ΘΑΥΜΑΤΑ ΑΓΙΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
ΘΑΥΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
1. Ένα από τα πολλά θαύματα του μεγαλομάρτυρος αγίου Δημητρίου είναι το γεγονός ότι ήταν στρατηγός της Θεσσαλονίκης, όχι μόνον κατά τη διάρκεια της ζωής του, αλλά και μετά από την κοίμησή του.
Πολλοί άνθρωποι αισθάνθηκαν – και μέχρι σήμερα αισθάνονται! – την παρουσία του στη Θεσσαλονίκη, ιδίως σε καιρούς μεγάλων δοκιμασιών και συμφορών. Ο άγιος προστατεύει εμφανώς την πόλη, αποσοβεί καταστροφές, απωθεί επίδοξους εισβολείς και συντρέχει όλους, όσοι επικαλούνται το όνομά του.
Ιδού ένα θαυμάσιο παράδειγμα της ασυνήθιστης παρέμβασής του σε ανθρώπους εν ανάγκαις:
Κάποτε επιτέθηκαν στην πόλη οι βάρβαροι, αλλά δεν κατάφεραν να την εκπορθήσουν. Εξοργισμένοι τότε ξεχύθηκαν και λεηλάτησαν τους οικισμούς της υπαίθρου και, μεταξύ άλλων, συνέλαβαν αιχμάλωτες δύο όμορφες κόρες τις οποίες προσέφεραν ως λάφυρο στον αρχηγό τους.
Οι κοπέλες αυτές έτυχε να γνωρίζουν καλά την τέχνη του κεντήματος. Βλέποντας ο αρχηγός τα κεντήματά τους, είπε: «Μαθαίνω ότι υπάρχει ένας μεγάλος θεός στην περιοχή σας, ο Δημήτριος· λένε ότι κάνει μεγάλα θαύματα. Να κεντήσετε σ’ αυτό το ύφασμα το πρόσωπό του!». Οι κοπέλες του είπαν ότι ο άγιος Δημήτριος δεν είναι Θεός, άλλα ο υπηρέτης του Θεού και υπερασπιστής των χριστιανών. Στην αρχή αρνήθηκαν να κεντήσουν το πρόσωπο του αγίου· όταν όμως ο αρχηγός τις απείλησε με θάνατο, εκτέλεσαν τη διαταγή του, ολοκληρώνοντας μάλιστα το χειροτέχνημά τους την ημέρα μνήμης του αγίου Δημητρίου.
Την παραμονή της εορτής κοίταξαν το κέντημα οδυρόμενες. Έκλαιγαν, επειδή έπρεπε να περάσουν αυτή τη μεγάλη ημέρα σκλαβωμένες κι επειδή ήταν αναγκασμένες να παραδώσουν την κεντημένη εικόνα του αγαπημένου τους αγίου σ’ έναν ασεβή βάρβαρο. Προσεύχονταν θερμά στον άγιο Δημήτριο να τις συγχωρήσει.
Τότε εμφανίστηκε σ’ αυτές, έφιππος, ο ίδιος ο άγιος με το άλογό του και τις πήρε μαζί του, όπως άλλοτε ένας άγγελος ήρθε και άρπαξε τον προφήτη Αββακούμ. Τις έφερε στη Θεσσαλονίκη και τις έβαλε μέσα στην εκκλησία του. Εκείνη τη στιγμή τελείτο μια μεγαλοπρεπέστατη ολονύκτια αγρυπνία και πλήθη Θεσσαλονικέων είχαν συρρεύσει εκεί.
Όταν έμαθαν για τη θαυματουργική διάσωση των πιστών κοριτσιών, όλοι σύσσωμοι δόξαζαν και ανυμνούσαν τον Θεό και τον άγιο Δημήτριο, τον ένδοξο στρατηγό και υπηρέτη του Υψίστου.
2. Το γεγονός ότι οι άγιοι του Θεού ζουν περιβεβλημένοι δόξα μεγάλη και κλέος εν τοις ουρανοίς, το γνωρίζουν οι Ορθόδοξοι χριστιανοί, όχι απλώς με τη λογική τους, αλλά με την αληθινή βοήθεια των αγίων και τις επισκέψεις τους σε ανθρώπους. Πράγματι, οι άγιοι εμφανίζονται κατά περιόδους ώστε οι άνθρωποι να τους δουν και να τους ακούσουν κατά καιρούς, μόνον για να τους δουν ή να τους ακούσουν άλλοτε πάλι, χωρίς να γίνονται ορατοί ούτε ακουστοί, επηρεάζουν τις σκέψεις μας, τις διαθέσεις και τις ενέργειες μας.
