Οσιος Α­θα­να­σιος ο Α­θω­νι­της

Ο Οσιος Α­θα­να­σιος ο Α­θω­νι­της

  και  ο α­γιο­ρειτι­κος μο­να­χι­σμος


Ο ΄Οσιος Α­θα­νάσιος ο Α­θω­νί­της γεννή­θη­κε στην πρω­τεύ­ου­σα του Πό­ντου Τρα­πε­ζού­ντα με­τα­ξύ των ε­τών 927-9301 . 
Οι γο­νείς του ή­σαν πλού­σιοι και ευ­γε­νείς. Το ό­νο­μά του ή­ταν Α­βρα­ά­μιος. 
Ο πα­τέ­ρας κα­τα­γό­ταν α­πό την Α­ντιό­χεια της Συ­ρί­ας και η μη­τέ­ρα α­πό την Κολ­χί­δα του Πό­ντου. Πριν γεν­νη­θεί, ο πα­τέ­ρας α­πέ­θα­νε και λί­γο με­τά τη γέν­νη­σή του, και η μη­τέ­ρα α­πήλ­θε α­πό το
 πα­ρό­ντα κό­σμο. 
Ο μι­κρός Α­βρα­ά­μιος, ορ­φα­νός και α­πό τους δύ­ο γο­νείς, τέ­θη­κε υ­πό την προ­στα­σί­α συγ­γε­νής του μο­να­χής, η ο­ποί­α α­νέ­λα­βε την φρο­ντί­δα και την παι­δα­γω­γί­α αυ­τού. Όλη δε η ζω­ή και η συ­μπε­ρι­φο­ρά της μο­να­χής επέ­δρα­σε θε­τι­κά και κα­τα­λυ­τι­κά στην με­τέ­πει­τα ε­ξέ­λι­ξη του Α­βρα­α­μί­ου. 
Ο μι­κρός Α­βρα­ά­μιος, παρ’ ό­τι ή­ταν παι­δί, η ζω­ή και η συ­μπε­ρι­φο­ρά του δεν έ­μοια­ζε με ε­κεί­νες των άλ­λων συ­νο­μι­λή­κων του. Ο χα­ρα­κτή­ρας του δεν ή­ταν α­πρε­πής, α­πρό­σε­κτος και αγε­νής. Κα­τα­γι­νό­ταν με την προ­σευ­χή και τις άλ­λες θρη­σκευ­τι­κές πρά­ξεις.
Με­τά την κοί­μη­ση της προ­στά­τι­δός του μο­να­χής και α­φού έ­λα­βε την ε­γκύ­κλια παι­δεί­α, 
με την βο­ή­θεια ε­νός αυ­το­κρα­το­ρι­κού φο­ρο­λο­γι­κού υ­παλλή­λου που ήλ­θε στην Τρα­πε­ζού­ντα για την εί­σπρα­ξη των δη­μο­σί­ων φό­ρων, έρχε­ται στην Κων­στα­ντι­νού­πο­λη  ε­πί αυ­το­κρά­το­ρος Ρω­μα­νού 
A΄Λε­κα­πη­νού (920-944). 

Στην Πό­λη φοι­τά στη Σχο­λή του Προέ­δρου των σχο­λών της Πρω­τευού­σης, που ε­κα­λεί­το Α­θα­νά­σιος. Στη σχο­λή αυ­τή ε­πι­δί­δε­ται με ζή­λο και ε­πι­μέλεια στην εκ­μά­θη­ση των γραμ­μά­των της θύ­ρα­θεν (κο­σμικής) παι­δεί­ας. 
Πα­ράλ­λη­λα δεν πα­ρέ­λει­πε τα πνευ­μα­τι­κά και θρη­σκευ­τι­κά του κα­θή­κο­ντα. 
Στην Κων­στα­ντι­νού­πο­λη ε­γνώ­ρι­σε τον συγ­γε­νή του στρα­τη­γό Ζεφι­να­ζέρ, στο σπί­τι του ο­ποί­ου 
έ­κτο­τε δι­έ­μει­νε.

Διδα­σκα­λος στην Πo­λη 

Μέ­σα σε σύ­ντο­μο χρο­νι­κό διά­στη­μα ο Α­βρά­α­μιος κα­τέ­στη κά­το­χος και δι­δά­σκα­λος πά­σης φι­λο­σο­φί­ας  και ρη­το­ρι­κής, ώστε η φή­μη του να φτά­σει μέ­χρι και τα βα­σι­λι­κά α­νά­κτο­ρα. Ο ε­νά­ρε­τος και σο­βα­ρός βί­ος του, το πρά­ον του ή­θους, το γλυ­κύ της ο­μι­λί­ας, ο πλού­τος της γνώ­σε­ως, το έ­ντι­μον και το χρη­στόν του χα­ρα­κτή­ρος του τον έ­καναν α­γα­πη­τόν σε ό­λους .
 Ε­ξαι­τί­ας των χα­ρι­σμά­των του, οι μα­θη­τές και δι­δά­σκα­λοι της Σχο­λής, «κοι­νή ψή­φω», ε­ζή­τη­σαν α­πό τον αυτο­κρά­το­ρα να ε­κλε­γεί δι­δά­σκα­λος αυ­τής. Έτσι, με αυ­το­κρα­το­ρι­κή υ­πό­δει­ξη, τι­μά­ται με το α­ξί­ω­μα του δι­δα­σκά­λου. Ο Α­βρα­ά­μιος σύ­ντο­μα α­πέ­δει­ξε τις ι­κα­νό­τη­τές του. 
Α­πέ­κτη­σε πολ­λούς μα­θητές και συγ­χρό­νως τη φή­μη του σο­φού δι­δα­σκά­λου. Γι’ αυ­τό, χρό­νο με το χρό­νο, ο α­ριθ­μός των μα­θη­τών ηύ­ξα­νε. Αλ­λ’ ο Α­βρα­ά­μιος ταυ­τό­χρο­να ζού­σε συ­νε­πή χρι­στια­νι­κή 
ζω­ή. Η ε­πιθυ­μί­α του ή­ταν να α­φιε­ρω­θεί ο­λο­κλη­ρω­τι­κά στο Θε­ό. Την πε­ρί­ο­δο αυ­τή ο συγ­γε­νής του στρα­τη­γός Ζε­φι­να­ζέρ α­να­λαμ­βά­νει την ναυτι­κή διοί­κη­ση στο Αι­γαί­ο και παίρ­νο­ντας μα­ζί του τον 
Α­βρα­ά­μιο πραγ­μα­τοποιεί πε­ριο­δεί­α στο Αρ­χι­πέ­λα­γος.

 Κα­τέ­πλευ­σαν στη νή­σο Λή­μνο, απ’ ό­που  δια­κρι­νό­ταν το Άγιον Όρος, ό­που έ­μελ­λε αρ­γό­τε­ρα 
να ι­δρύ­σει τη Λαύ­ρα. Ε­πα­νερ­χό­με­νος στην Πό­λη, συ­να­ντά­ ται με τον ό­σιο Μι­χα­ήλ Μαλε­ΐ­νον  ,
 ι­δρυ­τή και η­γού­με­νο της Λαύ­ρας του Κυ­μινά. Του ε­ξο­μο­λο­γεί­ται την ε­πι­θυ­μί­α να α­σπα­στεί τον μο­να­χι­κό βί­ο. Στην Πόλη έ­γι­νε και η συ­νά­ντη­ση των Οσίου Μι­χα­ήλ, Νι­κη­φό­ρου Φω­κά, με­τέ­πει­τα αυ­τοκρά­το­ρος, και του Α­βρα­α­μί­ου.

