Ο Άγιος Απόστολος Ανδρέας



Ο ΑΓΙΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ Ο ΠΡΩΤΟΚΛΗΤΟΣ 


 Μέσα στή σεπτή χορεία τών δώδεκα μαθητών τού Ιησού Χριστού εξέχουσα θέση κατέχει ο τιμώμενος υπό τής Ανατολικής [καί Δυτικής] Εκκλησίας στίς 30 Νοεμβρίου Άγιος Απόστολος Ανδρέας ο Πρωτόκλητος, ο οποίος από άσημος καί απλοϊκός ψαράς κατέστη «αλιεύς τών ανθρώπων» καί αναδείχθηκε μέγας διδάσκαλος τού Ευαγγελίου τού Χριστού καί φλογερός Απόστολος τού Γένους μας. Ο Άγιος Ανδρέας υπήρξε κατ εξοχήν Απόστολος τών Ελλήνων, αφού ήρθε στόν ελλαδικό χώρο γιά νά κηρύξει τόν σωτηριώδη λόγο τού Θεού καί νά ιδρύσει Εκκλησίες. Έτσι μετά από μία καρποφόρα ιεραποστολική περιοδεία, κατέληξε στήν Πάτρα, τήν οποία επορφύρωσε μέ τό τίμιο αίμα του καί καθαγίασε μέ τόν ένδοξο σταυρικό του θάνατο γιά νά πρεσβεύει αδιάλειπτα στόν Πανάγαθο Θεό γιά τή σωτηρία καί προστασία τού πατραϊκού λαού, αλλά καί σύμπαντος τού Ελληνικού Γένους.


. Ο Πρωτόκλητος μαθητής τού Κυρίου μας γεννήθηκε στήν κωμόπολη Βηθσαϊδά τής Γαλιλαίας, η οποία βρίσκεται στή δυτική όχθη τής λίμνης Τιβεριάδος (Γεννησαρέτ).
Τόσο ο πατέρας του, ο Ιωνάς, όσο καί ο ίδιος ο Ανδρέας, αλλά καί ο μεγαλύτερος αδελφός του, ο Σίμων Πέτρος, εξασκούσαν τό επάγγελμα τού ψαρά. Παρόλο όμως πού δέν απέκτησαν τά δύο αδέλφια ιδιαίτερη μόρφωση, χαρακτηρίζονταν από τήν ευσέβειά τους, αφού υπήρξαν μαθητές τού αγίου Ιωάννου τού Βαπτιστού, τού οποίου τό πύρινο κήρυγμα σαγήνευσε τίς ψυχές τους.
Μάλιστα ο Ανδρέας, ο οποίος είχε φύγει από τή Βηθσαϊδά καί συγκατοικούσε μαζί μέ τόν έγγαμο αδελφό του, τόν Πέτρο, στήν Καπερναούμ, είχε τήν ευκαιρία νά ακολουθεί συχνότερα τόν άγιο Ιωάννη τόν Πρόδρομο καί Βαπτιστή καί νά παρακολουθεί τά κηρύγματά του.
 Έτσι όταν ο Πρόδρομος είδε τόν Ιησού Χριστό «περιπατούντα» στήν έρημο τής Ιουδαίας, απευθυνόμενος στόν Ανδρέα καί τόν Ιωάννη, τόν υιό τού Ζεβεδαίου, τόν καί μετέπειτα Ευαγγελιστή καί ηγαπημένο μαθητή τού Κυρίου, τούς είπε: «Ίδε ο αμνός τού Θεού, ο αίρων τήν αμαρτία τού κόσμου» (Ιωάν. α/ 36). Η φράση αυτή σαγήνευσε σέ τέτοιο βαθμό τούς δύο απλοϊκούς, αλλά ευσεβείς ψαράδες, ώστε θέλησαν νά γνωρίσουν από κοντά τόν Ιησού Χριστό.
Μόλις αντιλήφθηκε ο Κύριος τήν επιθυμία τους γιά επικοινωνία, απευθύνθηκε σαυτούς καί τούς ρώτησε τί θέλουν. Εκείνοι τότε τόν ρώτησαν: «Ραββί -πού σημαίνει Διδάσκαλε- πού μένεις;»
Τότε ο Κύριος τούς απάντησε: «Έρχεσθε καί ίδετε», δηλαδή ελάτε καί θά δείτε.
Κατόπιν οι δύο ψαράδες πήγαν καί είδαν από κοντά τόν χώρο, όπου έμενε ο Κύριος.
Μόλις ο Ανδρέας γνώρισε από κοντά τόν Ιησού Χριστό, ενθουσιάσθηκε τόσο πολύ, ώστε έτρεξε αμέσως νά ενημερώσει τόν αδελφό του, τόν Σίμωνα Πέτρο. Όταν τόν βρήκε, τού είπε: «Ευρήκαμεν τόν Μεσσία», δηλαδή τόν Χριστό.
Γι αυτό καί ο Ανδρέας έλαβε τό τιμητικό καί ένδοξο προσωνύμιο «Πρωτόκλητος», αφού ήταν ο πρώτος πού δέχθηκε τήν κλήση τού Ιησού Χριστού. Στή συνέχεια οδήγησε τόν αδελφό του στόν Κύριο, ο Οποίος τού είπε: «Εσύ είσαι ο Σίμων, ο γιός τού Ιωνά, εσύ θά ονομασθείς Κηφάς, πού σημαίνει Πέτρος».
Αλλά ο Ανδρέας δέν περιορίσθηκε στό νά φέρει κοντά στόν Χριστό μόνο τόν αδελφό του, τόν Πέτρο, αλλά παρακίνησε καί τόν φίλο του, τόν Φίλιππο, τόν συμπατριώτη του από τή Βηθσαϊδά, ώστε καί αυτός νά γευθεί τήν πνευματική χαρά τής γνωριμίας καί συναναστροφής μαζί Του.

