Η ΚΟΙΜΗΣΙΣ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ

Η Κοίμησις της Θεοτόκου



Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής

Tώρα με την Χάριν της θα ομιλήσωμε περί της εξόδου και της Μεταστάσεως αυτής από τον παρόντα κόσμον εις την αιώνιον Βασιλείαν του Υιού της.
Είναι όντως φαιδρά και χαρμόσυνος για την ακοήν των φιλοθέων η τοιαύτη διήγησις.

Όταν, λοιπόν, ο Χριστός, ο Θεός μας, ευδόκησε να μεταθέση την παναγίαν και πανάμωμον μητέρα του από τον κόσμον αυτόν εις την Βασιλείαν του, προκειμένου να λάβη τον άφθαρτον στέφανον των υπερφυών αγώνων και αρετών της, να την τοποθετήση θεομητροπρεπώς «εκ δεξιών του, περιβεβλημένην με πορφύραν και πεποικιλμένην εν ιματισμώ διαχρύσω» (Ψαλμ. μδ΄, 12) και να την ανακηρύξη Βασίλισσαν πάντων των κτισμάτων, οδηγών αυτήν εις το εσώτερον του καταπετάσματος και εγκαθιστών εις τα επουράνια Άγια των Αγίων, της εγνωστοποίησε εκ των προτέρων την ένδοξον αυτής μετάστασιν.

Απέστειλε πάλιν εις αυτήν τον αρχάγγελον Γαβριήλ για να της αναγγείλη την ένδοξον εκδημίαν της, καθώς άλλοτε την θαυμαστήν αυτής σύλληψιν.

Την επεσκέφθη λοιπόν ο αρχάγγελος και της επέδωσε ένα κλάδον φοίνικος, σύμβολον της νίκης, το οποίον είχε άλλοτε χρησιμοποιήσει ο λαός υποδεχόμενος εις την Ιερουσαλήμ τον Υιόν της, τον νικητήν του θανάτου και εξολοθρευτήν του Άδου.

Ομοίως και τώρα ο Γαβριήλ δίδει αυτόν τον κλάδον εις την Παρθένον, ως σύμβολον της νίκης κατά πάντων των δεινών και της καταλύσεως του θανάτου, λέγοντας·
«Ο Κύριος και Υιός σου σε προσκαλεί: Έφθασε η ώρα να έλθης πλησίον μου, ω καλή μήτερ μου
 ( Ασμ. ασμ. β΄, 10 και 13).

Για τούτο με απέστειλε πάλι να σου ανακοινώσω, ω «ευλογημένη εν γυναιξί», ότι σήμερα θα ευφράνης, ω Κεχαριτωμένη, τις ουράνιες στρατιές με την άνοδόν σου και θα λαμπρύνης περισσότερον τις ψυχές των αγίων, καθώς έπλησες ευφροσύνης τους ευρισκομένους εις την γην. Αγάλλου και συ μαζί τους καθώς άλλοτε το είχες φανερώσει, διότι από τώρα θα σε μακαρίζουν εις τους αιώνας όλα τα λογικά κτίσματα, «πάσαι αι γενεαί». «Χαίρε, κεχαριτωμένη, ο Κύριος μετά σου».

Οι προσευχές και οι ικεσίες σου ανέβησαν εις τον ουρανόν, προς τον Υιόν σου, όθεν κατά το αίτημά σου σε προστάζει να αφήσης τον κόσμον αυτόν και να ανέλθης εις τα ουράνια σκηνώματα για να είσαι αιωνίως μαζί του, εις την αληθινήν και αιωνίαν ζωήν».

Καθώς ήκουσε η αγία Θεοτόκος τους λόγους τούτους επλήσθη χαράς και έδωσε εις τον άγγελον την ιδίαν, όπως και παλαιά, απόκρισιν: «Ιδού η δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι —και τώρα— κατά το ρήμα σου⋅ και απήλθεν απ’ αυτής ο άγγελος» (Λουκ. α΄, 38).