Μο­να­χoς στη Λαύρα­ του Κυ­μι­νά .

Στη συ­νέ­χεια ο Α­βρα­ά­μιος πα­ραι­τεί­ ται α­πό την Σχο­λή και με­ταβαί­νει στην λαύ­ρα του Κυ­μι­νά  . 
Γί­νε­ται δεκτός α­πό τον η­γού­με­νο ό­σιο Μι­χα­ήλ και κεί­ρε­ται μο­να­χός με το ό­νο­μα Α­θα­νάσιος. 
Με­τά την κου­ρά του ο Α­θα­νά­σιος, έ­χο­ντας έ­μπει­ρο και δια­κρι­τι­κό πνευ­μα­τι­κό ο­δη­γό, ε­πι­δί­δε­ται στην ά­σκη­ση των μο­να­χι­κών αρε­τών. Μέ­σα σε διά­στη­μα τεσ­σά­ρων ε­τών, κα­τέ­κτη­σε «πά­σαν α­σκη­τι­κήν πο­λι­τεί­αν» και συ­νέ­λε­ξε σε βρα­χύ χρό­νο πλού­το α­ρε­τών, ώ­στε να κα­θά­ρει την διά­νοιαν, και να δει «θεί­α θε­ω­ρή­μα­τα», ό­πως ση­μειώ­νει βιο­γρά­φος του.

Έτσι, κρί­νε­ται α­πό τον ό­σιο Μι­χα­ήλ ά­ξιος να α­κο­λου­θή­σει βί­ο πιο η­συ­χα­στικό και α­σκη­τι­κό, και ε­πι­λέ­γει τό­πο ε­ρη­μι­κό, ό­που ε­πι­δί­δε­ται σε νέ­ους πνευμα­τι­ κούς α­γώ­νες.
 Βλέ­πο­ντας ο Όσιος Μι­χα­ήλ την με­γά­λη πνευ­μα­τι­κή ά­σκη­ση του Α­θα­να­σί­ου, πρόβλε­ψε (προ­εί­δε) την με­τέ­πει­τα ε­ξέ­λι­ξή του, ό­τι δη­λα­δή θα γί­νει διά­δο­χός του στα πνευ­μα­τι­κά χα­ρί­σμα­τα.

