως, προχωρεῖ καὶ ἕως τὰ ἀντίτυπα μὲ τὴν ἴδια ἐνέργεια. Ἑπομένως, καθιερώνοντας τὸ καθένα ἀπὸ αὐτὰ παρομοίως μὲ τὸν σεβασμὸ καὶ τὴν προσκύνησι, δηλαδὴ τὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, τὸν ἲδιο τὸν σταυρό, ἀλλὰ καὶ τὸ ἀντίτυπο τοῦ σταυροῦ, δὲν περικλείομε καὶ δὲν περιορίζομε σ' αὐτὰ τὴν τιμὴ καὶ τὸ σέβας, ἀλλὰ τὰ ἀποδίδομε σ' αὐτόν, ποὺ ἀπὸ ἄφθονη φιλανθρωπία ἐνανθρώπησε καὶ ὑπέστη ἑκουσίως ὑπὲρ ἠμῶν ἐπονείδιστο θάνατο. Ἔτσι ἐπίσης προσκυνοῦμε μὲ πίστι ναοὺς ἁγίων καὶ τάφους καὶ λείψανα ποὺ παρέχουν ἰάσεις στοὺς πιστοὺς ἀφθόνως, μεγαλύνοντας καὶ ἐγκωμιάζοντας τὸν Χριστό, τὸν Θεό μας ποὺ τοὺς ἔδοξασε• καὶ ὅ,τι κατὰ τὶς μυστικὲς ἅγιες τελετές μας τυχαίνει νὰ εἶναι παρόμοιο μὲ αὐτά, διὰ τῆς δωρεᾶς καὶ εὐεργεσίας ποὺ ἐνεργεῖται σ' αὐτό, ἀναγνωρίζομε καὶ δοξολογοῦμε τὸ ἀρχικὸ καὶ πρωτουργὸ αἲτιο.

28. Γι' αὐτὸ καὶ ἡ θεοφόρος καὶ ἁγία συνέλευσις τῶν μακαρίων ἐκείνων καὶ ἱερῶν ἀνδρῶν ἐνέκρινε καὶ ἐπεκύρωσε μὲ κοινὰ θεσπίσματα νὰ τιμοῦνται καὶ προσκυνοῦνται ὄχι μόνο ἡ εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, ὅπως εἴπαμε, ἀλλὰ ἐπίσης καὶ οἱ ἱερὲς εἰκόνες τῆς πανάχραντης καὶ ἀειπάρθενης δέσποινάς μας Θεοτόκου καὶ ὅλων τῶν ἁγίων κατὰ τὴν ἀναλογία τῆς ὑπεροχῆς καὶ σεβασμιότητος τῶν πρωτοτύπων. Διότι καὶ διὰ μέσου αὐτῶν ἀναγόμαστε σὲ κάποια ἑνοποιὸ καὶ συναγωγὸ θεωρία καὶ δι' αὐτῆς ἀξιωνόμαστε θείας καὶ ὑπερφυοῦς συναφείας πρὸς τὸ ἀκρότατο τῶν ἐπιθυμητῶν. Αὐτὰ τὰ θέματα ὥρισε σαφῶς καὶ θεαρέστως ἡ σύνοδος μὲ ἀποφάσεις της, ἐνῶ ἀπόδιωξε ἀπὸ τὸ λογικὸ ποίμνιο κάθε αἱρετικὴ νόσο καὶ κάθε ἀκαταστασία• ἔδειξε τὴν Ἐκκλησία νὰ ξαναπαίρνη τὸν διάκοσμο καὶ τὴν ὠμορφιά της, τὴν παρέστησε σὰν νύμφη στὰ δεξιά τοῦ νυμφίου Χριστοῦ, στολισμένην ὄχι μὲ χρυσαφένια κροσσωτά(22) ἀλλὰ μὲ ἱερὰ εἰκονίσματα καὶ τὴν ἔκαμε νὰ φαίνεται μὲ φωτεινὰ καὶ χαρούμενα μάτια καὶ νὰ σεμνύνεται ἀπὸ ὅλο τὸ πλήρωμα τῶν πιστῶν.

Σημειώσεις

18. Στὴν Νίκαια, τὸ 787. Κύριο θέμα ἡ Εἰκονομαχία.

19. Τὴν πρωτοβουλία εἶχε ἡ Εἰρήνη ἡ Ἀθηναία, ἐφ' ὅσον ὁ υἱὸς της Κωνσταντῖνος ἦταν ἀνήλικος. Ὁ πατριάρχης Ταράσιος ἦταν θεῖος τοῦ πατέρα τοῦ Φωτίου.

20. Ἡσ. 59, 7.

21. Ὁ Φώτιος θεωρεῖ τὴν εἰκονομαχία ὡς γέννημα Ἰουδαϊκοῦ φρονήματος.

22. Ψαλμ. 44,14




 http://www.myriobiblos.gr/






Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΧΡΙΣΤΟΣ ΕΤΕΧΘΗ

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ Αρχιμ. Γρηγορίου Κωνσταντίνου Δρ. Θεολογίας

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