Όμως η επίσημη καί οριστική κλήση στό αποστολικό αξίωμα τόσο τών δύο αδελφών, Ανδρέου καί Πέτρου, όσο καί τών υιών τού Ζεβεδαίου, Ιακώβου καί Ιωάννου, θά γίνει αργότερα, όταν ο Ιησούς Χριστός «περιπατών παρά τήν θάλασσα τής Γαλιλαίας είδε δύο αδελφούς, Σίμωνα τόν λεγόμενον Πέτρον καί Ανδρέαν τόν αδελφό αυτού καί λέγει αυτοίς· δεύτε οπίσω μου, καί ποιήσω υμάς αλιείς ανθρώπων, οι δέ ευθέως αφέντες τά δίκτυα ηκολούθησαν αυτώ (Ματθ. δ/ 18-20). Ακούγοντας λοιπόν αυτά τά λόγια, άφησαν αμέσως τά δίχτυά τους καί ακολούθησαν τόν Ιησού Χριστό. Έκτοτε ο Ανδρέας κατετάγη στόν κύκλο τών δώδεκα μαθητών τού Κυρίου, η δέ παρουσία του ήταν εξέχουσα, αλλά καί η σχέση του μέ τόν Χριστό ήταν ξεχωριστή.
Άλλωστε οι Ευαγγελιστές Ματθαίος, Μάρκος καί Λουκάς τόν αναφέρουν δεύτερο στή χορεία τών Αποστόλων μετά τόν αδελφό του, τόν Σίμωνα Πέτρο.
 Αλλά τό όνομα τού Πρωτοκλήτου Αποστόλου Ανδρέου αναφέρεται καί στό θαύμα τού χορτασμού τών πεντακισχιλίων ανδρών (Ιω. / 5-8), αλλά καί στό περιστατικό τής επιθυμίας  τών Ελλήνων «τών αναβαινόντων ίνα προσκυνήσωσιν εν τή εορτή» γιά νά δούν τόν Ιησού (Ιω. ιβ/ 20-23), καθώς καί στή συνομιλία τού Κυρίου μέ τόν Ανδρέα, τόν Πέτρο, τόν Ιάκωβο καί τόν Ιωάννη περί τών εσχάτων, όταν είχε προαναγγείλει ο Κύριος τήν καταστροφή τού ναού τού Σολομώντα (Μάρκ. ιγ/ 3-4).
Ο Απόστολος Ανδρέας ήταν παρών μαζί καί μέ τούς άλλους Αποστόλους στήν Ανάληψη τού Κυρίου (Πράξ. α/ 9-14), ενώ κατά τήν ευφρόσυνο ημέρα τής Πεντηκοστής δέχθηκε τήν επιφοίτηση τού Αγίου Πνεύματος (Πράξ. β/ 1-13).
Σύμφωνα μάλιστα μέ τίς Πράξεις τών Αποστόλων ο Πρωτόκλητος Ανδρέας βρισκόταν στό υπερώο κατά τήν ημέρα τής Πεντηκοστής καί ήταν μεταξύ αυτών πού κατέβηκε τό Άγιο Πνεύμα «εν είδει πυρίνων γλωσσών καί ήρξαντο λαλείν ετέραις γλώσσαις, καθώς τό Πνεύμα εδίδου αυτοίς αποφθέγγεσθαι».


. Μετά τήν επιφοίτηση τού Παναγίου Πνεύματος άρχισε ο Απόστολος Ανδρέας τήν ιεραποστολική του περιοδεία σύμφωνα μέ τήν παραγγελία τού Ιησού Χριστού: «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τά έθνη». Σύμφωνα μέ  τήν παραγγελία τού Ιησού Χριστού: «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τά έθνη». Σύμφωνα μέ τή γραπτή παράδοση καί τίς διασωθείσες συναξαριακές πηγές ο Άγιος Ανδρέας κήρυξε τό Ευαγγέλιο τού Χριστού στίς χώρες παρά τή Μαύρη Θάλασσα (Εύξεινος Πόντος), τή Σκυθία, τή Γοτθία, τήν Κριμαία καί τήν Ιβηρία (σημερινή Γεωργία), καθώς καί στήν Καππαδοκία, τή Γαλατία καί σέ όλη σχεδόν τή δυτική Μικρά Ασία (Φρυγία, Μυσία, Βιθυνία). Σύμφωνα μάλιστα μέ τό Συναξάριο τής Κωνσταντινουπόλεως ο Απόστολος Ανδρέας κήρυξε στή Σεβαστούπολη, τήν Αμισό (Σαμψούντα), τήν Τραπεζούντα, τήν Ηράκλεια, τήν Αμάστριδα, τή Σινώπη καί τό Βυζάντιο. Μάλιστα στήν πόλη τού Βύζαντα χειροτόνησε τόν Στάχυ, ο οποίος ήταν ένας από τούς εβδομήκοντα Αποστόλους, πρώτο επίσκοπο τής πόλεως. Μ αυτόν τόν τρόπο έγινε ο ιδρυτής τής τοπικής Εκκλησίας τής Κωνσταντινουπόλεως, η οποία από τόν 4ο αιώνα εξελίχθηκε στό πρώτο Πατριαρχείο τής Ανατολής, ο δέ επίσκοπός της κατέστη από τόν 7ο αιώνα Οικουμενικός Πατριάρχης. Γι αυτό καί μέχρι σήμερα ο Απόστολος Ανδρέας ο Πρωτόκλητος είναι ο ιδρυτής καί προστάτης τής Εκκλησίας τής Κωνσταντινουπόλεως.
Μάλιστα η ετήσια εορτή τής μνήμης του, στίς 30 Νοεμβρίου, αποτελεί τή Θρονική Εορτή τού Οικουμενικού Πατριαρχείου, η οποία καί εορτάζεται μέ κάθε εκκλησιαστική λαμπρότητα στόν πάνσεπτο Πατριαρχικό Ιερό Ναό τού Αγίου Γεωργίου στό Φανάρι τής Κωνσταντινουπόλεως.
Κατά τή διάρκεια επίσης τού καρποφόρου ιεραποστολικού του έργου εκχριστιάνισε τούς αρχαίους λαούς Αλανούς, Αβασγούς, Ζηκχούς, Βοσπορινούς καί Χερσονίτες, ενώ μέσω τής Θράκης, τής Μακεδονίας καί τής Θεσσαλίας κατέληξε στήν αχαϊκή γή καί συγκεκριμένα στήν πόλη τών Πατρών, όπου καί τελείωσε τό αποστολικό του έργο.