Στο 'Αγιον Όρος

 Αλ­λά τον Α­θα­νά­σιο για άλ­λα εί­χε προ­ ο­ρί­σει ο Θε­ός. Ως εκ τού­του, α­πό το ό­ρος Κυ­μι­νά α­να­χω­ρεί και έρ­χε­ται στο Άγιον Όρος. 
Ε­δώ, φθά­νο­ντας, πε­ριο­δεύ­ει πολ­λά σκη­νώ­μα­τα της α­θω­νι­κής χερ­σο­νή­σου και γνω­ρί­ζει πολ­λούς και ε­να­ρέ­τους μο­να­χούς και α­σκη­τές. 
Ε­ντυ­πωσιά­ζε­ται α­πό την σκλη­ρή α­σκη­τι­κή ζω­ή, τον λι­τό βί­ο, τις πολ­λές στε­ρή­σεις.
 Αρ­χι­κά γί­νε­ται υ­πο­τα­κτι­κός σε έ­να α­πλό γέ­ρο­ντα, χω­ρίς να α­ποκα­λύ­ψει ποιος ή­ταν, κο­ντά στη Μο­νή Ζυ­γού. 
Δεν ε­φα­νέ­ρω­σε το πραγ­μα­τι­κό του ό­νο­μα, αλ­λά προ­σποιή­θη­κε ό­τι ο­νο­μά­ζε­ται Βαρ­νά­βας, για­τί ή­θε­λε να εί­ναι α­πα­ρα­τή­ρη­τος. Ε­πι­θυ­μί­α του ή­ταν να γνω­ρί­σει τους μο­να­χούς του Όρους και να 
α­κο­λου­θή­σει έ­να υ­ψη­λό­τε­ρο στά­διο μο­να­χι­κού βί­ου, του ε­ρη­μί­τη. 
Όπως ο ί­διος α­να­φέ­ρει στο Τυ­πι­κό του, την πε­ρί­ο­δο αυ­τή οι αρ­χές του Άθω δεν ε­πέ­τρε­παν σε κα­νέ­να μο­να­χό να ζή­σει ως ε­ρη­μί­της, ε­άν δεν εί­χε πα­ρα­μεί­νει στο Όρος δύ­ο ή τρί­α χρό­νια. 
Με τον τρό­πο αυ­τό υ­πήρ­χε έ­νας έ­λεγ­χος δι’ ό­σους ή­θε­λαν να γί­νουν ε­ρη­μί­τες. 
Ο Α­θα­νά­σιος, έ­πρε­πε, για να μην α­πο­ κα­λύ­ψει τον ε­αυ­τό του να υ­πο­τα­χθεί σε κάποιο α­να­χω­ρη­τή. Έτσι έ­κρυ­βε τις γνώ­σεις του και τις πνευ­μα­τι­κές του ι­κανό­τη­τες α­πό σε­βα­σμό στον γέ­ρο­ντά του, που ή­ταν α­μόρ­φω­τος. Υ­πο­τάσ­σε­ται, λοι­πόν, σε σχε­δόν α­μόρ­φω­το γέ­ρο­ντα, πα­ρά του ο­ποί­ου, ε­κτός της μο­να­χι­κής α­σκή­σε­ως, «δι­δά­σκε­ται τα ιε­ρά γράμ­μα­τα».
Ε­νώ λοι­πόν ο Α­θα­νά­σιος δο­κι­μα­ζό­ταν στον Άθω ως υ­πο­ψή­φιος α­σκη­τής, ο δο­μέ­στι­κος των Σχο­λών της Α­να­το­λής, Νι­κη­φό­ρος Φω­κάς, τον α­να­ζη­τούσε.
Βέ­βαιον εί­ναι ό­τι έ­κα­νε έ­ρευ­νες σε διά­φο­ρα μο­να­στι­κά κέ­ντρα της Μ. Α­σίας χω­ρίς α­πο­τέ­λε­σμα. 
Τέ­λος θυ­μή­θη­κε, λέ­ει ο βιο­γρά­φος του, ό­τι ο Α­θα­νά­σιος του εί­χε μι­λή­σει για πι­θα­νή α­να­χώ­ρη­ση και των δύ­ο στο Άγιον Όρος. Γρά­φει λοι­πόν στον κρι­τή-έ­παρ­χο της Θεσ­σα­λο­νί­κης και του ζη­τά να με­τα­βεί στον Άθω προς α­να­ζή­τη­ση του Α­θα­να­σί­ου, πε­ρι­γρά­φο­ντας τα προ­σω­πι­κά χα­ ρακτη­ρι­στι­κά του. Ο κρι­τής με­τα­βαί­νει στο Όρος, συ­να­ντά­ται με τον Πρώ­το του Όρους Στέ­φα­νο (958-962) και δια­βι­βά­ζει το αί­τη­μα.
 Ο Πρώ­τος υ­πό­σχε­ται να προ­βεί στην α­νεύ­ρε­σή του, ε­νώ ε­πλη­σί­α­ζαν τα Χρι­στού­γεν­να και η σύ­να­ξη των γε­ρό­ντων του Όρους γινό­ταν τρεις φο­ρές το χρό­νο: Τα Χρι­στού­γεν­να, το Πά­σχα και στις 15 Αυ­γού­στου, ε­ορ­τή της κοι­μή­σε­ως της Πα­να­γί­ας. Στις συ­νά­ξεις, υ­πό την προ­ε­δρί­α του Πρώτου, συμ­με­τεί­χαν οι πα­τέ­ρες οι ο­ποί­οι α­σκού­νταν στην πε­ριο­χή της Λαύ­ρας των Κα­ρυών. 
Κα­τά τα Χρι­στού­γεν­να λοι­πόν του έ­τους ε­κεί­νου, έ­γινε α­πό τον Πρώ­το Στέ­φα­νο η α­ναγνώ­ρι­ση του Α­θα­να­σί­ου.
 Όλοι οι Α­θω­νί­τες ξέ­ρουν πλέ­ον ό­τι ο Βαρ­νά­βας εί­ναι έ­νας μορ­φω­μέ­νος μο­να­χός, αλ­λά δεν 
γνω­ρί­ζουν ποιος εί­ναι στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, για­τί ζή­τη­σε α­πό τον Πρώ­το να κρα­τή­σει το μυ­στι­κό του, δια­φο­ρε­τι­κά θα έ­φευ­γε α­πό τον Άθω. Ο Πρώ­τος του πα­ρα­χω­ρεί έ­να α­να­χω­ρη­τι­κό κε­λλί κο­ντά στις Κα­ρυ­ές. Ο Α­θα­νά­σιος ε­γκα­θί­στα­ται ε­κεί με έ­να μα­θη­τή, ο­νό­μα­τι Λου­κί­τζη και α­σκεί το 
ε­πάγ­γελμα του καλ­λι­γρά­φου. Ε­κεί ο Α­θα­νά­σιος πα­ρέ­μει­νε μέ­χρι το 959.
 Πε­ρί το έ­τος 960 έρ­χε­ται στο Όρος ο α­δελ­φός του Νι­κη­φό­ρου και δομέ­στι­κος των Σχο­λών της Δύ­σε­ως Λέ­ων Φω­κάς, με­τά την νί­κη του κα­τά των Σκυ­θών, για να ευ­χα­ρι­στή­σει α­πό ευ­γνω­μο­σύ­νη τον Θε­ό. 
Ε­πι­θυ­μού­σε βέ­βαια να συ­ναντή­σει τον Α­θα­νά­σιο, ό­περ και έ­γι­νε. Τό­τε λοι­ πόν ό­λοι πλη­ρο­φο­ρού­νται ποιος ή­ταν πραγ­μα­τι­κά ο Βαρ­νά­βας και ποιες οι σχέ­σεις του με την πε­ρι­φα­νή οικο­γέ­νεια Φω­κά. 
Το α­σκη­τι­κό πε­ρι­βάλ­λον, η ό­λη προ­σω­πι­κό­τη­τα και η σχέ­ση του με την έν­δο­ξη οι­κο­γέ­νεια της αυ­το­κρα­το­ρί­ας, προ­κάλε­σαν αί­σθη­ση στους Α­θω­νί­τες και πολ­λοί πα­ρε­κι­νή­θη­σαν να προ­σέλ­θουν κοντά του. Ο Α­θα­νά­σιος θέ­λο­ντας να α­πο­φύ­γει την προ­σέ­λευ­ση και σύγ­χυ­ση, έ­θε­σε σε εφαρ­μο­γή 
το σχέ­διο, που εί­χε, ό­ταν α­φί­χθει στο Όρος: να α­πο­συρ­θεί στα εν­δό­τερα του Όρους, στην η­συ­χί­α.
 Έτσι, με την ευ­λο­γί­α του Πρώ­του και της Συ­νά­ξε­ως, α­φού έ­μει­νε δυο χρό­νια στις Κα­ρυ­ές, έ­λα­βε έ­να τό­πο ε­ξαι­ρε­τι­κά α­πρό­σι­το και ε­ρη­μι­κό, που λε­γό­ταν Μελα­νά, στη θέ­ση ό­που έκτισε τη Λαύ­ρα.
 Ε­κεί έ­στη­σε την α­σκη­τι­κή του κα­λύ­βη,σαν άλ­λο α­ρε­τής ερ­γα­στή­ριον, και ε­πι­ δό­θη­κε σε νέ­ους πνευ­μα­τι­κούς α­γώ­νες α­φο­σιωμέ­νος στις κα­τά Θε­όν με­λέ­τες και θεί­ες θε­ω­ρί­ες