Τότε η υπερευλογημένη και ένδοξος Θεοτόκος Μαρία ηγέρθη και αγαλλομένη επορεύθη εις το όρος των Ελαιών για να απευθύνη προς τον Κύριον εν ησυχία τις ευχαριστίες και τα αιτήματά της γι’ αυτήν την ιδίαν και για τον κόσμον όλον.

Όταν ανέβη εις το όρος, ύψωσε τα χέρια και προσέφερε την λογικήν λατρείαν εις τον Υιόν της, τις δεήσεις και τις ευχαριστίες της. Συνέβη τότε ένα μέγα θαύμα, το οποίον γνωρίζουν εκείνοι που ηξιώθησαν της τοιαύτης εμπειρίας και δι’ αυτών έφθασε έως εμάς.

Ενώ, δηλαδή, προσηύχετο και παρακαλούσε τον Κύριον μέσα εις μίαν πραγματικήν μυσταγωγίαν, όλα τα εκεί ευρισκόμενα δένδρα έκλιναν προς την γην και την προσεκύνησαν.
 Όταν ετελείωσε την ικεσίαν και την ευχαριστίαν της, πλημμυρισμένη όλη από Θεόν επέστρεψε εις την Σιών.

Ευθύς αμέσως ο Κύριος απέστειλε επί νεφέλης τον ευαγγελιστήν και Θεολόγον Ιωάννην, καθ’ ότι η αγία Παρθένος είχε μεγάλην επιθυμίαν να τον ιδή, δεδομένου ότι ο Κύριος τους είχε συνδέσει δι’ υιοθεσίας. 
Η εξ όλων των γυναικών υπερευλογημένη καθώς τον είδε εχάρη ακόμη περισσότερον και εζήτησε να προσευχηθούν.

Μετά την ευχήν η αγία και αειπάρθενος Βασίλισσα ανεκοίνωσε εις τον Ιωάννην και εις τις εκεί παρευρισκόμενες παρθένους το νέον μήνυμα του αρχαγγέλου που αφορούσε την μετάθεσίν της και τους έδειξε τον κλάδον του φοίνικος τον οποίον παρέλαβε από αυτόν.

Παρήγγειλε να ετοιμάσουν τον οίκον της, να ανάψουν λαμπάδες και να θυμιάσουν, διότι τον είχε ήδη διακοσμήσει ως άλλον νυμφικόν θάλαμον εις τον οποίον θα υπεδέχετο τον αθάνατον Νυμφίον, τον παντευλόγητον Υιόν της, τον οποίον προσδοκούσε με μίαν ακατάσχετον ελπίδα.
 Όταν όλα ετακτοποιήθησαν, εγνωστοποίησε εις τους συνοδούς και τους γνωστούς της το επικείμενον μυστήριον της Μεταστάσεώς της και εκείνοι αμέσως την περιεκύκλωσαν κλαίοντας και θρηνώντας για τον αποχωρισμόν τους, καθ’ ότι μετά Θεόν αυτήν είχαν ελπίδα και βοήθειαν.

Η αδελφή τους όμως, η Θεομήτωρ και Βασίλισσα, τους παρηγορούσε έναν έναν χωριστά και όλους μαζί και τους απηύθηνε ένα συγκινητικόν χαιρετισμόν λέγουσα: 
«Χαίρετε, τέκνα μου ευλογημένα και μη κάμετε την μετάστασίν μου αφορμήν θρήνου, αλλά πλησθήτε αγαλλιάσεως, διότι έρχεται η αιώνιος ευφροσύνη, ο Κύριός μου και Υιός μου και η Χάρις και το έλεός του θα είναι πάντοτε μαζί σας».