Αξιομνημόνευτη υπήρξε η ιεραποστολική του δράση στή Σινώπη, πόλη τής αρχαίας Παφλαγονίας στίς ακτές τού Ευξείνου Πόντου, όπου βρήκε πλήθος Ελλήνων καί Ιουδαίων, οι οποίοι μεταξύ τους ήταν διαιρεμένοι εξ αιτίας τών διαφορετικών θρησκειών. Ενδεικτικό είναι μάλιστα τό γεγονός ότι είχαν σέ τέτοιο βαθμό «ανήμερον τό ήθος καί τόν τρόπον βάρβαρον», ώστε τούς αποκαλούσαν ανθρωποφάγους. Μάλιστα κατά τή διάρκεια τής ευεργετικής παρουσίας τού Αποστόλου Ανδρέου στή Σινώπη, ο οποίος κατόρθωσε καί θεμελίωσε στήν πόλη τόν χριστιανισμό, οι αποκαλούμενοι «ανθρωποφάγοι» συνέλαβαν τόν Απόστολο Ματθία πού συνόδευε τόν Ανδρέα στίς ιεραποστολικές του περιοδείες καί αφού τόν φυλάκισαν, σκόπευαν νά τόν θανατώσουν. Αλλά ο Απόστολος Ανδρέας τόν απελευθέρωσε θαυματουργικά καί αναχώρησε μαζί μέ τόν Ματθία καί μέ άλλους μαθητές γιά τήν Αμισό (τή σημερινή Σαμψούντα), πόλη στή νότια ακτή τού Ευξείνου Πόντου μέ ονομαστό λιμάνι, όπου φιλοξενήθηκε στό σπίτι ενός Ιουδαίου, ονόματι Δομετιανός.
 Στήν Αμισό παρέμεινε γιά αρκετό χρονικό διάστημα καί χάρη στό φλογερό του αποστολικό κήρυγμα καί τά θαύματα πού επιτέλεσε, ίδρυσε χριστιανική Εκκλησία καί χειροτόνησε πρεσβυτέρους καί διακόνους. Αλλά ο Πρωτόκλητος Ανδρέας ύστερα από μία πλούσια ιεραποστολική περιοδεία στήν Τραπεζούντα, τήν Ιβηρία (σημερινή Γεωργία), τήν Έφεσο, τή Λαοδικεία τής Φρυγίας, τήν Οδυσσούπολη τής Μυσίας, όπου χειροτόνησε επίσκοπο τόν Άππιο, τή Νίκαια τής Βιθυνίας, όπου χειροτόνησε επίσκοπο τόν Δρακόντιο, τή Νικομήδεια, τήν Καλχηδόνα καί τήν Αμάστριδα, όπου χειροτόνησε επίσκοπο τόν Πάλμα, επισκέφθηκε γιά δεύτερη φορά τή Σινώπη. Μόλις όμως οι κάτοικοι πληροφορήθηκαν τήν άφιξη τού Αποστόλου Ανδρέου, ο οποίος είχε απελευθερώσει τόν Ματθία, όρμησαν μέ βαναυσότητα εναντίον του καί αφού τόν συνέλαβαν, άρχισαν νά σκέπτονται μέ ποιό βασανιστικό τρόπο θά τόν θανατώσουν. Τελικά αποφάσισαν νά τόν δέσουν από τόν τράχηλο μέ σχοινί καί νά τόν σύρουν στίς πλατείες καί τούς δρόμους τής πόλεως, όταν δέ αποβιώσει, νά τεμαχίσουν τό σώμα του γιά νά τό φάνε. Ο Ανδρέας υποβλήθηκε στό φρικτό καί απάνθρωπο αυτό μαρτύριο, αλλά παρόλο πού ήταν εξαντλημένος, δέν πέθανε. Έτσι οι βασανιστές του τόν οδήγησαν στή φυλακή μέ δεμένα τά χέρια του πίσω, ενώ τήν επομένη ημέρα τόν υπέβαλαν εκ νέου στό ίδιο φρικτό βασανιστήριο. Τό βράδυ εξαντλημένο τόν οδήγησαν καί πάλι στή φυλακή καί τό πρωί επανέλαβαν τό ίδιο βασανιστήριο, ελπίζοντας ότι τήν άλλη ημέρα δέν θά είναι πλέον ζωντανός, διότι όπως χαρακτηριστικά έλεγαν: «ητόνησε καί αι σάρκες αυτού εδαπανήθησαν». Αλλά τή νύχτα εμφανίσθηκε ο Κύριος στή φυλακή καί αφού άπλωσε τό χέρι Του, είπε στόν Ανδρέα: «Δός μοι τήν χείρά σου καί ανάστα υγιής». Καί αμέσως ο Πρωτόκλητος μαθητής τού Κυρίου σηκώθηκε υγιής καί ευχαρίστησε τόν Κύριο πού επιτάχυνε τή βοήθειά Του σ αυτόν.
Ταυτόχρονα όμως ξέσπασε κατακλυσμός αλμυρών υδάτων, ο οποίος απείλησε ολόκληρη τήν πόλη, ενώ πολλοί ήταν αυτοί πού έχασαν τή ζωή τους από πνιγμό. Μπροστά σ αυτή τή συμφορά οι κάτοικοι τής Σινώπης αναγκάσθηκαν νά καταφύγουν στόν Απόστολο Ανδρέα καί νά ζητήσουν τή βοήθεια τού Θεού, τόν Οποίο πιστεύει καί επικαλείται. Τότε ο Ανδρέας τούς λυπήθηκε καί αφού ζήτησε τή βοήθεια τού Κυρίου, ο κατακλυσμός σταμάτησε.
 Μ αυτόν τόν τρόπο απελευθερώθηκε από τή φυλακή καί αμέσως βρήκε τήν ευκαιρία νά κηρύξει ελεύθερα καί μέ ένθερμο ιεραποστολικό ζήλο τό Ευαγγέλιο τού Χριστού στούς κατοίκους τής Σινώπης. Μάλιστα χειροτόνησε διακόνους καί πρεσβυτέρους καί κατόπιν αναχώρησε γιά τήν Αμισό καί τήν Τραπεζούντα, όπου ίδρυσε τοπική Εκκλησία. Στή συνέχεια επισκέφθηκε τή Φούστα, τή Σεβαστούπολη, τήν περιοχή τής Ζηκχίας καί έφτασε στόν Βόσπορο, όπου «κατέσπειρε τά θεία λόγια καί πολλούς πρός καρποφορίαν επιτηδείους κατέστησεν». Αφού επισκέφθηκε στή συνέχεια τή Χερσώνα, επέστρεψε στή Σινώπη, όπου χειροτόνησε τόν πρώτο επίσκοπο τής πόλεως, ονόματι Φιλόλογο. Κατόπιν αναχώρησε γιά τό Βυζάντιο, όπου ίδρυσε τήν τοπική Εκκλησία, χειροτονώντας επίσκοπο τόν Στάχυ. Τό γεγονός αυτό, όπως προαναφέρθηκε, τόν κατέστησε ιδρυτή τής Εκκλησίας τής  Κωνσταντινουπόλεως, ενώ στή συνέχεια μετέβη στήν Ηράκλεια, πόλη τής Ανατολικής Θράκης στά παράλια της Προποντίδος. Κατόπιν αναχώρησε γιά πόλεις καί χωριά τής Μακεδονίας, όπου κήρυττε, νουθετούσε, θεράπευε ασθενείς, χειροτονούσε ιερείς καί καθοδηγούσε πνευματικά τούς κατοίκους.