Με­τά­βα­ση στην Κρήτη

Την ί­δια πε­ρί­ο­δο ο Νι­κη­φό­ρος Φωκάς δι­η­ύ­θυ­νε την εκ­στρα­τεί­α του Βυ­ζα­ντι­νού στρα­τού, πε­ρί το 960, για την α­πε­λευ­θέ­ρω­ση της Κρή­της α­πό τους Άρα­βες. 
Οι συ­γκρού­σεις ή­ταν σκλη­ρές και αμ­φίρ­ρο­πες. Η βυ­ζα­ντι­νή στρα­τιά υ­πέ­φε­ρε α­πό το κρύ­ο και την έλ­λει­ψη τρο­φών, σε α­ντί­θε­ση με τον στρα­τό των Α­ρά­βων. Ε­πι­θυ­μώ­ντας να α­να­πτε­ρώ­ σει το η­θι­κό των στρα­τιω­τών, ο Φω­κάς υπεν­θύ­μι­ζε ό­τι σκο­πός της εκ­στρα­τεί­ας ή­ταν η α­πε­λευ­ θέ­ρω­ση ε­δα­φών και πληθυ­σμού χρι­στια­νι­κού. Άλλω­στε, οι Ά­ρα­βες ή Σα­ρα­κη­νοί, έ­χο­ντες ως ορ­μη­τή­ριο την Κρή­τη, 
έ­κα­ναν ε­πι­ δρο­μές σε ό­λο το Αι­γαί­ο, α­κό­μα και το Άγιον Όρος, α­πό το ο­ποί­ο πέ­ραν των λα­φύ­ρων, 
εί­χαν αιχ­μα­λω­τί­σει και μο­να­χούς. 
Στην προ­σπά­θειά του να ε­νι­ σχύ­σει το η­θι­κό του στρα­τού, α­πε­ φά­σι­σε να α­ποστεί­λει γράμ­μα­τα σε μο­να­στή­ρια της Μ. Α­σί­ας και στο Άγιον Όρος, ζη­τώ­ντας να στεί­λουν με­ρι­κούς μο­να­χούς κο­ντά στο στρα­τό. Με­τα­ξύ των μο­να­χών, έ­γρα­ψε και στον Α­θα­νά­σιο και στον Πρώ­το του Όρους.
 Οι Α­θω­νί­τες α­πά­ντη­σαν θε­τι­κά. Με την ευ­λο­γί­α του Πρώ­του και των γε­ρό­ντων του Όρους, α­πο­φα­σί­ζει να με­ τα­βεί στην Κρή­τη ο Α­θα­νά­σιος συ­νο­δευό­με­νος από έ­να μο­να­χό, το Θε­ό­δο­το . 
Η συ­νά­ντη­ση των δύ­ο α­ντρών ή­ταν συ­γκι­νη­τι­κή. 
Ο Α­θα­νά­σιος έ­γινε δε­κτός με με­γά­λες τι­μές α­πό τον πνευ­μα­τι­κό του φί­λο Νι­κη­φό­ρο Φω­κά.
 Η α­πο­στο­λή και πα­ρα­μο­νή του Α­θα­να­σί­ου στην Κρή­τη στέ­φθη­κε με πλή­ρη ε­πι­τυχί­α. 
Ε­πέ­τυ­χε να βο­η­θή­σει στην εκ­δί­ω­ξη των Α­ρά­βων α­πό την Κρή­τη, την α­πε­λευθέ­ρω­ση ό­σων Α­θω­νι­τών εί­χαν συλ­λη­φθεί και δια­σω­θεί, και την ε­πα­να­σύν­δε­ση του φι­λι­κού του δε­σμού με τον στρα­τη­γό Νι­κη­φό­ρο Φωκά
 Ε­κεί κα­τα­στρώ­θη­κε η ι­δέ­α της ι­δρύ­σε­ως ε­νός μο­να­στη­ριού στον Άθω, υ­πό την η­γου­με­νί­α του
Α­θα­να­σί­ου, στο ο­ποί­ο θα ε­μό­να­ζε και ο Φω­κάς. 
Για τον σκο­πό αυ­τό ο Φω­κάς πρό­τει­ νε στον Α­θα­νά­σιο να του δια­θέ­σει τα χρήμα­τα που θα α­παι­τού­νταν για την α­νέ­γερ­ση της Μο­νής. Α­φού οι δύ­ο άν­δρες έ­μει­ναν σύμ­φω­νοι πε­ρί της Μο­νής και τα σχε­τι­κά με αυ­τήν, ο μεν Α­θα­νά­σιος α­νε­χώ­ρη­σε για τον Άθω­να, ο δε Φω­κάς ε­πέ­στρε­ψε στη Βα­σιλεύ­ου­σα. 
Ε­πι­στρέ­φο­ντας ο Α­θα­νά­σιος στο Όρος, ε­σκέ­πτε­το να αρ­χί­σει την ί­δρυ­ση της Λαύ­ρας. Στο με­τα­ξύ ο Νι­κη­φό­ρος Φω­κάς α­πο­στέλ­λει στον Άθω τον έ­μπι­στό του μο­να­χό Με­θό­διο, με ε­πι­στο­λή και τα α­να­γκαί­α χρήμα­τα για την έ­ναρ­ξη των ερ­γα­σιών. Ο Με­θό­διος πα­ρέ­μει­νε στο κελ­λί του Α­θανα­σί­ου έ­ξι μή­νες και δεν α­νε­χώ­ρη­σε πα­ρά α­φού έ­πει­σε τον Α­θα­νά­σιο να αρ­χίσει την κα­τα­σκευή της Λαύ­ρας και α­φού εί­χαν αρ­χί­σει οι οι­κο­δο­μι­κές ερ­γα­σίες. Πράγ­μα­τι ο Α­θα­νά­σιος άρ­χι­σε με την α­νέ­γερ­ση του η­συχα­στη­ρί­ου, ό­που θα ε­μό­να­ζε ο Νι­κη­φό­ρος και να­ό επ’ ο­νό­μα­ τι του Τι­μί­ου Προ­δρό­μου. Στη συ­νέ­χεια προχώρησε στην α­νέ­γερση του κα­θο­λι­κού και άλ­λων κτι­σμά­των. 
Ε­νώ λοι­πόν προ­χω­ρού­σαν οι ερ­γα­σί­ες α­νε­γέρ­σε­ως του κα­θο­λι­κού και των κελλί­ων, έ­φθα­σε η εί­δη­ση της α­νό­δου του Νι­κη­φό­ρου στον αυ­το­κρα­το­ρι­κό θρό­νο. Η εί­δη­ση αυ­τή ε­πί­κρα­νε τον Α­θα­νά­σιο, ο ο­ποί­ος α­νέ­λα­βε την α­νοι­κο­δό­μη­ση της Λαύ­ρας με­τά α­πό ε­πί­μο­νες πα­ρα­κλή­σεις του Νι­κη­φό­ρου και την υ­πό­σχε­σή του να α­κο­λου­θή­σει το μο­να­χι­κό βί­ο.
 Γι’ αυ­τό α­πε­φά­σι­σε να ε­γκα­τα­λεί­ψει την η­γου­με­νί­α της Λαύ­ρας και να φύ­γει α­πό το Όρος.

Αφι­ξη στην Κύπρο

 Φεύ­γει λοι­πόν και α­πο­βι­βά­ζε­ται στην Άβυ­δο της Μι­κράς Α­σί­ας. Φθά­νο­ντας ε­κεί, έ­στει­λε πί­σω στον Άθω­να το πλοί­ο της Λαύ­ρας με τους πε­ρισ­σό­τε­ρους εκ των συ­νο­δών του. Ένα μο­να­χό α­πο­ στέλ­λει στη Βα­σι­λεύ­ου­σα με σκο­πό να ε­πι­δώ­σει στον αυ­το­κρά­το­ρα ε­πι­στο­λή και ο ί­διος με τρεις ε­μπί­στους μο­να­χούς ε­πι­βι­βά­ζε­ται σε πλοί­ο με προ­ο­ρι­σμό την Κύ­προ. 
Με το γράμ­μα στον αυ­το­κρά­το­ρα τον πλη­ρο­φο­ρεί ό­τι πα­ραι­τεί­ται α­πό την η­γου­με­νί­α, αλ­λά συγ­χρό­νως του υ­πο­δει­κνύ­ει το μο­να­χό Ευ­θύ­μιο, να ανα­λά­βει το α­ξί­ω­μα. 
Φθά­νο­ντας στην Κύ­προ, δια­μέ­νει στη Μο­νή των Ιε­ρέ­ων και α­πο­στέλ­λει τον μονα­χό Θε­ό­δο­το στη Λαύ­ρα, με α­πο­ στο­λή να πα­ρα­κο­λου­θεί την ε­ξέ­λι­ξη των υποθέσεων της Μο­νής.
 Μό­λις η πο­ρεί­α των πραγ­μά­των της Μο­νής πή­ρε αρ­νη­τι­κή τρο­πή, ο Θε­ό­δο­τος επι­στρέ­φει στην Κύ­προ και ε­νη­με­ρώ­νει τον Α­θα­νά­σιο για την κα­τά­στα­ση. 
Ο αυ­το­κρά­τωρ, δια­βά­ζο­ντας την ε­πι­ στο­λή του Α­θα­να­σί­ου, λυ­πεί­ται, κα­θι­στά τον μο­να­χό Ευ­θύ­μιο 
η­γού­με­νο της Λαύ­ρας και πά­ραυ­τα, α­πο­στέλ­λει γράμ­μα­τα προς α­να­ζή­τη­ση του Α­θα­να­σί­ου, ο ο­ποί­ος κρυ­βό­ταν στη Μο­νή των Ιε­ρέ­ων.