Εκοίταξε έπειτα τον ευαγγελιστήν Ιωάννην και του είπε να δώση την εσθήτα και το μαφόριόν της εις τις δύο χήρες οι οποίες την υπηρετούσαν. 
Εν συνεχεία τους εφανέρωσε τα μυστήρια της εκδημίας της και της επ’ ευκαιρία αυτής θείας επισκέψεως, καθώς και την σημασίαν του κάθε γεγονότος. 
Έπειτα εκανόνισε τα της κηδείας και τους παρήγγειλε πως να την μυρώσουν καθώς και που να θάψουν το πανάσπιλον σώμα της.

 Μετά ταύτα η ένδοξος Θεομήτωρ ανεκλίθη εις ένα κράββατον, την κλίνην εκείνην την οποίαν καθ’ εκάστην νύκτα έλουζε με τα δάκρυα των οφθαλμών της από αγάπην προς τον Υιόν της Ιησούν Χριστόν και την ελάμπρυνε με τις προσευχές και τις δεήσεις αυτής. 
Κατόπιν εζήτησε και πάλιν να ανάψουν τις λαμπάδες. 
Οι δε εκεί συγκεντρωμένοι πιστοί, αισθανόμενοι ότι εγγίζει η ώρα της εκδημίας της μητρός αυτών Παναγίας Παρθένου, εξέσπασαν εις λυγμούς.

Έπεσαν εις το έδαφος και την ικέτευαν να μη τους αφήση ορφανούς. Εάν όμως ήταν αναπόφευκτος η αναχώρησίς της από τον κόσμον αυτόν, να τους συνοδεύη εις το εξής με την Χάριν και τις πρεσβείες της. 
Η αγία Θεοτόκος ήνοιξε τότε το αμόλυντον και καθαρώτατον στόμα της και τους είπε: 
«Η ευδοκία του Υιού και Θεού μου επ’ εμέ⋅ «ούτός μου Θεός και δοξάσω αυτόν⋅ Θεός του Πατρός μου και υψώσω αυτόν» ( Εξοδ. ιε΄, 2). 
Αυτός είναι ο Υιός μου, ο οποίος κατά σάρκα εγεννήθη από εμέ, όμως πατήρ αυτού είναι ο Θεός, ο και της μητρός αυτού δημιουργός. 
Για τούτο ποθώ να πορευθώ προς αυτόν, ο οποίος χορηγεί εις πάντας το είναι και την ζωήν.

Παρ’ όλον δε που θα υπάγω εκεί πλησίον του, δεν θα παύσω να παρακαλώ και να πρεσβεύω υπέρ υμών και υπέρ πάντων των χριστιανών και του κόσμου παντός, ούτως ώστε ο φιλάνθρωπος Κτίστης, κατά το μέγα έλεός του, να ευσπλαγχνίζεται όλους τους πιστούς, να τους ενισχύη και να τους καθοδηγή εις τον δρόμον της αληθινής ζωής· να μεταστρέφη τους απίστους και να τους συμπεριλάβη όλους εις μίαν ποίμνην ( Ιωάν., ι΄16), καθ’ ότι ως καλός Ποιμήν έδωσε την ψυχήν αυτού υπέρ των προβάτων του, γνωρίζει δε τα ιδικά του και αναγνωρίζεται από αυτά».

 Και καθώς η υπερευλογημένη μήτηρ του Χριστού τοιουτοτρόπως ωμιλούσε και συγχρόνως τους ευλογούσε, ηκούσθη αίφνης δυνατή βροντή και ενεφανίσθη μία νεφέλη φερομένη από γαλήνιαν αύρα. Από την μεγαλειώδη αυτήν νεφέλην, ήρχισαν να πίπτουν εις την γην ως σταγόνες μυριπνόου δρόσου οι άγιοι ένδοξοι μαθηταί και Απόστολοι του Σωτήρος Χριστού, συνερχόμενοι «επί το αυτό» από τα πέρατα της οικουμένης εις την αυλήν της Παναγίας Παρθένου και Θεοτόκου Μαρίας. Αμέσως ο ευαγγελιστής και Θεολόγος Ιωάννης, αφού τους υπεδέχθη και ήρεμα τους εχαιρέτισε, τους ωδήγησε ενώπιον της υπεραγίας και μακαρίας Παρθένου.