Μετά από αυτή τήν ευδόκιμη ιεραποστολική του περιοδεία καί αφού πέρασε από τή Θεσσαλία καί τή Στερεά Ελλάδα, έφτασε στήν Πελοπόννησο καί αφίχθη στήν Πάτρα, η οποία τήν εποχή εκείνη ήταν ειδωλολατρική πόλη. Μάλιστα φιλοξενήθηκε στό σπίτι τού Σωσσίου, ο οποίος κατοικούσε μόνιμα στήν Πάτρα, αλλά έπασχε από μία ανίατη καί θανατηφόρα ασθένεια. Ο Ανδρέας όμως επικαλούμενος τό όνομα τού Κυρίου ημών Ιησού Χριστού θεράπευσε τόν Σωσσία διά επιθέσεως τών χειρών του. Τό επιτελεσθέν θαύμα διαδόθηκε ταχύτατα σέ ολόκληρη τήν πόλη καί τό πληροφορήθηκε καί ο ειδωλολάτρης ανθύπατος Λέσβιος, ο οποίος χαρακτήρισε τόν Απόστολο τού Χριστού «μάγο καί απατεώνα». Μάλιστα αποφάσισε νά τόν συλλάβει καί νά τόν θανατώσει. Όμως τή νύχτα καί ενώ σχεδίαζε τή σύλληψη καί εξόντωσή του, αρρώστησε βαριά καί από τήν ασθένειά του παρέμεινε γιά πολλές ώρες άφωνος. Όταν συνήλθε λίγο, παρακάλεσε κλαίγοντας τούς στρατιώτες του νά αναζητήσουν τόν Ανδρέα καί νά τόν παρακαλέσουν νά τόν επισκεφθεί. Μόλις ήρθε ο Απόστολος τού Χριστού, άρχισε ο ανθύπατος κλαίγοντας νά τόν παρακαλεί νά δείξει τό έλεός του σ έναν άνθρωπο πού είναι πλανεμένος καί αμαρτωλός.
Τότε ο Πρωτόκλητος μαθητής τού Κυρίου συγκινημένος βαθύτατα επέθεσε τό δεξί του χέρι στό σώμα τού Λεσβίου καί υψώνοντας τά μάτια του στόν ουρανό, παρακάλεσε τόν Ιησού Χριστό νά θεραπεύσει τόν ασθενή σωματικά καί ψυχικά καί νά τόν καταστήσει σκεύος τής εκλογής Του καί άξιο μαθητή Του. Αμέσως μέ τή βοήθεια τού θεηγόρου Αποστόλου σηκώθηκε ο Λέσβιος εντελώς υγιής. Τό νέο αυτό θαύμα διαδόθηκε αστραπιαία στήν Πάτρα καί πολλοί ήταν εκείνοι πού έφερναν τούς ασθενείς τους στόν πνευματέμφορο Απόστολο, ο οποίος «επιθείς τάς χείρας εφ εκάστω αυτών παρευθύ πάντας ιάσατο». Η πλούσια αυτή θαυματουργική δράση τού Πρωτοκλήτου Αποστόλου σέ συνδυασμό μέ τό φλογερό του κήρυγμα καί τήν αξιοθαύμαστη εντύπωση πού δημιουργούσε μέ τήν αγιότητά του, προσείλκυε ολοένα καί περισσότερους ειδωλολάτρες στή χριστιανική πίστη καί έτσι στήν Πάτρα είχε δημιουργηθεί μία πολυάριθμη χριστιανική κοινότητα. Μεταξύ αυτών πού ασπάσθηκαν τόν χριστιανισμό ήταν καί ο πρώην ειδωλολάτρης ανθύπατος Λέσβιος, πολλοί δέ από τούς μεταστραφέντες στή χριστιανική πίστη πρώην ειδωλολάτρες εισέβαλαν στούς ειδωλολατρικούς ναούς καί τούς παρέδωσαν στή φωτιά, ενώ συνέτριψαν καί τά ευρισκόμενα σ αυτούς ειδωλολατρικά αγάλματα. Μόλις όμως πληροφορήθηκε ο Ρωμαίος αυτοκράτορας τή μεταστροφή πολλών ειδωλολατρών στόν χριστιανισμό, μεταξύ δέ αυτών καί τού ανθυπάτου Λεσβίου, έπαυσε, κατόπιν καί εισηγήσεων από ιδιοτελείς συμβούλους, τόν Λέσβιο από τό αξίωμά του καί τόν αντικατέστησε μέ τόν Αιγεάτη. Μάλιστα ο πρώην ανθύπατος άρχισε νά ακολουθεί τόν Απόστολο Ανδρέα στήν πλούσια ιεραποστολική του δραστηριότητα στήν περιοχή τής Αχαΐας καί κατέστη πιστός ακόλουθος καί ένθερμος συνοδοιπόρος του.


. Στό μεταξύ η σύζυγος τού νέου ανθυπάτου Αιγεάτου, ονόματι Μαξιμίλλα, αντιμετώπιζε μέ συμπάθεια τή χριστιανική θρησκεία καί πληροφορούμενη τήν ιεραποστολική δράση τού θεηγόρου Αποστόλου στήν Πάτρα, θέλησε νά τόν γνωρίσει από κοντά. Γι αυτό καί έστειλε στό σπίτι τού Σωσσίου, στό οποίο διέμενε ο Ανδρέας, μία έμπιστη συγγενή της, τήν Ιφιδάμα. Αλλά η Μαξιμίλλα αρρώστησε βαριά καί απελπισμένη από τίς ανεπιτυχείς προσπάθειες τών ιατρών, ζήτησε νά τήν επισκεφθεί ο Απόστολος Ανδρέας. Μόλις μπήκε ο Πρωτόκλητος μαθητής τού Κυρίου στό σπίτι τού ανθυπάτου, βρήκε τόν Αιγεάτη νά κρατά απεγνωσμένος στά χέρια του ένα μαχαίρι, μέ τό οποίο είχε αποφασίσει νά θανατώσει τόσο τόν εαυτό του όσο καί τήν ετοιμοθάνατη σύζυγό του. Αλλά ο Απόστολος τού Χριστού τού είπε μέ ηρεμία καί πραότητα νά αφήσει τό μαχαίρι καί νά επικαλεσθεί τή βοήθεια τού Θεού, ο Οποίος θά τόν σώσει, εάν πιστέψει σ Αυτόν. Κατόπιν, αφού επέθεσε τό χέρι του πάνω στή Μαξιμίλλα, τή θεράπευσε. Περιχαρής τότε ο ανθύπατος θέλησε νά ανταμείψει τόν Ανδρέα πλουσιοπάροχα, δίνοντάς του χίλια χρυσά νομίσματα, αφού δέν κατενόησε τό μεγαλείο του αληθινού Θεού καί θεώρησε τόν Απόστολο ως επαγγελματία ιατρό. Ο Ανδρέας όμως αρνήθηκε μία τέτοια ανταμοιβή, αφού τού είπε νά κρατήσει τά νομίσματα γιά τόν εαυτό του, διότι ο δικός του μισθός θά έρθει πολύ σύντομα, υπονοώντας τή μεταστροφή τής Μαξιμίλλας στή χριστιανική πίστη.