Τα γράμ­μα­τα έ­φθα­σαν και στον η­γού­με­νο της Μο­νής των Ιε­ρέ­ων, ο οποί­ος ε­κά­λε­σε τον Α­θα­νά­σιο και τον συ­νο­δό του μο­να­χό Α­ντώ­νιο προς ε­ξα­κρίβω­ση. 
Ο Α­θα­νά­σιος α­πέ­φυ­γε να α­πο­κα­λύ­ψει τον ε­αυ­τό του. Α­να­χω­ρεί με τον Α­ντώ­νιο και φθά­νει στην πό­λη Ατ­τά­λεια της Μ. Α­σί­ας, ό­που φθά­νει ε­πί­σης και ο μο­να­χός Θε­ό­δο­τος, ο ο­ποί­ος πλη­ρο­φο­ρεί τον
Α­θα­νά­σιο για την θλι­βε­ρή κα­τά­στα­ση της Λαύ­ρας.
 Έτσι χω­ρίς χρο­νο­τρι­βή, α­πο­φα­σί­ζει να ε­πι­στρέ­ψει στη Μο­νή. 
Η ε­πά­νο­δός του στη Λαύ­ρα έ­δω­σε χα­ρά και ι­κα­νο­ποί­η­ση στους πα­τέ­ρες, οι ο­ποί­οι δο­κι­μά­σθη­καν 
αρ­κε­τά κα­τά το διά­στη­μα της α­που­σί­ας του, κα­τά την ο­ποία δια­κιν­δύ­νε­ψε και η ί­δια η ύ­παρ­ξη της Μο­νής.
Στη Βα­σι­λεύ­ου­σα

Α­φού ε­τα­κτο­ποί­η­σε κα­λώς ό­λα τα πράγ­μα­τα της Λαύ­ρας, α­πε­φά­σι­σε να με­ τα­βεί στη Βα­σι­λεύ­ου­σα προς συ­νά­ντη­ση του αυ­το­κρά­το­ρος Νι­κη­φό­ρου Φω­κά. Η συ­νά­ντη­ση των δύ­ο αν­δρών υ­πήρ­ξε συ­γκι­νη­τι­κή, και α­κό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρο, ση­μα­ντι­κή και χρή­σι­μη. 
Δεν έ­γι­νε α­πλώς η διά­λυ­ση των πα­ρε­ξη­γή­σε­ων αλ­λά υ­πήρ­ξε σταθ­μός, ό­χι μό­νον για την ι­στο­ρί­α της Λαύ­ρας, αλ­λά και του Α­γί­ου Όρους.


Ο Α­θα­νά­σιος ε­γνώ­ρι­ζε πο­λύ κα­λά ό­τι ο Νι­κη­φό­ρος Φω­κάς α­πό τη θέ­ση την ο­ποία πλέ­ον κα­τεί­χε θα βο­η­θού­σε α­πο­τε­λε­σμα­τι­κά τη Λαύ­ρα. 
Πράγ­μα­τι, ο αυ­το­κρά­τωρ ε­ξέ­δω­σε, χά­ρη του Α­θα­να­σί­ου, υ­πέρ της Λαύ­ρας τρί­α χρυ­σό­βουλ­λα, 
τα ο­ποί­α ε­κτός α­πό τη θε­σμι­κή τους διά­στα­ση, πα­ραχω­ρού­σαν στην νε­όδ­μη­τη Λαύ­ρα ση­μα­ντι­κές δω­ρεές.
Στο χρυ­σό­βουλ­λο του, το ο­ποί­ο εί­χε χα­ρα­κτή­ρα Τυ­πι­κού για τη Λαύ­ρα, ο Φω­κάς πε­ρι­έ­χει μί­α ρή­τρα με­γά­λης ση­μα­σί­ας: κα­νείς δεν εί­χε το δι­καί­ω­μα να ε­πεμβαί­νει στη Λαύ­ρα ε­κτός α­πό τον αυ­το­κρά­το­ρα
 Η Λαύ­ρα η ο­ποί­α α­πό ι­διω­τι­κή κα­τέ­στη βα­σι­λι­κή - αυ­το­κρα­το­ρι­κή, με την α­νάρ­ρη­ση του Φω­κά στον αυ­το­κρατο­ρι­κό θρό­νο- κα­θιε­ρού­ται ε­λευ­θέ­ρα και αυ­το­δέ­σπο­τος α­πό κά­θε κο­σμι­κή ή εκκλη­σια­στι­κή αρ­χή. 
Ο Νι­κη­φό­ρος, κτί­τωρ της Μο­νής, έ­χει την κυ­ριό­τη­τά της σε ό­λη τη διάρ­κεια της ζω­ής του, και με­τά το θά­να­τό του πε­ρι­έρ­χε­ται στο Α­θα­νά­σιο, ο ο­ποί­ος εί­ναι ι­σό­βιος η­γού­με­νος.
 Ο Φω­κάς με το χρυ­σό­βουλ­λό του α­πα­γο­ρεύ­ει την πα­ραχώ­ρη­ση της Λαύ­ρας σε πρό­σω­πο ξέ­νο προς αυ­τήν, κο­σμι­κό ή εκ­κλη­σια­στι­κό ή σε άλ­λη Μο­νή. 
Πα­ράλ­λη­λα χο­ρη­γεί στη Λαύ­ρα χρη­μα­τι­κές πα­ρο­χές σε ε­τή­σια βά­ση, α­να­γκαί­ες για τη συ­ντή­ρη­σή της. Έτσι, η Λαύ­ρα κα­θί­στα­ται αυ­το­κρα­το­ρι­κό μο­να­στή­ρι, με κοι­νο­βια­κό χα­ρα­κτήρα, με πλού­το και ευ­μά­ρεια. 
Την ί­δια πε­ρί­ο­δο, λό­γω της φή­μης του Α­θα­να­σί­ου και της ε­ντυ­πω­σια­κής ε­ξελί­ξε­ως της Λαύ­ρας, 
μο­να­χοί α­πό πολ­λές πε­ριο­χές προ­σέρ­χο­νται να υ­πο­τα­χθούν. Με­τα­ξύ αυ­τών έρ­χο­νται α­πό τη Ρώ­μη, Κα­λα­βρί­α, Ι­τα­λί­α, Ι­βη­ρί­α, Αρ­με­νί­α κ.λ.π. 
Όλοι αυ­τοί βρί­σκουν κα­τα­φύ­γιο τη Λαύ­ρα, η ο­ποί­α την πε­ρί­ο­δο αυ­τή (964 - 972) ή­ταν το μό­νο ση­μα­ντι­κό μο­να­στι­κό ί­δρυ­μα, ε­κτός του Πρωτά­του, στον Άθω. Αυ­τή η πρω­τό­γνω­ρη ά­νο­δος της Λαύ­ ρας δη­μιούρ­γη­σε ο­ρι­σμέ­νες α­ντι­δρά­σεις α­πό πολ­λούς Α­θω­νί­τες α­σκη­τές, ε­ρη­μί­τες και η­γου­μέ­νους μο­νυδρίων. Η βασι­κή δια­μαρ­τυ­ρί­α ε­πι­κε­ντρώ­νο­νταν στο ό­τι με τη με­γά­λη οι­κο­νο­μι­κή δρα­στηριό­τη­ τα, τις ά­φθο­νες χρη­μα­τι­κές δω­ρεές κ.λπ. αλ­λοιώ­νο­νταν η μο­να­χι­κή παρά­δο­ση του Όρους και ο χα­ρα­κτή­ρας του α­γιο­ρεί­τι­κου α­σκη­τι­κού πνεύ­μα­τος, όπως τό­τε υ­πήρ­χε στον Άθω.
 Η δο­λο­φο­νί­α του Νι­κη­φό­ρου Φω­κά, δη­μιούρ­γη­σε μί­α νέ­α ε­πο­χή και τρο­πή στα αγιο­ρεί­τι­κα πράγ­μα­τα. Όσοι α­ντι­δρού­σαν ή δια­φω­νού­σαν με τον Α­θα­νά­σιο, θε­ώρη­σαν κα­τάλ­λη­λη την ευ­και­ρί­α να α­να­κό­ψουν την πο­ρεί­α του. Έτσι, έ­στει­λαν α­ντι­προ­σω­πεί­α στο νέ­ο αυ­το­κρά­το­ρα στον ο­ποί­ο διε­τύ­πω­σαν τις αι­τιά­σεις τους.
Το Τυ­πι­κό του Ιω­άν­νου Τσιμισκή  