Δεν ήλθαν μόνον οι δώδεκα, αλλά και αρκετοί από τους πολυάριθμους μαθητάς των οι οποίοι είχαν επιλεγή και αξιωθή της αποστολικής διαδοχής, όπως μας το δηλώνει ο μέγας Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης εις την προς Τιμόθεον επιστολήν του.

Λέγει, δηλαδή, ότι αυτός ο ίδιος ο Διονύσιος μαζί με τον Τιμόθεον, τον Ιερόθεον και άλλους ομοψύχους των έφθασαν εκεί με τους Αποστόλους για την εκδημίαν της Βασιλίσσης. 
Εισήλθαν, λοιπόν, και παρέστησαν ενώπιόν της και την προσεκύνησαν μετά δέους και άκρας ευλαβείας. 
Η δε μακαρία και Παναγία Παρθένος τους ευλόγησε και τους ανήγγειλε την αναχώρησίν της από τον κόσμον αυτόν.

 Τους διηγήθη επίσης περί του ευαγγελισμού της κοιμήσεώς της εκ μέρους του αρχαγγέλου, και αφού τους έδειξε το επινίκιον σύμβολον της Μεταστάσεώς της, τον κλάδον δηλαδή του φοίνικος τον οποίον της έδωσε ο αρχηγός των αγγέλων, τους επαρηγόρησε και πάλι τους ευλόγησε, ενισχύουσα και στηρίζουσα αυτούς εις την ολοκλήρωσιν του ευαγγελικού κηρύγματος.

Απεχαιρέτισε τον Πέτρον και τον Παύλον καθώς και όλους τους λοιπούς, λέγοντας προς αυτούς: «Χαίρετε τέκνα, φίλοι και μαθηταί του υιού και Θεού μου. Είσθε μακάριοι, που έχετε κριθή άξιοι να γίνετε μαθηταί του ευλογητού και ενδόξου Κυρίου και Δεσπότου, ο οποίος σας ενεπιστεύθη την διακονίαν τοιούτων μεγίστων μυστηρίων και σας εξέλεξε συμμετόχους των διωγμών και των Παθών αυτού, για να σας αξιώση να γίνετε κοινωνοί και της δόξης και Βασιλείας του όπως σας το υπεσχέθη και το οικονόμησε ο ίδιος, ο Βασιλεύς της δόξης».

Τους εξέθεσε δε μίαν τοιαύτην ευλογημένην διδασκαλίαν ανάλογον του ύψους της δόξης της και αφού ώρισε τις τελευταίες λεπτομέρειες σχετικώς με την κηδείαν και την ταφήν της, ύψωσε τα χέρια εις τον ουρανόν και ήρχισε να ευχαριστή τον Κύριον ως εξής:

<<Ευλογώ σε, τον Βασιλέα του παντός και μονογενή Υιόν του ανάρχου Πατρός, τον αληθινόν Θεόν εκ Θεού αληθινού, διότι ευδόκησες, ευαρεστών τον Πατέρα δι’ άφατον φιλανθρωπίαν να σαρκωθής από εμέ την δούλην σου με την συνδρομήν του Αγίου Πνεύματος.

<<Ευλογώ σε, τον χορηγόν κάθε ευλογίας και φωτοπάροχον, τον αίτιον παντός αγαθού και ειρηνάρχην, που μας εχάρισες την επίγνωσίν σου και του ανάρχου Πατρός και του συναιδίου και ζωοποιού Πνεύματος.

<<Ευλογώ σε, για το ότι ευηρεστήθης να κατοικήσης εις την κοιλίαν μου ανεκλαλήτως.