. Μετά τή διάσωση τής συζύγου τού Αιγεάτου ο ειδωλολάτρης ανθύπατος αναχώρησε γιά τή Ρώμη. Κατά τή διάρκεια τής απουσίας του ήρθε στήν Πάτρα ο αδελφός του, ο Στρατοκλής, τόν οποίο συνόδευε ο έμπιστος υπηρέτης Αλκμάν. Οι δύο αυτοί άνδρες γνώρισαν τόν Πρωτόκλητο Απόστολο, αλλά ξαφνικά ο Αλκμάν προσβλήθηκε από νευρική ασθένεια. Τότε ο Στρατοκλής καθ υπόδειξη τής Μαξιμίλλας αναζήτησε τόν Ανδρέα, ο οποίος πήγε στό πραιτώριο, όπου διέμενε ο Στρατοκλής. Όταν κατόρθωσε παρά τήν άρνηση τών υπηρετών νά μπεί μέσα, επειδή φαινόταν άσημος καί φτωχός άνθρωπος, βρήκε μάγους καί ιατρούς νά στέκονται απελπισμένοι πάνω από τόν ασθενή, χωρίς νά μπορούν νά προσφέρουν βοήθεια. Τότε ο Ανδρέας προσευχήθηκε ένθερμα στόν Θεό νά θεραπεύσει τόν υπηρέτη Αλκμάν καί αφού άπλωσε τό χέρι του πρός τόν ασθενή, τόν σήκωσε καί έτσι αποαποκαταστάθηκε η υγεία του. Τό νέο αυτό θαύμα εξαφάνισε κάθε δυσπιστία γιά τή νέα θρησκεία καί αυτό είχε ως αποτέλεσμα αρχικά η Μαξιμίλλα καί η συγγενής της, η Ιφιδάμα, καί κατόπιν ο Στρατοκλής καί ο υπηρέτης του, ο Αλκμάν, αλλά καί άλλοι από τή συνοδεία τους νά λάβουν τό χριστιανικό βάπτισμα καί νά αρχίσουν νά ζούν μέσα στήν πνευματική χαρά τής χριστιανικής αγάπης καί ενότητος.


. Όταν επέστρεψε στήν Πάτρα ο Αιγεάτης καί πληροφορήθηκε τή μεταστροφή τής Μαξιμίλλας καί τών υπολοίπων στή χριστιανική πίστη, απαίτησε από τή σύζυγό του νά επιστρέψει στήν ειδωλολατρική θρησκεία. Αλλά η Μαξιμίλλα πρότεινε στόν σύζυγό της νά ασπασθεί καί εκείνος τόν χριστιανισμό. Η στάση αυτή εξόργισε τόν Αιγεάτη σέ τέτοιο βαθμό, ώστε διέταξε νά συλλάβουν καί νά φυλακίσουν τόν Απόστολο Ανδρέα, αφού σύμφωνα μέ τήν άποψή του ήταν ο υπαίτιος της μεταστροφής τής συζύγου του. Μάλιστα τόν απείλησε ότι θά υποβληθεί σέ φρικτά βασανιστήρια, εάν δέν έπειθε τή Μαξιμίλλα νά ασπασθεί καί πάλι τήν ειδωλολατρία. Αλλά καί απευθυνόμενος στή σύζυγό του, τήν παρακάλεσε νά μείνει κοντά του, όπως ήταν πρώτα, υποσχόμενος ότι θά είναι η κυρίαρχος όλης τής περιουσίας του. Σέ αντίθετη περίπτωση, εάν δηλαδή δέν ακολουθήσει τίς προτροπές του, θά οδηγήσει τόν Ανδρέα σέ σταυρικό θάνατο. Η απειλή αυτή προκάλεσε τόν τρόμο τής Μαξιμίλλας, η οποία έσπευσε μέ τήν Ιφιδάμα στή φυλακή, προκειμένου νά ενημερώσει τόν Απόστολο γιά τίς απειλητικές διαθέσεις τού Αιγεάτου. Αλλά ο Ανδρέας τήν καθησύχασε, λέγοντάς της ότι οι θλίψεις καί οι δοκιμασίες τής παρούσης ζωής είναι σύντομες καί υπομένοντας αυτές, ζεί κανείς μετά μέσα στήν αιώνια χαρά. Επιπλέον αποτελεί μεγάλη τιμή νά υποστεί τόν σταυρικό θάνατο, διότι μ αυτόν τόν τρόπο μιμείται τόν Κύριο καί έτσι θά βρεθεί πολύ γρήγορα πλησίον Του. Ακούγοντας η Μαξιμίλλα αυτά τά λόγια, παρηγορήθηκε καί ενισχύθηκε ψυχικά. Γι αυτό καί όταν συνάντησε τόν σύζυγό της, τού δήλωσε μέ αξιοθαύμαστη γενναιότητα ότι θεωρεί προτιμότερο τόν θάνατο από τήν πρόσκαιρη ζωή, όταν μάλιστα διάγει τόν βίο της μ έναν ειδωλολάτρη. Η θαρραλέα αυτή ομολογία εξαγρίωσε τόσο πολύ τόν Αιγεάτη, ώστε τήν απείλησε ότι εάν δέν τή μεταπείσει ο γέροντας Ανδρέας, τότε θά παραδοθούν καί οι δύο στόν θάνατο. Σ αυτή τήν κρίσιμη στιγμή ο Απόστολος τού Χριστού τήν ενθάρρυνε γιά νά παραμείνει σταθερή καί ακλόνητη στήν πίστη της, ενώ γιά τόν εαυτό του τής δήλωσε ότι κανένα βασανιστήριο δέν πρόκειται νά τόν φοβίσει καί νά τόν κάνει νά υποχωρήσει, διότι πάνω από όλα βρίσκεται ο «διά Χριστόν έρως». Άλλωστε μόνο έτσι θά μπορέσουμε νά συμμετέχουμε στή Βασιλεία Του, αφού «πρός Αυτόν γάρ, τόν Κύριον ημών ορώμεν καί Αυτόν ποθούμεν, τόν ημάς υπεραγαπήσαντα καί πρός Αυτόν επειγόμεθα». Ακούγοντας αυτά τά λόγια ο Στρατοκλής συγκινήθηκε τόσο πολύ, ώστε άρχισε δακρυσμένος νά αναστενάζει ασταμάτητα. Τότε ο Ανδρέας τού είπε ότι χαίρεται πού τού αποκάλυψε τόν λόγο τού Κυρίου καί γι αυτό δέν πρέπει νά αναστενάζει καί νά στεναχωριέται. Αλλά ο Στρατοκλής τού απάντησε ότι η στεναχώρια του οφείλεται στό ότι απειλείται ο Ανδρέας μέ θάνατο καί αυτό σημαίνει ότι δέν πρόκειται νά ακούσει ξανά τόν λόγο του γιά τόν Χριστό. Ο γέροντας όμως Απόστολος τού τόνισε ότι η διδασκαλία του δέν θά πέσει στό κενό, διότι ο θάνατός του θά είναι γιά χάρη τού ονόματος τού Κυρίου καί τού Ευαγγελίου Του.


. Βλέποντας όμως ο Αιγεάτης ότι η Μαξιμίλλα δέν μεταπείθεται, αποφάσισε νά στρέψει όλη τήν οργή του εναντίον τού Αποστόλου Ανδρέου, φοβούμενος ότι οποιαδήποτε ενέργεια εναντίον τής συζύγου του, θά προκαλούσε καί τήν αντίδραση τών επιφανών γονέων της. Έδωσε λοιπόν τή διαταγή νά οδηγηθεί ο Απόστολος τού Χριστού ενώπιόν του, διατυπώνοντας εναντίον του τήν κατηγορία ότι διέδιδε θρησκεία, τήν οποία «οι Ρωμαίοι βασιλείς εξαφανίσαι εκέλευσαν». Μάλιστα τού είπε ότι ο Ιησούς Χριστός, τόν Οποίο ο Ανδρέας κηρύττει, αποδοκιμάσθηκε από τούς συμπατριώτες του, τούς Ιουδαίους, οι οποίοι Τόν οδήγησαν στόν σταυρικό θάνατο. Ακολούθησε διάλογος μεταξύ τού θεόπτου Αποστόλου καί τού ανθυπάτου Αιγεάτου, όπου ο Ανδρέας τού τόνισε ότι ο Κύριος σταυρώθηκε μέ τή θέλησή Του γιά τήν αγάπη καί τή σωτηρία τών ανθρώπων καί αυτό τό επιβεβαιώνει καί ο ίδιος ο Απόστολος, αφού ήταν αυτόπτης μάρτυς στά όσα διαδραματίστηκαν πρίν τήν προδοσία Του από τόν Ιούδα καί τή σταύρωσή Του, τήν οποία θά μπορούσε καί νά αποφύγει. Ο Αιγεάτης επέμενε στήν άποψή του ότι ο Κύριος σταυρώθηκε μέ ατιμωτικό θάνατο ως κακούργος, αλλά ο Ανδρέας τού απάντησε ότι «μέγα εστι τό μυστήριον τού σταυρού», γιά τό οποίο τού πρότεινε νά τού μιλήσει. Όμως ο λόγος τού Αποστόλου γιά «τήν δόξα τού σταυρού» δέν βρήκε απήχηση στή μωρία καί τόν ειδωλολατρικό φανατισμό τού ανθυπάτου, ο οποίος τόν πρόσταξε νά θυσιάσει στούς ειδωλολατρικούς θεούς, διότι διαφορετικά θά σταυρωθεί, όπως σταυρώθηκε καί ο διδάσκαλός του.


. Κατόπιν οδηγήθηκε ο Ανδρέας κατ εντολήν τού ανθυπάτου στή φυλακή, εξαντλώντας μ αυτόν τόν τρόπο καί τήν τελευταία ελπίδα γιά τή μεταστροφή τού Πρωτοκλήτου καί τής Μαξιμίλλας. Κατά τή διάρκεια όμως τού εγκλεισμού του στή φυλακή πολλοί χριστιανοί, αλλά καί θαυμαστές του είχαν τήν πρόθεση νά βιοπραγήσουν εναντίον τού Αιγεάτου, προκειμένου νά απελευθερωθεί ο Ανδρέας. Εκείνος όμως τούς απέτρεψε, λέγοντάς τους ότι ο Κύριος παραδόθηκε επιδεικνύοντας μακροθυμία καί γι αυτό δέν πρέπει νά εμποδίσουν καί τό δικό του μαρτύριο. Παράλληλα τούς απηύθυνε λόγους πνευματικής οικοδομής, διδάσκοντάς τους ότι πρέπει μέ ανδρεία νά αντιμετωπίσουν τίς απειλές τών ειδωλολατρών καί μέ υπομονή νά υπομείνουν τίς θλίψεις τής παρούσης ζωής, διότι αυτές είναι πρόσκαιρες. Άλλωστε μόνο μ αυτόν τόν τρόπο θά μπορέσουν νά ζήσουν αιώνια μέσα στή Βασιλεία τού Θεού. Μάλιστα κατά τή διάρκεια τής νύχτας ο Πρωτόκλητος Απόστολος τέλεσε στή φυλακή τό μυστήριο τής Θείας Ευχαριστίας καί αφού μετέδωσε στούς παρόντες τό Σώμα καί τό Αίμα τού Χριστού, χειροτόνησε τόν Στρατοκλή επίσκοπο τής πόλεως τών Πατρών, ο οποίος κατόπιν χειροτόνησε ιερείς γιά τήν τοπική Εκκλησία. Μ αυτόν τόν τρόπο ο Απόστολος Ανδρέας ο Πρωτόκλητος ίδρυσε τήν Εκκλησία τών Πατρών, τήν οποία στή συνέχεια θεμελίωσε μέ τόν σταυρικό του θάνατο. Έκτοτε η Εκκλησία αυτή φέρει τόν τιμητικό καί επίζηλο τίτλο τής «Αποστολικής».