Ανάμεσα στα πολλά θαύματα του αγίου Δημητρίου αναφέρεται και το εξής: κάποιος νέος άνδρας ονόματι Ονησιφόρος είχε διοριστεί νεωκόρος στην εκκλησία του αγίου Δημητρίου, στη Θεσσαλονίκη.
Βασικό του καθήκον ήταν να φροντίζει για τα κεριά και τις λαμπάδες. Αυτός όμως άρχισε να κλέβει κεριά, να τα παίρνει στο σπίτι του και υστέρα να τα μεταπωλεί. Του εμφανίστηκε ο ίδιος ο άγιος Δημήτριος και του μίλησε: «Αδελφέ Ονησιφόρε, δεν είναι ευάρεστη σ’ εμένα η ενέργειά σου να κλέβεις τα κεριά. Με αυτή τήν πράξη βλάπτεις άλλους και κυρίως τον εαυτό σου. Σταμάτησέ την και μετανόησε!».
Ο Ονησιφόρος φοβήθηκε, ντράπηκε και πράγματι, για κάποιο διάστημα, σταμάτησε να κλέβει κεριά. Ύστερα όμως από λίγο ξεχάστηκε και ξανάρχισε να κλέβει. Κάποιο πρωί ήρθε ένας επιφανής άνδρας και έφερε μερικά μεγάλα κεριά στον τάφο του αγίου Δημητρίου, τα άναψε, προσευχήθηκε και μετά έφυγε. Ο Ονησιφόρος πλησίασε στα κεριά και άπλωσε το χέρι του με πρόθεση να τα πάρει· εκείνη ακριβώς τη στιγμή ακούστηκε μια φωνή βροντερή, σαν κεραυνός: «Κάνεις τα ίδια πάλι:». Σαν κεραυνόπληκτος ο Ονησιφόρος σωριάστηκε καταγής κι έμεινε αναίσθητος. Αργότερα ήλθε στην εκκλησία ένας προσκυνητής και τον βρήκε έτσι: τον σήκωσε απ’ το δάπεδο και αφού ξαναβρήκε τις αισθήσεις του σιγά-σιγά, ο νεωκόρος διηγήθηκε όλα όσα του είχαν συμβεί. Οι πάντες έμειναν κατάπληκτοι και δόξασαν τον Θεό!
(Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, «Ο Πρόλογος της Αχρίδος»-Οκτώβριος, εκδ. Άθως»
3) Ο άγιος Δημήτριος και ο ασκητής
Κάποιος ασκητής που κατοικούσε στο όρος Χολομώντα, όταν άκουσε πως ο Άγιος Δημήτριος αναβλύζει μύρο άφθονο από τον τάφο, δεν το πίστευε. Συλλογιζόταν πως στο μέρος εκείνο υπάρχουν και άλλοι Άγιοι οι οποίοι υπέμειναν περισσότερα μαρτύρια για το όνομα του Χριστού, όμως δεν ανέβλυσαν μύρο, και αυτός για ποιο μαρτύριο δοξάσθηκε τόσον από τον Θεόν; Ο Θεός λοιπόν, θέλησε να τον βεβαιώσει, ότι η μυροβλυσία είναι αλήθεια.
Μια νύχτα αφού τελείωσε ο ασκητής την ακολουθία του, έπεσε να κοιμηθεί και φάνηκε σε αυτόν σαν να βρέθηκε στην Θεσσαλονίκη, μέσα στην Εκκλησία του Αγίου Δημητρίου, και εκεί μπροστά του βλέπει τον άνθρωπο ο οποίος κρατούσε τα κλειδιά του τάφου του Αγίου, προς τον οποίο είπε: «Άνοιξε μου να προσκυνήσω».
Του άνοιξε και μπήκε μέσα στο κουβούκλιο να προσκυνήσει, οπότε είδε ότι όλος ο τάφος ήταν βρεγμένος από μύρο και ευωδίαζε και είπε προς τον φύλακα του τάφου:«Σε παρακαλώ, έλα να σκάψουμε εδώ να δούμε από που έρχεται το μύρο».