<<Ευλογώ σε, διότι ηγάπησες την ανθρωπίνην φύσιν, μέχρι του σημείου να υπομείνης προς χάριν μας τον Σταυρόν και τον θάνατον, και με την Ανάστασίν σου να αναστήσης την φυ- σιν μας από τα έγκατα του Άδου, να την αναβιβάσης εις τον ουρανόν και να την δοξάσης με δόξαν ασύλληπτον.

<<Ευλογώ σε και μεγαλύνω τους λόγους σου, τους οποίους μας παρέδωσες εν πάση αληθεία και πιστεύω εις την εκπλήρωσιν όλων των προς εμέ επαγγελιών σου».

Όταν η αγία και υπερευλογημένη Θεοτόκος ετελείωσε τον αίνον και την προσευχήν της, οι άγιοι Απόστολοι, κινούμενοι υπό του Αγίου Πνεύματος, ήρχισαν να ομιλούν, να ανυμνούν και να δοξολογούν, ο καθείς αναλόγως της ικανότητός του και του θείου φωτισμού.

Εγκωμίασαν και ανύμνησαν την απροσμέτρητον γενναιοδωρίαν της θείας κυριαρχίας και με την θαυμαστήν θεολογίαν τους εύφραναν την καρδίαν της υπερενδόξου Θεομήτορος, καθώς μας παρέδωσε ο προαναφερθείς άγιος Διονύσιος εις το κεφάλαιον όπου καταδεικνύει την δύναμιν των ευχών και της θεολογίας που εξέφρασε πανευλαβώς ο μακάριος Ιερόθεος [Εις το Περί θείων ονομάτων: «Τις η της ευχής δύναμις και περί του μακαρίου Ιεροθέου και περί ευλαβεί- ας και συγγραφής θεολογικής», Ρ.G. 3, 681D].

 Συγκεκριμένα, εις το οικείον κεφάλαιον του λόγου του προς τον Τιμόθεον, αναφέρει περί της συναθροίσεως των αγίων Αποστόλων κατά την εκδημίαν της υπεραγίας Θεοτόκου, καθώς και περί του τρόπου με τον οποίον ο καθείς, εμπνεόμενος από το Άγιον Πνεύμα, διετράνωσε διά λόγων αινέσεως την δόξαν της απειροδυνάμου θείας εξουσίας και την φιλανθρωπίαν του Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, ο οποίος ευδόκησε να κατέλθη εις την γην χωρίς να χωρισθή από τους πατρικούς κόλπους και να σαρκωθή από την πανάμωμον Παρθένον.

Έκλινε τους ουρανούς και κατέβη, επειδή ηύρε την Παναγίαν και υπερένδοξον Μαριάμ υπήκοον και υψηλοτέραν πάσης της κτίσεως· ευδόκησε να κατοικήση εντός της, ενεδύθη από αυτήν την ανθρωπίνην φύσιν και τοιουτοτρόπως ηλέησε και έσωσε το ανθρώπινον γένος με την μεγαλειώδη και ανέκφραστον Οικονομίαν του και το εδόξασε, πλουτίζων αυτό με την Χάριν του ένεκα της ανυπερβλήτου ευσπλαγχνίας και μακροθυμίας του.

Μετά ταύτα η αγία Παρθένος τους ευλόγησε για μίαν ακόμη φοράν και η καρδία της επλήσθη θείας παρηγορίας. 
Και ιδού, έλαβε χώραν η μεγαλειώδης και θαυμαστή άφιξις Χριστού του υιού και Θεού αυτής, συνοδευομένου από αναρίθμητες στρατιές αγγέλων και αρχαγγέλων, καθώς και από άλλα τάγματα, Σεραφίμ, Χερουβίμ και Θρόνους⋅ όλοι οι άγγελοι παρίσταντο ενώπιον του Κυρίου μετά φόβου, καθ’ όσον «όπου βασιλέως παρουσία, και η τάξις παραγίγνεται».