. Στό μεταξύ ο Αιγεάτης πληροφορήθηκε τά συμβάντα μέσα στή φυλακή καί εξοργισμένος διέταξε νά φέρουν τόν Ανδρέα ενώπιόν του, καλώντας τον νά προσφέρει θυσία στούς προγονικούς θεούς. Τόν προειδοποίησε μάλιστα ότι στήν περίπτωση πού δέν συμμορφωθεί στίς προσταγές του, θά υποστεί τόν σταυρικό θάνατο. Ο Πρωτόκλητος μαθητής τού Κυρίου τού απάντησε όμως μέ παρρησία ότι είναι έτοιμος νά υπομείνει μέ καρτερία καί τό φρικτότερο βασανιστήριο, αφού όσο σκληρότερα βασανισθεί γιά τό όνομα τού Ιησού Χριστού, τόσο περισσότερο θά Τόν ευαρεστήσει. Στό άκουσμα αυτής τής θαρραλέας ομολογίας ο ειδωλολάτρης Αιγεάτης εξαγριώθηκε καί διέταξε νά τόν δείρουν ανελέητα. Κατόπιν γιά τελευταία φορά τόν κάλεσε νά θυσιάσει στά είδωλα, γιά νά αποφύγει τόν σταυρικό θάνατο. Αλλά ο θεόπτης Απόστολος τού απάντησε ότι είναι δούλος Χριστού καί επιθυμεί διακαώς τό τρόπαιο τού σταυρού, ενώ τόν προειδοποίησε ότι εάν δέν πιστέψει στόν Χριστό, θά υποστεί τό αιώνιο κολαστήριο καί τήν αιώνια τιμωρία. Τότε ο Αιγεάτης διέταξε νά τόν κρεμάσουν στόν σταυρό μέ δεμένα τά χέρια καί τά πόδια του γιά νά παραταθεί τό μαρτύριό του περισσότερες ημέρες. Στό άκουσμα αυτής τής απόφασης χάρηκε πολύ ο Ανδρέας, αλλά καθώς οδηγείτο στόν τόπο τού μαρτυρίου, αρκετοί χριστιανοί μαζί μέ τόν Στρατοκλή επιχείρησαν νά τόν απελευθερώσουν. Τότε ο Απόστολος τού Χριστού τούς συμβούλεψε νά έχουν πραότητα, επιείκεια καί ταπεινοφροσύνη καί νά μήν ανταποδίδουν τό κακό. Μάλιστα όταν έφτασε ο Ανδρέας στόν τόπο τού μαρτυρίου, όπου ήταν εμπεπηγμένος «ο σταυρός πρός τό χείλος τής θαλασσίας ψάμμου», αφού εξύμνησε τόν σταυρό ως σύμβολο σωτηρίας, αγάπης καί αγιότητος καί προέτρεψε τούς παρόντες νά μήν προβάλλουν καμία αντίσταση, προσδέθηκε από τούς δημίους σφιχτά στόν χιαστό σταυρό μέ τό κεφάλι πρός τά κάτω. Αλλά καί πάνω στόν σταυρό ο Απόστολος Ανδρέας επί τρία ολόκληρα ημερόνυχτα υνέχισε νά διδάσκει καί νά οικοδομεί πνευματικά τούς παρευρισκόμενους χριστιανούς, μεταξύ δέ τών άλλων τούς είπε: «Αποτάξασθε πάσας τάς κοσμικάς επιθυμίας, αποτινάξασθε τήν ραθυμίαν καί τόν ζόφον από τών καρδιών υμών καί γίνεσθε καθαροί καί τέλειοι, άμεμπτοι καί ανεπίληπτοι τώ καθαρώ Θεώ ημών».


. Όταν έφτασε όμως η τετάρτη ημέρα, τό συγκεντρωμένο πλήθος εξαγριώθηκε καί όρμησε πρός τόν Αιγεάτη, λέγοντάς του ότι η απόφασή του γιά τή σταυρική καταδίκη του Αποστόλου Ανδρέου ήταν άδικη, αφού η παρουσία του στήν Πάτρα υπήρξε ευεργετική καί εποικοδομητική. Γι αυτό καί πρέπει αμέσως νά λυθεί από τόν σταυρό, ώστε νά επέλθει η ειρήνη στήν πόλη. Τότε ο Αιγεάτης τρομοκρατημένος μετέβη στόν τόπο τού μαρτυρίου καί υποσχέθηκε ότι θά απέλυε τόν Ανδρέα.
Η χαρμόσυνη αυτή είδηση έφτασε στή Μαξιμίλλα καί τόν Στρατοκλή, αλλά καί στόν ίδιο τόν Απόστολο, ο οποίος διαμαρτυρήθηκε γι αυτές τίς αντιδράσεις τών χριστιανών πού δείχνουν ότι είναι προσκολλημένοι ακόμη στά γήινα, ενώ ζήτησε από τούς παρόντες νά τόν αφήσουν νά πεθάνει πάνω στόν σταυρό. Μάλιστα μόλις ήρθε ο ανθύπατος, τού ζήτησε νά μήν τόν απελευθερώσει, αφού χαρακτηριστικά είπε: «Ήδη γάρ τόν Βασιλέα μου ορώ καί προσκυνώ· καί λοιπόν ενώπιον αυτού παρίσταμαι». Παράλληλα βλέποντας τό πλήθος νά αποζητά επίμονα τήν απελευθέρωσή του, είπε: «Μή επιτρέψης, Δέσποτα, εμέ τόν επί ξύλου αναρτηθέντα πάλιν λυθήναι». Κατόπιν απευθύνθηκε στόν Κύριο, προαισθανόμενος τό επίγειο τέλος του, καί αφού είπε προσευχόμενος τίς τελευταίες του σκέψεις, παρέδωσε τό πνεύμα του.


. Μετά τήν εκδημία τού ογδοντάχρονου Αποστόλου Ανδρέου, η οποία έλαβε χώρα τήν 30ην Νοεμβρίου τού 66 μ.Χ. επί τών ημερών τού Ρωμαίου αυτοκράτορος Νέρωνος, η Μαξιμίλλα μαζί μέ τόν επίσκοπο Στρατοκλή έλυσαν τό σώμα τού μακαρίου Πρωτοκλήτου καί τό ενταφίασαν μέ πολλή ευλάβεια καί μέ τίς πρέπουσες εκκλησιαστικές τιμές στόν τάφο πλησίον τού αιγιαλού, ο οποίος επιδεικνύεται μέχρι σήμερα στόν περιώνυμο παλαιό Ιερό Ναό τού Αγίου στήν Πάτρα. Μετά τόν ενταφιασμό τού ιερού λειψάνου η Μαξιμίλλα έμεινε κλεισμένη σέ σπίτι πλησίον τού τάφου τού Αγίου καί δέν ήθελε καμία επικοινωνία μέ τόν σύζυγό της. Τό γεγονός αυτό προκάλεσε τέτοια απόγνωση καί ψυχική ανισορροπία στόν Αιγεάτη, ώστε κάποια νύχτα ξέφυγε από τήν προσοχή όλων στό πραιτώριο, όπου διέμενε, καί αφού έπεσε από μεγάλο ύψος «εν μέση αγορά τής πόλεως κυλιόμενος εξέπνευσε». Τό σώμα του ενταφιάσθηκε από τόν αδελφό του, τόν Στρατοκλή, ο οποίος δέν θέλησε νά λάβει τίποτα από τήν περιουσία τού ειδωλολάτρη αδελφού του πού φόνευσε τόν Απόστολο τού Κυρίου.