Του φάνηκε ότι έφεραν τα εργαλεία και άρχισαν να σκάβουν και βρήκαν ένα μεγάλο μάρμαρο, το οποίο σήκωσαν με πολύ κόπο και αμέσως φάνηκε το σώμα του Αγίου φωτεινό, από το οποίο ανέβλυζε μύρο άφθονο που χυνόταν από τις οπές, τις οποίες άνοιξαν στο σώμα του Μάρτυρος οι λόγχες των δημίων.
Ο ασκητής από τον τρόμο του, φοβούμενος να μην πνιγεί, φώναξε δυνατά: «Άγιε Δημήτριε βοήθησε με». Μετά την φωνή αυτή συνήλθε και είδε ότι ήταν βρεγμένος από μύρο και αυτός και τα ενδύματα του.
Αμέσως ο ασκητής ήλθε στην Θεσσαλονίκη, κηρύττοντας το θαύμα του Αγίου και δόξασε τον Θεό. Έμεινε στο Ναό αρκετές ημέρες και κατόπιν επέστρεψε στο ασκητήριό του, λέγοντας : «Μέγας, αληθώς, είναι ο Άγιος Δημήτριος»
Όλα τα μέρη μαστίζονταν από την πείνα, ιδίως η Θεσσαλονίκη κινδύνευε να αφανισθεί. Αλλά ο Μέγας Δημήτριος, δεν άφησε την πόλη να αφανισθεί. Κάποιος πλοίαρχος, ο οποίος εμπορευόταν σιτάρι, φόρτωσε εκείνο τον καιρό το πλοίο του για να το μεταφέρει στην Ευρώπη. Τη νύχτα λοιπόν εφάνη ο Άγιος Δημήτριος στον ύπνο του και του είπε: « Το σιτάρι αυτό που υπολογίζεις να το πας;»
Ο πλοίαρχος απεκρίθη: « Στην Ευρώπη σκοπεύω να το πάω, αν το θέλει ο Θεός». Ο Άγιος του είπε: « Άκουσέ με, να το φέρεις στη Θεσσαλονίκη και να το πουλήσεις όπως θέλεις, διότι υπάρχει πολλή πείνα και ακρίβεια. Και πάρε αμέσως τρία φλουριά και φέρε το φορτίο εκεί για να λάβεις το υπόλοιπο της αξίας του».
Το πρωί ξύπνησε ο πλοίαρχος και είδε στα χέρια του τρία φλουριά. Είπε δε προς τους άλλους ναύτες: « Απόψε είδα στον ύπνο μου έναν στρατιώτη, ο οποίος είπε να πάμε το σιτάρι στην Θεσσαλονίκη. Και να μου έδωσε και τρία φλουριά σαν εγγύηση. Θέλετε να το πάμε εκεί; Διότι μου είπε πως υπάρχει μεγάλη πείνα στη Θεσσαλονίκη και πως θα κερδίσουμε περισσότερα απ'ότι στην Ευρώπη. Διότι στην Ευρώπη πηγαίνουν και άλλα πλοία, ενώ προς την Θεσσαλονίκη μόνο εμείς.»
Οι ναύτες προθυμοποιήθηκαν να μεταφέρουν το σιτάρι στη Θεσσαλονίκη, αλλά ο διάβολος, θέλων να εμποδίσει την καλοσύνη του Αγίου, διήγειρε τρικυμία, ώστε το πλοίο κινδύνευσε δύο φορές να βυθιστεί. Όμως ο Μέγας Δημήτριος, όσες φορές κατελαμβάνοντο υπό της τρικυμίας, παρίστατο μπροστά τους και τους ενθάρρυνε και φαινόταν οφθαλμοφανώς στο πέλαγος και τους εδείκνυε το δρόμο. Έτσι, με τη βοήθεια του Θεού έφθασαν στη Θεσσαλονίκη. Μόλις άκουσαν οι Θεσσαλονικείς ότι ήλθε πλοίο με σιτάρι, εδόξασαν τον Θεό και πήγαν στο λιμάνι, όπου πουλήθηκε το σιτάρι. Όταν ο πλοίαρχος διηγήθηκε το όραμα, οι Θεσσαλονικείς γνώρισαν πως ήταν ο Μέγας Δημήτριος που διαφύλαγε την πόλιν του.
https://www.in-agiosdimitrios.com
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου