ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΠΑΪΣΙΟΣ - Παιδιά και γονείς-



 (Επιστολή γραμμένη από τον γέροντα Παίσιο σε μια οικογένεια που ήταν πολύ πιστή, μορφωμένη κοινωνικά και πνευματικά, και βρισκόταν σε απόγνωση λόγω της συμπεριφοράς της κόρης τους).

 Αγαπητέ μου αδελφέ «Χαίρε εν Κυρίω.


Σχετικά με το παιδί σας που μού γράφετε, έχω τη γνώμη ότι μία αυστηρή στάση θα το κάνη πολύ χειρότερα. 
Να τού λέτε το καλό με καλόν τρόπο και να μην το πιέζετε μετά, αλλά να δείχνετε ότι στενοχωρείσθε για τον δρόμο που τραβάει (πράγμα που θα φαίνεται μόνο του, γιατί ούτε η χαρά κρύβεται ούτε και η στενοχώρια). 
Θα κάνετε εσείς το καθήκον σας με τις συμβουλές και μετά να το εμπιστευθήτε στον Θεό. 
Νομίζω ότι περισσότερα αποτελέσματα θα φέρη, όταν ο πόνος αξιοποιηθή στην προσευχή, παρά να πονάτε για τις αταξίες του παιδιού επιμένοντας, γιατί το παιδί τώρα είναι αναστατωμένο από την σάρκα και υπό την επίδραση του πονηρού, γιατί του έδωσε δικαιώματα.

Μπόρα είναι και θα περάση.
Μην στενοχωρείσθε, θα συνέλθη αργότερα.
 Ούτε και να το πάρετε κατάκαρδα, που θα χάση την αγνότητά του και τι θα γίνη μετά, γιατί οι άνθρωποι της εποχής μας έχουν άλλο τυπικό, την αμαρτία την έκαναν μόδα.
 Ο Θεός να μας ελεήση. Κοιτάξετε όσο μπορείτε να μην το αποπαίρνετε, όπως ανέφερα, για να μην κόψη το σκοινί και φύγη από την οικογένεια, γιατί θα συνέλθη μετά και δεν θα θέλη να πλησίαση από εγωισμό,οπότε θα χαθή τελείως…
…Να κάνετε ένα μικρό διάστημα υπομονή, να παραβλέπετε τίς αταξίες της, να σας πλησίαση λίγο περισσότερο και τότε να βρήτε καμιά αφορμή με τρόπο να την συμβουλέψετε… Πάντως μη στενοχωρείσθε, δεν θα αφήση ο Θεός, ούτε και τις αμαρτίες των παιδιών της εποχής μας (τώρα) θα τις κρίνη το ίδιο με τις αμαρτίες των παιδιών της δικής μας (τότε, παλιότερης) εποχής.
Εύχεσθε, και εγώ θα εύχομαι, και ο καλός Θεός να βοηθήση και τό παιδί σας και όλα τα παιδιά σας και όλα τα παιδιά του κόσμου. 

Με αγάπη Χριστού  
 [ evaggelismostheotokou gr ]



Οι γονείς πρέπει να προσέχουν πολύ να μη μαλώνουν τα παιδιά τους το βράδυ, γιατί το βράδυ τα παιδιά δεν έχουν με τι να διασκεδάσουν την στενοχώρια τους και η μαυρίλα της νύχτας την μαυρίζει πιο πολύ. 
Αρχίζουν να σκέφτωνται πώς να αντιδράσουν, ψάχνουν διάφορες λύσεις, μπαίνει στην μέση και ο διάβολος, και μπορεί να φθάσουν στην απελπισία… Την ημέρα, και να πουν τα παιδιά: «θα κάνω αυτό ή εκείνο», θα βγουν έξω, θα ξεχαστούν, οπότε διασκεδάζεται η στενοχώρια. 

– Γέροντα, το ξύλο βοηθάει τα παιδιά να διορθωθούν;
 – Όσο γίνεται, οι γονείς να το αποφεύγουν. Να προσπαθούν με το καλό και με υπομονή να δώσουν στο παιδί να καταλάβη ότι αυτό που κάνει δεν είναι σωστό. Μόνον όταν είναι μικρό το παιδί και δεν καταλαβαίνη ότι αυτό που κάνει είναι επικίνδυνο, βοηθιέται, αν φάη κανένα σκαμπίλι, για να προσέχει άλλη φορά. 
Ο φόβος, μήπως φάη πάλι σκαμπίλι, γίνεται φρένο και το προστατεύει. 
Εγώ, όταν ήμουν μικρός, περισσότερο βοηθιόμουν από την μητέρα μου παρά από τον πατέρα μου. Και οι δυο με αγαπούσαν και ήθελαν το καλό μου. Καθένας όμως με βοηθούσε με το δικό του τρόπο. Ο πατέρας μου ήταν αυστηρός. Όταν κάναμε καμιά αταξία, μας έδινε σκαμπίλια. 
Εγώ πονούσα λίγο από το ξύλο, μαζευόμουν, όταν όμως περνούσε ο πόνος, ξεχνούσα και τον πόνο και τις συμβουλές του. Όχι ότι δεν με αγαπούσε ο πατέρας μου. Από αγάπη με έδερνε. Μια φορά, θυμάμαι – τριών ετών ήμουν – , που μου έδωσε ο πατέρας μου ένα σκαμπίλι, με τίναξε πέρα! 
Τι είχε γίνει; Δίπλα από το σπίτι μας ήταν ένα σπίτι εγκαταλελειμμένο. 
Οι ιδιοκτήτες είχαν φύγει στην Αμερική και είχε ρημάξει. Στην αυλή είχε μια συκιά που τα κλαδιά της έβγαιναν στον δρόμο. Ήταν καλοκαίρι και ήταν γεμάτη σύκα. Εκεί που έπαιζα με τα άλλα παιδιά, ήρθε ένας γείτονας και με σήκωσε, για να του κόψω μερικά σύκα, γιατί δεν έφθανε μόνος του να τα κόψη. Του έκοψα πέντε έξι και μου έδωσε κι εμένα δύο. Όταν το έμαθε ο πατέρας μου, θύμωσε πάρα πολύ. Μου έδωσε ένα σκαμπίλι!… Εγώ έβαλα τα κλάματα. 
Η μάνα μου που ήταν μπροστά, γύρισε και του είπε: «Τι το χτυπάς το παιδί; Τι ήξερε αυτό; μικρό παιδί είναι. Πως μπορείς να το ακούς να κλαίη;». «Άμα έκλαιγε τότε που το σήκωσε ο άλλος, για να κόψη τα σύκα, δεν θα έκλαιγε τώρα, είπε ο πατέρας μου. Αλλά, φαίνεται, ήθελε να φάη και αυτό σύκα. Ας κλαίη λοιπόν τώρα». Που να τολμήσω να το ξανακάνω! Και η μητέρα μου έβλεπε τις αταξίες μου και στενοχωριόταν, αλλά είχε μια αρχοντιά.
 Όταν έκανα καμμιά αταξία, γύριζε το κεφάλι από την άλλη μεριά και έκανε πως δεν με βλέπει, για να μη με στενοχωρήση. Εμένα όμως αυτή η συμπεριφορά μου ράγιζε την καρδιά. «Κοίταξε, έλεγα μέσα μου, εγώ έκανα τέτοια αταξία και η μητέρα όχι μονάχα δεν με δέρνει, αλλά κάνει και πως δεν με βλέπει! Άλλη φορά δεν θα το ξανακάνω! Πώς να την ξαναστενοχωρήσω;». 
Με αυτήν την συμπεριφορά της η μητέρα μου με βοηθούσε περισσότερο, παρά αν μου έδινε ένα σκαμπίλι. Κι εγώ όμως δεν το εκμεταλλευόμουν, να πω: «Ε, τώρα δεν με βλέπει, ας κάνω μεγαλύτερη αταξία». Ενώ ο πατέρας μου, μόλις έκανα κάτι, τακ, σκαμπίλι. Βλέπεις, και οι δύο με αγαπούσαν, εκείνο όμως που με διόρθωνε περισσότερο ήταν η αρχοντική συμπεριφορά της μάνας μου.