Η υπεραγία Θεοτόκος εγνώριζε όλα αυτά εκ των προτέρων, τα προσδοκούσε με ακράδαντον ελπίδα· για τούτο έλεγε: «πιστεύω ότι όλες οι προς εμέ υποσχέσεις σου θα πραγματοποιηθούν».

Ακολούθως είδαν και οι άγιοι Απόστολοι εμφανώς, είδαν έκπληκτοι την θεικήν του δόξαν, ο καθείς βέβαια αναλόγως της δυνατότητος αυτού. 
Η παρούσα έλευσις του Κυρίου ήταν μεγαλοπρεπεστέρα και φοβερωτέρα της πρώτης, καθ’ ότι τώρα ενεφανίσθη λαμπρότερος της αστραπής, αλλά και της επί του Θαβώρ Μεταμορφώσεώς του, εις την οποίαν δεν έδειξε παρά την φυσικήν του δόξαν, διότι μετά την Ανάληψιν ο Χριστός είναι απρόσιτος και αόρατος.

Ενώπιον τοιούτου μυστηρίου «οι μαθηταί έπεσον επί πρόσωπον αυτών και εφοβήθησαν σφόδρα, γενόμενοι ωσεί νεκροί» (Ματθ. ιε΄, 6). Τότε ο Κύριος τους είπε: «Ειρήνη υμίν», όπως παλαιά, όταν «εισήλθε των θυρών κεκλεισμένων, όπου ήσαν οι μαθηταί συνηγμένοι διά τον φόβον των Ιουδαίων» ( Ιωάν. κ΄, 21, 19) εις τον ίδιον αυτόν οίκον του Ιωάννου.

Κάτι παρόμοιον συνέβη και τώρα, εις την Κοίμησιν της μητρός του Αναστάντος.
 Όταν οι Απόστολοι ήκουσαν την γλυκυτάτην και παμπόθητον φωνήν αυτού, ανεζωογονήθησαν και ενισχύθησαν ψυχικώς και σωματικώς και έμειναν να θεωρούν με δέος το υπέρλαμπρον κάλλος και την Θείαν αίγλην του Προσώπου του.

Ως εκ τούτου, η παναγία και άμωμος και ευλογημένη Θεοτόκος επλήσθη χαράς και το πρόσωπον αυτής κατηυγάσθη με θείαν φωτοφάνειαν. Αλλά και εκείνη, βλέπουσα μετ’ ευλάβειας και φόβου την δόξαν και την λαμπρότητα που ακτινοβολούσε ο υιός και Βασιλεύς της Ιησούς Χριστός, εμεγάλυνε ακόμη περισσότερον την θεότητά του και προσηύχετο υπέρ των Αποστόλων και πάντων των παρόντων.

 Τις ύστατες αυτές στιγμές εμεσίτευσε υπέρ των απανταχού ευρισκομένων πιστών, παρεκάλεσε υπέρ του κόσμου παντός και υπέρ πάσης ψυχής επικαλουμένης το όνομα του Κυρίου και της μητρός αυτού, εζήτησε δε όπου μνημονεύονται τα δύο αυτά ονόματα να εκχέεται πλούσια η θεία ευλογία.

Τότε η αγία Παρθένος Μαρία κοιτάζοντας και πάλιν προς τον Υιόν της τον αντίκρυσε με δόξαν τοιαύτην ώστε ουδεμία γλώσσα ανθρωπίνη να είναι εις θέσιν να την εκφράση. 
Και είπεν: «Ευλόγησόν με, Κύριε, με την δεξιάν σου και ευλόγησον όλους όσους σε δοξάζουν και μνημονεύουν το όνομά μου κάθε φοράν που προσφέρουν εις σε την προσευχήν και δέησίν των».