Ο νέ­ος αυ­το­κρά­τωρ Ιω­άν­νης Τσι­μι­σκής (969-976) προσκά­λε­σε τον Α­θα­νά­σιο στην Κων­στα­ντι­νού­πο­λη. Κα­τά τη συ­νά­ντη­ση ο αυ­το­κρά­τωρ, παρ’ ό­τι ε­γνώ­ρι­ζε το στε­νό δε­σμό του Α­θα­να­σίου με το δο­λο­φο­νη­θέ­ντα αυ­το­κρά­το­ρα Νι­κη­φό­ρο Φω­κά (963-969), όχι μό­νον δεν έ­δει­ξε α­ντι­πά­θεια ή ε­χθρό­τη­τα προς τον Α­θα­νά­σιο, ό­πως α­νέ­μεναν οι α­ντι­φρο­νού­ντες, άλ­λά έ­δει­ξε φι­λι­κή στά­ση και πραγ­μα­το­ποί­η­σε ό­λα του τα αι­τή­μα­τα. 
Η στά­ση αυ­τή άμ­βλυ­νε τις α­ντι­θέ­σεις και ο­δή­γη­σε στη συμ­φι­λί­ω­ση των δύ­ο πλευ­ρών. 
Α­πο­τέ­λε­σμα των δια­βου­λεύ­σε­ων ή­ταν να α­πο­στα­λεί στον Άθω ο η­γού­με­νος της Μο­νής Στου­δί­ου Ευ­θύ­μιος, προ­κει­μέ­νου να λυ­θεί ο­ρι­στι­κά το α­γιο­ρει­τι­κό ζή­τη­μα. 
Με την ευ­και­ρί­α ε­κεί­νης της συ­να­ντή­σε­ ως ο Ιω­άν­νης Τσι­μι­σκής ε­ξέ­δωσε χρυ­σό­βουλ­λο υ­πέρ της Λαύ­ρας, και ε­πι­κύ­ρω­σε ό­λες τις δια­τά­ξεις του χρυ­σο­βού­λλου του προ­κα­τό­χου του. 
Ο η­γού­με­νος της Μο­νής Στου­δί­ου Ευ­θύ­μιος ήλ­θε στον Α­θα­νά­σιο. Με­τά α­πό πολλές δια­βου­λεύ­σεις με­τα­ξύ των α­γιο­ρει­τών συ­νε­τά­γη έ­να κεί­με­νο, που ε­νέ­κρι­ναν ό­λοι οι η­γού­με­νοι και το υ­πέ­γρα­ψεν
ο Πρώ­τος,   η­γού­με­νοι του Άθω και άλλοι πρό­κρι­τοι α­γιο­ρεί­τες. 
Το κεί­με­νο αυ­τό, γνω­στό ως Τυ­πι­κό του Τσι­μι­σκή, φέ­ρει ε­πί­σης και την ο­νο­μα­σί­α «Τρά­γος» για­τί εί­χε γρα­φεί «ε­πί αι­γεί­ου (κα­τσι­κί­σιου) δέρ­μα­τος» (περ­γα­μη­νή). 
Ο «Τρά­γος», α­πό της κα­θιε­ρώ­σε­ώς του φυλάσ­σε­ται στο Σκευο­φυ­λά­κιο του Πρω­ ά­του και της Ι. Κοι­νό­τη­τος. 
Με­τά την κύ­ρω­ση και ε­φαρ­μο­γή του Τυ­πι­κού του Τσιμιζκή, ο Α­θα­νά­σιος α­πε­ρίσπα­στος α­σχο­λή­θη­κε με την διοί­κη­ση της Λαύ­ρας και τα πνευ­μα­τι­κά του κα­ θήκο­ντα.
 Ι­διαί­τε­ρα ε­με­ρί­μνη­σε για την διοι­κη­τι­κή ορ­γά­νω­ση της Μο­νής, την ορθή δια­χεί­ρι­ση των οι­κο­νο­μι­κών, την λει­τουρ­γι­κή ευ­τα­ξί­α και διά­φο­ρα άλ­λα προ­σω­πι­κά θέ­μα­τα της κα­θη­με­ρι­νής ζω­ής και γε­νι­κό­τε­ρα.

Το Τυ­πι­κo του Α­θα­να­σi­ου

Ο Α­θα­νά­σιος, συ­νέ­τα­ξε το Τυ­πι­κό του, το ο­ποί­ο δια­κρί­νε­ται σε τρί­α μέ­ρη:
 Το Τυ­πι­κό, το ο­ποί­ο α­να­φέ­ρε­ται σε θέ­μα­τα διοι­κη­τι­κά, ό­πως η ε­κλο­γή η­γουμέ­νου, τα κα­θή­κο­ντα,
οι ε­ξου­σί­ες, οι υ­πο­χρε­ώ­σεις, η δια­δο­χή, τα κα­θή­κο­ντα των προ­κρί­των α­δελ­φών κ.α.
 Η Δια­τύ­πω­ση, που α­πο­τε­λεί σύ­ντο­μο κεί­με­νο α­να­φε­ρό­με­νο κυ­ρί­ως στον τρόπο ε­κλο­γής του η­γου­μέ­νου, τον διο­ ρι­σμό ε­πι­τρό­πων κ.α. και
 Η Υ­πο­τύ­πω­ση, έ­να εί­δος λει­τουρ­γι­κού τυ­πι­κού. Α­να­φέ­ρε­ται δη­λα­δή στην τέλε­ση των Ι. Α­κο­λου­θιών ό­λου του εκ­κλη­σια­στι­κού έ­τους. Ο Α­θα­νά­σιος, α­νε­γνω­ρί­σθη και κα­θιε­ρώ­θη ως ο α­να­μορ­φω­τής αρ­χη­γέ­της και πατριάρ­χης του α­θω­νι­κού μο­να­χι­σμού. Η συμ­βο­λή του στην κα­θι­έ­ρω­ση και α­να­γνώ­ρι­ση του μο­να­χι­κού κα­θε­στώ­τος της α­θω­νι­κής πο­λι­τεί­ας υ­πήρ­ξε κα­τα­λυ­τική και παν­θο­μο­λο­γού­με­νη. Έζη­σε βί­ον, πέ­ραν των διοι­κη­τι­κών του ι­κα­νο­τή­των, οσια­κόν.
Η α­ρε­τή του α­νε­γνω­ρί­σθη α­πό πολ­λούς. Διε­κρί­νε­το για την σο­φί­α, την ευ­γέ­νεια, την πρα­ό­τη­τα, το φι­λάν­θρω­πον προς ό­λους, την φι­λο­ξε­νί­α, την α­σκητι­κό­τη­τα. Υ­πήρ­ξε κα­τά τον βιο­γρά­φο του: «Αρ­χή πά­ντων και τέ­λος … πά­σι τύ­πος και νό­μος ην … πο­λύ­τρο­πος και πο­λυει­δής την κυ­βέρ­νη­σιν … Χρι­στόν τον ε­αυ­τού ποιμέ­να μι­μού­με­νος»
 Ο Α­θα­νά­σιος ε­κοι­μή­θη πε­ρί το 1000 μ.Χ. Πάν­δη­μος υ­πήρ­ξε η εκ­φο­ρά του ιε­ρού σκηνώ­μα­τος του, ο­πού πα­ρέ­στη η του «Όρους Γε­ρου­σί­α».
Α­νε­γνω­ρί­σθη Όσιος και η  μνή­μη του ε­ορ­τά­ζε­ται την 5ην Ιου­λί­ου.