– Γέροντα, μερικά παιδιά όμως είναι πολύ άτακτα. Φωνάζουν, τρέχουν, κάνουν ζημιές. Πώς να αποφύγουν οι γονείς το ξύλο;
 – Κοίταξε, δεν φταίνε τα παιδιά. Τα παιδιά, για να μεγαλώσουν φυσιολογικά, θέλουν αυλή, για να μπορούν να παίξουν. Τώρα τα κακόμοιρα είναι κλεισμένα μέσα στις πολυκατοικίες και ζορίζονται. Δεν μπορούν να τρέξουν ελεύθερα, να παίξουν, να χαρούν. Δεν πρέπει να στενοχωριούνται οι γονείς, όταν το παιδάκι είναι ζωηρό. Ένα ζωηρό παιδί έχει δυνάμεις μέσα του και μπορεί να προκόψη πολύ στην ζωή του, αν τις αξιοποιήση.



Μερικοί γονείς κάνουν μεγάλο στρίμωγμα στα παιδιά τους, και μάλιστα μπροστά σε άλλους! Λες και έχουν ένα μουλάρι και το οδηγούν με την βέργα να πάη ίσα μπροστά έχουν ένα καπίστρι στο χέρι και του λένε: «Να περπατάς ελεύθερα!».
Ύστερα φθάνουν και αυτά στο σημείο να τους δέρνουν. Σήμερα ήρθε μια μάνα με το παιδί της- ένα παλληκάρι μέχρι εκεί πάνω-, που ήταν άρρωστο. «Τι να κάνω, Πάτερ; μου λέει, το παιδί μου δεν τρώει και δεν θέλει ούτε να μας δη». Της είπα τι να κάνη και με ξαναρωτάει: «Τώρα τι να κάνω;».
- Μήπως, Γέροντα, δεν κατάλαβε τι της είπατε;
- Πώς δεν κατάλαβε! «Εγώ ούτε μια ώρα, της είπα, δεν μπορώ να καθήσω μαζί σου, πώς να μείνη το παιδί μαζί σου; το παλάβωσες!». «Όχι, μου λέει, το αγαπάω». «Τι το αγαπάς, αφού δεν αναπαύεται κοντά σου θέλει να φύγη από το σπίτι, γιατί θέλει να βρίσκεται σε άλλο περιβάλλον.
 Όταν βρίσκεται μακριά σας, είναι μια χαρά. Για να μη σας θέλη, φαίνεται φταίτε κι εσείς.
Να μην το ερεθίζετε το σακατεύεις το παιδί έτσι που φέρεσαι.
Με το καλό να του φέρεσαι, με υπομονή». Αφού της είπα όλα αυτά, με ξαναρωτάει: «Τι να κάνω;
Το παιδί δεν μας θέλει». Πώς να συνεννοηθής έτσι; Να είναι το παιδί μια χαρά και να το βγάζουν χαζό. Αυτό είναι βλάβη.
Με το ζόρισμα οι γονείς δεν βοηθούν τα παιδιά τα πνίγουν.
Συνέχεια «μη αυτό, μη εκείνο, αυτό καν' το έτσι ...;» Πρέπει να τραβούν τα γκέμια τόσο που να μη τα σπάζουν. Να ελέγχουν με τρόπο τα παιδιά, για να τα φέρνουν σ' έναν λογαριασμό, αλλά να μη δημιουργούνται χάσματα μεταξύ τους. Να κάνουν ό,τι κάνει ο καλός κηπουρός, όταν φυτεύη ένα δενδράκι: Το δένει απαλά με ένα σχοινάκι σε έναν , πάσσαλο για να μη στραβώση και να μην τραυματίζεται, όταν το γέρνη ο αέρας λίγο δεξιά-λίγο αριστερά.
Το φράζει κιόλας γύρω-γύρω και συγχρόνως το ποτίζει, το φροντίζει, μέχρι να μεγαλώσουν τα κλωνάρια του, για να μην το φάνε τα κατσίκια. Γιατί, αν το κουτσουρέψουν τα κατσίκια, πάει, καταστράφηκε. Ένα κουτσουρεμένο δένδρο ούτε να καρπίση μπορεί ούτε σκιά να κάνη. Όταν μεγαλώσουν τα κλωνάρια του, τότε ο κηπουρός βγάζει τον φράχτη, οπότε και καρπίζει το δένδρο και στην σκιά του μπορούν να φιλοξενούνται και κατσίκια και πρόβατα και άνθρωποι.
Οι γονείς όμως πολλές φορές από υπερβολικό ενδιαφέρον θέλουν να δέσουν το παιδί με σύρμα, ενώ πρέπει να το δένουν απαλά, για να μην το πληγώνουν. Να προσπαθούν να βοηθούν τα παιδιά με τον αρχοντικό τρόπο, ο οποίος καλλιεργεί το φιλότιμο στις ψυχές τους, ώστε να καταλάβουν το καλό ως ανάγκη. Να τους εξηγούν το καλό, όσο μπορούν με καλό τρόπο, με αγάπη και με πόνο. Θυμάμαι μια μητέρα που ,όταν έβλεπε τα παιδάκια να κάνουν καμμιά αταξία, τα μάτια της βούρκωναν από πόνο και τους έλεγε: «μη, χρυσό μου παιδί». Και με το παράδειγμά της τους μάθαινε να αγωνίζονται με χαρά, για να αποφεύγουν τους πειρασμούς της ζωής, να μην ταράζωνται εύκολα μπροστά σε μια δυσκολία, αλλά να την αντιμετωπίζουν με προσευχή και με εμπιστοσύνη στον Θεό.
Σήμερα μικροί -μεγάλοι στον κόσμο ζουν σαν σε τρελλοκομείο , γι' αυτό χρειάζεται πολλή υπομονή και πολλή προσευχή. Ένα σωρό παιδιά παθαίνουν εγκεφαλικό. Είναι λίγο χαλασμένο το ρολόι, το κουρντίζουν και οι γονείς λίγο παραπάνω και σπάζει το ελατήριό του. Χρειάζεται διάκριση. Άλλο παιδί θέλει περισσότερο κούρντισμα και άλλο λιγώτερο. Τα καημένα τα παιδιά είναι εκτεθειμένα σε όλα τα ρεύματα. Όταν ασκούν έξω στις διάφορες συντροφιές «μη σέβεστε γονείς, μη σέβεστε τίποτε», και οι μητέρες πάνε να τα σφίξουν, τότε αντιδρούν χειρότερα.