Ο Κύριος τότε εξέτεινε την δεξιάν του, ευλόγησε την μητέρα του και της είπε: 
«Μακαρία συ, αγαλλιάσθω η καρδία σου Μαρία, ευλογημένη εν γυναιξί, διότι το πλήρωμα της Χάριτος και όλες οι δωρεές σου εδόθησαν από τον Πατέρα μου τον ουράνιον· και κάθε ψυχή η οποία θα επικαλείται το όνομά μου μετ’ ευλαβείας δεν θα παραβλεφθή αλλά θα εύρη έλεος και παρηγορίαν εις την παρούσαν ζωήν και εις τον μέλλοντα αιώνα.

Συ δε, πορεύου εν ειρήνη και χαρά εις τα αιώνια σκηνώματα, εις τους απέραντους θησαυρούς του Πατρός μου, για να θεωρής την δόξαν μου και να ευφραίνεσαι με την Χάριν του Αγίου Πνεύματος».

Αμέσως δε, δι’ εντολής του Κυρίου οι άγγελοι ήρχισαν να ψάλλουν ένα γλυκύτατον ύμνον με φωνήν ζωηράν και θελκτικωτάτην, ενώ οι άγιοι Απόστολοι έκλιναν ευλαβώς τις κεφαλές των ενώπιον της αγιοπνευματικής μυσταγωγίας και αφιέρωσαν με την σειράν τους εις την Παρθένον μίαν υμνωδίαν αγγελομίμητον.


Και εις αυτό το κλίμα η Παναγία μήτηρ του Κυρίου παρέδωσε την μακαρίαν και αμόλυντον ψυχήν αυτής εις τον Βασιλέα και υιόν της και εκοιμήθη ύπνον γλυκύν και εράσμιον. Όπως εις τον απόρρητον τοκετόν της εγέννησε ανωδύνως τον Κύριον Ιησούν, τοιουτοτρόπως έμεινε ανέπαφος από τους επιθανάτιους πόνους και κατά την κοίμησίν της, καθ’ ότι ο Βασιλεύς και Δημιουργός κάθε κτιστής φύσεως, αυτός ο ίδιος είναι που τότε και τώρα μετέτρεψε τους φυσικούς νόμους.

Οι στρατιές των αγγέλων ύψωσαν με θαυμασμόν τα αόρατα χέρια τους καθώς διήρχετο η παναγία αυτής ψυχή. Ο οίκος της Σιών, καθώς και όλη η περιοχή, επλήσθη από μίαν άρρητον ευωδίαν.

Επάνω δε από το πανάχραντον σώμα της επλανάτο μία φωτεινή ύπαρξις αόρατος από τους αισθητούς οφθαλμούς. Τοιουτοτρόπως ο Διδάσκαλος και οι μαθηταί, τα ουράνια και τα επίγεια, συνώδευσαν από κοινού την αγίαν Παρθένον.

Και ο μεν ευλογητός Κύριος και ένδοξος Δεσπότης του παντός εισήγαγε την αγίαν ψυχήν της παναχράντου αυτού μητρός εις τους ουρανούς, οι δε μαθηταί απέθεσαν το πανάσπιλον σώμα της εις την γην, για να το αλείψουν με αρώματα και κατόπιν να το μεταφέρουν όπου θα επιθυμούσε εκείνη· από εκεί έμελλε μετ’ ολίγον να μεταστή εις τον Παράδεισον η οπουδήποτε ηθέλησε ο υιός και Θεός της.
  Από το βιβλίο:

Ο Βίος της υπερευλογημένης Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας,

Ιερόν Κελλίον Αγίου Νικολάου “Μπουραζέρη”, Άγιον Όρος, 2010.






Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Η ΕΠΑΝΑΚΟΜΙΔΗ ΤΟΥ ΣΕΠΤΟΥ ΣΚΗΝΩΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΣΑΒΒΑ

ΧΡΙΣΤΟΣ ΕΤΕΧΘΗ

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ Αρχιμ. Γρηγορίου Κωνσταντίνου Δρ. Θεολογίας