Θαύμα­τα του οσiου Αθα­να­σiου 



Ε­κεί­νο ό­μως το ο­ποί­ο ι­διαί­τε­ρα χα­ρα­κτή­ρι­ζε τον Όσιον Α­θα­νά­σιο, δεν ή­ταν τό­σο η ί­δρυ­ση της Λαύ­ρας, η συμ­βολή του στην δια­μόρ­φω­ση του α­γιο­ρεί­τι­κου κα­θε­στώ­τος, οι σχέ­σεις του με τους αυ­το­κρά­το­ρες της ε­πο­χής του, αλ­λά η πνευ­μα­τι­κή συ­γκρό­τη­ση της προ­σω­πικό­τη­τάς του.
 Ο Όσιος υ­πήρ­ξε κατ’ ε­ξο­χήν έ­νας γνή­σιος μο­να­χός, έ­νας αυ­θε­ντι­κός α­σκη­τής. 
Κέ­ντρο της ζω­ής του ή­ταν η πνευ­μα­τι­κή του κα­τάρ­τι­ση, η κα­τά­κτη­ση των δωρε­ών της χά­ρι­τος του Θε­ού. Η προ­σω­πι­κό­της του συ­γκρί­νε­ται με τις με­γά­λες προ­σω­πι­κό­τη­τες του μο­ναχι­σμού της Ορ­θό­δο­ξης Α­να­το­λής, ό­πως του Οσίου Σάβ­βα του Η­για­σμέ­νου, του Θεό­δω­ρου του Στου­δί­του κ.α.
 Ε­βί­ω­σε το Ευαγ­γέ­λιο στην αυ­θε­ντι­κή του διά­στα­ση, κα­τά­κτη­σε την α­ρε­τή και α­ξιώ­θη­κε θεί­ων χα­ρι­σμά­των και δω­ρε­ών, και ό­πως ση­μειώ­νει ο ε­γκω­μια­στής του Το Θαύμα του Αγιάσματος, τοιχογραφία Νάρθηκος Ι. Μ. Μ. Λαύρας (19ος αι.). «τοις αγ­γέ­λοις ε­φά­μιλ­λος ώ­φθη»
. Α­ξιώ­θη­κε του χα­ρί­σμα­τος του θαυ­μα­τουρ­γείν.
 Ο βιο­γρά­φος του ανα­φέ­ρει με­ρι­κά α­πό τα θαύ­μα­τα τα ο­ποί­α εν ζω­ή και με­τά θά­να­τον ε­ποί­η­σε.
 Με­τα­ξύ αυ­τών α­να­φέ­ρου­με:

 Η θε­ρα­πεiα του μο­να­χού Α­θα­να­σiου 

Ο μο­να­χός Α­θα­νά­σιος, ο α­πο­θη­κάριος, στην αρ­χή της μο­να­χι­κής του ζω­ής, ευ­ρι­σκό­με­νος κά­πο­τε στον Μυ­λο­πό­ταμο, έ­πα­θε υ­δρω­πι­κί­α. Βλέ­πο­ντας την κα­τά­στα­σή του, ο Όσιος του υ­πέ­δει­ξε να να με­τα­βεί στη Λαύ­ρα για να θε­ρα­πευ­θεί α­πό τον ια­τρό της Μο­νής. Όταν έ­φθα­σε ε­κεί, οι ια­τροί που τον ε­ξέ­τα­σαν δεν πί­στευαν ό­τι θα θε­ρα­πευ­θεί. 
Τό­τε ο Πατήρ τον λυ­πή­θη­κε για την κα­τά­στα­σή του και, α­φού άγ­γι­ξε με το χέ­ρι του την κοι­λιά, εί­πε «Ύπα­γε τέ­κνον, ου­δέν κα­κόν έ­χεις». Α­μέ­σως με τον λό­γο ο μο­να­χός έ­γι­νε υ­γιής