Γι' αυτό λέω στις μητέρες να ζοριστούν στην προσευχή και όχι να ζορίζουν τα παιδιά. 
Αν συνέχεια λένε «μη, μη» στο παιδί, ακόμη και για μικροπράγματα, ή καμιά φορά και άδικα, τότε, όταν πρόκειται για κάτι σοβαρό, όταν πάη λ.χ. το παιδάκι να ρίξη βενζίνη στην φωτιά, δεν ακούει και το κάνει, οπότε μπορεί να πάθη μεγάλη ζημιά. Το παιδί δεν καταλαβαίνει ότι μέσα στο «μη» κρύβεται η αγάπη. Αλλά και όταν μεγαλώση λίγο, μπαίνει ο εγωισμός και αντιδράει, όταν του κάνουν καμιά παρατήρηση, γιατί λέει: «μικρός είμαι και μου φέρονται έτσι;». Οι γονείς πρέπει να δώσουν στο παιδί να καταλάβη ότι, όπως , όταν ήταν μικρό, το πρόσεχαν να μην καή, έτσι και τώρα που μεγάλωσε, υπάρχει άλλη φωτιά.
Γι' αυτό πρέπει να προσέχη, να μη δίνη δικαιώματα στον πειρασμό, για να διατηρήση την Χάρη του Αγίου Βαπτίσματος.


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Η ΕΠΑΝΑΚΟΜΙΔΗ ΤΟΥ ΣΕΠΤΟΥ ΣΚΗΝΩΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΣΑΒΒΑ

ΧΡΙΣΤΟΣ ΕΤΕΧΘΗ

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ Αρχιμ. Γρηγορίου Κωνσταντίνου Δρ. Θεολογίας