Η ε­μφάνιση της  Πα­να­γi­α­ς στον Όσι­ο 

Η πα­ρά­δο­σις της Μο­νής δια­σώ­ζει το ε­ξής θαυ­μα­στό πε­ρι­στα­τι­κό :
 Κα­τά το έ­τος 963, συ­νέ­βη λι­μός στην Αυ­το­κρα­το­ρί­α, έ­νε­κα του ο­ποίου ε­δη­μιουρ­γή­θη έλ­λει­ψη τρο­φών και στο Άγιον Όρος. Ε­πει­δή εί­χε αρ­χί­σει η οι­κο­δο­μή της Λαύ­ρας και να ε­ξα­ντλού­νται τα υ­λι­κά και τα τρό­φι­μα, ο Όσιος απε­φά­σι­σεν να με­τα­βεί στις Κα­ρυ­ές για να συμ­βου­λευ­θεί τον Πρώ­το και τους γέ­ρο­ντες ε­πί του πρα­κτέ­ου. 
Ε­νώ λοι­πόν ε­πο­ρεύ­ε­το προς τις Κα­ρυ­ές, σε αρ­κε­τή α­πό­στα­ση α­πό τη Μο­νή, συ­ναντά μια σε­μνο­τά­την και ω­ραιω­τά­την γυ­ναί­κα. Α­πό την θέ­α της ε­τα­ρά­χθη. Αλ­λά πρώ­τη η γυ­νή ε­ρώ­τα τον Α­θα­νά­σιον «Πό­θεν έρ­χε­σαί, Α­θα­νά­σιε, και που πο­ρεύ­εσαι;». Έκπλη­κτος ο Όσιος α­πά­ντη­σε «Ποί­α εί­σαι ε­σύ, η ο­ποί­α μου ο­μι­λείς και γνω­ρίζεις το ό­νο­μά μου;». «Ε­γώ εί­μαι η Μή­τηρ του Κυ­ρί­ου και προ­στά­τις σου» α­πα­ντά ε­κεί­νη, και συ­νεχί­ζει «Αλ­λ’ εί­πε μοι, δια­τί ε­γκα­τέ­λι­πες την Λαύ­ραν, και που με­τα­βαί­νεις;» Και ο Όσιος: «Δεν πι­στεύ­ω ό­τι εί­σαι η Κε­χα­ρι­τω­μέ­νη, ε­άν δεν ι­δώ κά­ποιο ση­μεί­ον». 
«Δί­καιον έχεις, Α­θανά­σιε· δια να πι­στεύ­σεις, ιδού» απάντη­σε. «Χτύ­πη­σε σταυ­ρο­ει­δώς με την ρά­βδο σου αυ­τήν την πέ­τρα ε­πι­κα­λού­με­νος το ό­νο­μα της Πα­να­γί­ας Τριά­δος και θα ι­δείς ευ­θύς να α­να­βλύ­ζει ά­φθο­νον και α­στεί­ρευ­ τον ύδωρ». 
Πει­σθείς ο Όσιος, ε­κτύ­πη­σε την ε­νώ­πιον του πέ­τρα και α­μέ­σως α­νέ­βλυ­σεν ύδωρ, και το ση­μεί­ον 
ε­κεί­νο έ­κτο­τε ο­νο­μά­σθη­κε ύ­δωρ του α­γιά­σματος, έν­ θα ε­κτί­σθη να­ϋ­δριον της Ζω­ο­δό­χου Πη­γής. 
Με­τά το γε­γο­νός τού­το, προ­σέ­πε­ σε ε­νώ­πιον της Πα­να­γί­ας και ε­ζή­τη­σε συγ­γνώμη. 
Τό­τε η Πα­να­γί­α υ­πο­σχέ­θη­κε στον Όσιο να α­να­λά­βει την τρο­φο­δο­σί­α της Μονής και των άλ­λων
α­να­γκαί­ων, και τον προέ­τρε­ψε να ε­πι­στρέ­ψει στην Λαύ­ρα, και έ­γι­νε ευ­θύς ά­φα­ντος. 
Ο Α­θα­νά­σιος ε­πέ­στρε­ψε στη Μο­νή. 
Μό­λις δι­έ­βη την κε­ντρι­κήν πύ­λη και ει­σήλθεν στην αυ­λή, βλέ­πει ε­νώ­πιόν του και πά­λι την 
Υ­πε­ρα­γί­αν Θε­ο­τό­κον, η ο­ποί­α τον ο­δή­γη­σε στην α­πο­θή­κη της Μο­νής, η ο­ποί­α ή­ταν πλέ­ον πλή­ρης τρο­φί­μων. 
Δει­κνύ­ου­σα δε η Πα­να­γί­α την ευ­λο­γί­α ε­κεί­νη του Θε­ού, λέ­γει στον Όσιο «Θέλω, τέ­κνον μου Α­θα­νά­σιε, εις το ε­ξής να μη ο­ρί­σης ε­σύ και οι διά­δο­χοί σου Οι­κο­νό­μον εις την Μο­νήν, διό­τι ε­γώ θα εί­μαι η Οι­κο­νό­μισ­σα της Λαύ­ρας μέ­χρι της συ­ντέ­λειας των αιώ­νων» και έ­γι­νε πά­λι ά­φα­ντος. Πράγ­μα­τι, ο Όσιος κα­τό­πιν αυ­τών συ­νέ­χι­σε την ο­λο­κλή­ρω­ση της Λαύ­ρας, μέ­χρι συ­ντε­λέ­σε­ως
 της ο­ποί­ας ε­πήρ­κε­σεν η ευ­λο­γί­α ε­κεί­νη των τρο­φί­μων.
 Στο ση­μεί­ο ό­που ε­νε­φα­νί­σθη η Πα­να­γί­α α­νη­γέρ­θη ύ­στε­ρα, και υ­πάρ­χει έ­ως σήμε­ρον το Προ­σκυ­νη­τά­ριον της Πα­να­γί­ας της Οι­κο­νο­μίσ­σης, μετ’ α­κοι­μή­του καν­δή­λας.



Ο Α­λε­ξαν­δρε­ί­α­ς  Σiλ­βε­στρος κα­ι­ η α­να­κο­μι­δή  τω­ν λε­ι­ψά­νω­ν του Α­γi­ου



Α­να­φέ­ρε­ται ε­πί­σης ό­τι: «Κα­τά την ζώ­σαν και α­διά­κο­πον πα­ρά­δο­σιν της Μο­νής λέ­γε­ται ό­τι, ζων ο Όσιος, εί­χεν α­φή­σει ε­ντο­λήν ­πε­ρι μη ε­κτα­φής του, η ο­ποί­α και ε­τη­ρείτο ε­πί αιώ­νες. 
Αλ­λά, κα­τά την πα­ρά­δο­σιν ε­πί­σης, ο Πα­τριάρ­χης Α­λε­ξαν­δρεί­ας Σίλ­βε­στρος, ό­τε το 1575 με­τέ­τρε­ψε την Μο­νή α­πό ι­διορ­ρύθ­μου εις κοι­νό­βιον, η­θέλη­σεν εξ ευ­λα­βεί­ας ν’ α­νοί­ξει τον τά­φον.
 Α­φού λοι­πόν έ­πει­σε τους Πα­τέ­ρας, ε­πε­χεί­ρη­σε μετ’ αυ­τών το ά­νοιγ­μα του τά­φου.
Όταν ε­κτύ­πη­σαν δια των σχετι­κών ερ­γα­λεί­ων προς διά­νοι­ξιν, ε­ξήλ­θον ε­κεί­θεν φλό­γες πυ­ρός, αι ο­ποί­αι κα­τε­τρό­μα­ξαν τον Πα­τριάρ­χην και τους πε­ρι αυ­τόν, ώ­στε να στα­μα­τή­σουν πάραυ­τα το εγ­χεί­ρη­μα. Ού­τως ο τά­φος του Οσίου πα­ρα­μέ­νει μέ­χρι σή­με­ρα ά­θι­κτος, κα­τά την ε­ντο­λήν του Πα­τρός». 
Τα ό­ρια και το μέ­γε­θος της πνευ­μα­τι­κής συ­γκρο­τή­σε­ως και α­κτινο­βο­λί­ας του Οσίου Α­θα­να­σί­ου πα­ρι­στά το Α­πο­λυ­τί­κιο αυ­τού, το ο­ποί­ο έ­χει ως ε­ξής:
 «Την εν σαρ­κί ζω­ήν, σου κα­τε­πλά­γη­σαν, Αγ­γέ­λων τάγ­μα­τα, πως με­τα σώ­μα­τος, προς α­ο­ρά­ τους 
συ­μπλο­κάς ε­χω­ρή­σας α­οί­δη­με, και κα­τε­τραυ­μα­τί­σας των δαι­μό­νων τας φά­λαγ­γας· ό­θεν Α­θα­νά­σιε, 
ο Χρι­στός σε η­μεί­ψατο, πλου­σί­αις δω­ρε­αίς· διό Πά­τερ, πρέ­σβευε σω­θή­ναι τας ψυ­χάς η­μών».

KEIMENO: Παύ­λος Μον. Λαυ­ριώ­της - Σ Τ ΡΑΤ Ι ΩΤ Ι Κ Η   Ε Π Ι Θ Ε Ω Ρ Η Σ Η

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΧΡΙΣΤΟΣ ΕΤΕΧΘΗ

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ Αρχιμ. Γρηγορίου Κωνσταντίνου Δρ. Θεολογίας

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