. Τό ιερό λείψανο τού Αποστόλου Ανδρέου αποτέλεσε γιά πάρα πολλά χρόνια τό ιερό θησαύρισμα γιά τήν πόλη τής Πάτρας, αλλά καί γιά ολόκληρη τήν αχαϊκή γή. Στήν Πάτρα παρέμεινε μέχρι τό 357μ.Χ., όταν μέ διαταγή τού αυτοκράτορα Κωνσταντίου Β/ (337-361), υιού τού Μεγάλου Κωνσταντίνου, μεταφέρθηκε στήν Κωνσταντινούπολη από τόν δούκα Αρτέμιο, τόν μετέπειτα ένδοξο μεγαλομάρτυρα τού Χριστού, ο οποίος μαρτύρησε επί Ιουλιανού τού Παραβάτη  τό 363 μ.Χ.
 Τό λείψανο τοποθετήθηκε στίς 30 Μαρτίου τού 357 εντός τής Αγίας Τραπέζης τού Ναού τών Αγίων Αποστόλων. Σύμφωνα μέ έγκυρες πηγές δέν διεκομίσθηκε ολόκληρο στήν Κωνσταντινούπολη, δεδομένου ότι παραδόσεις ομιλούν περί μετακομιδής λειψάνων τού Πρωτοκλήτου στή Σκωτία, τό Αμάλφι τής Ιταλίας καί τή Ρωσία. Μάλιστα στή Σκωτία ο Απόστολος Ανδρέας τιμάται ως προστάτης άγιος, αφού σύμφωνα μέ τήν τοπική παράδοση άγγελος Κυρίου εμφανίσθηκε στόν μοναχό (ή επίσκοπο) Ρέγουλο καί επιβιβασθείς σέ πλοίο μέ τά ιερά λείψανα τού Αγίου πρός άγνωστη κατεύθυνση, ναυάγησε στήν πόλη Mucros τής Σκωτίας, η οποία από τό 518 μετονομάσθηκε σέ Άγιος Ανδρέας. Αξιοσημείωτο είναι τό γεγονός ότι ο χιαστός Σταυρός τού Πρωτοκλήτου πού έφερε η σημαία τών Σκώτων διατηρήθηκε καί στήν επίσημη σημαία τού Ηνωμένου Βασιλείου.


Η τιμία κάρα τού Πρωτοκλήτου είχε αποσταλεί όμως στήν Πάτρα από τόν πατέρα τού Κωνσταντίνου τού Πορφυρογέννητου, τόν Βασίλειο Α/ τόν Μακεδόνα (867 -886), καί φυλασσόταν στήν αχαϊκή πρωτεύουσα μέχρι λίγο μετά τήν Άλωση τής Βασιλεύουσας (1453). Όμως τό 1462 εξ αιτίας τού τουρκικού κινδύνου ο ηγεμόνας τού Μυστρά Θωμάς Παλαιολόγος μετέφερε τήν τιμία κάρα τού Πρωτοκλήτου στή Ρώμη καί τήν παρέδωσε στόν Πάπα Πίο Β/. Η σεπτή κάρα τοποθετήθηκε στίς 14 Απριλίου 1462 στήν Αγία Τράπεζα τού Ναού τού Αποστόλου Πέτρου καί παρέμεινε εκεί επί πέντε ολόκληρους αιώνες. Τό 1963, δηλαδή μετά από 501 χρόνια, ξεκίνησε μία σειρά διαπραγματεύσεων από τίς εκκλησιαστικές καί δημοτικές αρχές τής πόλεως τών Πατρών αρχικά πρός τόν Πάπα Ιωάννη ΚΓ΄ καί κατόπιν πρός τόν Πάπα Παύλο ΄μέ αίτημα παλλαϊκό καί ιερώτατο νά επανακομισθεί η χαριτόβρυτος τιμία κάρα τού Αποστόλου Ανδρέου στήν Πάτρα, τήν πόλη τού ενδόξου μαρτυρίου του. Κατόπιν ενεργειών τού αοιδίμου Μητροπολίτου Πατρών κυρού Κωνσταντίνου ( 31 Δεκεμβρίου 1975  αναγγέλθηκε στίς 22 Ιουνίου 1964 ότι η τιμία κάρα τού Αγίου Ανδρέου θά παραδοθεί στήν Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία. Έτσι στίς 26 Σεπτεμβρίου 1964 αντιπροσωπεία τού Βατικανού υπό τόν Καρδινάλιο Μπέα παρέδωσε στόν Μητροπολίτη Κωνσταντίνο τήν τιμία κάρα τού πολιούχου καί προστάτου αγίου τών Πατρών. Η υποδοχή τού πολύτιμου αυτού πνευματικού θησαυρού έλαβε χώρα στήν Πλατεία Τριών Συμμάχων, παρουσία πλειάδος αρχιερέων καί κληρικών, τών αρχών τής πόλεως, αλλά καί πολυπληθών χριστιανών. Τό ευφρόσυνο γεγονός τής επανακομιδής τής τιμίας κάρας εορτάζεται πανηγυρικά καί μέ κάθε εκκλησιαστική λαμπρότητα στήν Πάτρα τήν πλησιέστερη Κυριακή στήν 26η Σεπτεμβρίου. Η τιμία κάρα καί η παλαιά εφέστιος εικόνα τού Αγίου Ανδρέου (1829) λιτανεύονται στήν πόλη τού Πρωτοκλήτου δύο φορές κατ έτος, στίς 30 Νοεμβρίου, πού είναι η ημέρα εορτασμού τής μνήμης του, καί τήν πλησιέστερη Κυριακή στήν 26η Σεπτεμβρίου, πού είναι η επέτειος τής επανακομιδής τής τιμίας κάρας από τή Ρώμη στήν Πάτρα.
Επίσης στίς 19 Ιανουαρίου  1980 η Ρωμαιοκαθολική Αρχιεπισκοπή τής Μασσαλίας προσέφερε στόν αοίδιμο Μητροπολίτη Πατρών κυρό Νικόδημο (+16 Νοεμβρίου 2008) τεμάχια από τόν χιαστό Σταυρό τού Πρωτοκλήτου, τά οποία φυλάσσονταν στή Μονή τού Αγίου Βίκτωρος, έκτοτε δέ βρίσκονται τεθησαυρισμένα στόν μεγαλοπρεπή νέο Ιερό Ναό τού πολιούχου τών Πατρών.




Ο παναοίδιμος, πανεύφημος καί θεηγόρος Απόστολος Ανδρέας ο Πρωτόκλητος αναδείχθηκε φωτιστής τών Εθνών καί μύστης τού Λόγου τού Θεού, αλλά καί άξιος μιμητής τού Ιησού Χριστού, αφού αξιώθηκε νά μαρτυρήσει μέ σταυρικό θάνατο, όπως Εκείνος. Είθε ο θεοπτης αυτός Απόστολος τού Κυρίου καί φωτοφόρος φωστήρ τής Ορθοδόξου Εκκλησίας νά πρεσβεύει καί γιά τή δική μας πνευματική πορεία καί προκοπή στή σημερινή υλιστική καί τεχνοκρατική εποχή τών πολλών καί ποικίλων ελλειμμάτων.

 


Κατόρθωσε να προσηλυτίσει στον Χριστιανισμό τη Μαξιμίλλα, σύζυγο του ανθύπατου Αιγεάτη, την οποία θεράπευσε από μία ανίατη ασθένεια. Ο Ρωμαίος αξιωματούχος εξοργίστηκε και διέταξε στην σταύρωση του Απόστολου Ανδρέα σε σταυρό σχήματος Χ, που ονομάστηκε από τότε «Σταυρός του Αγίου Ανδρέα».

Το λείψανό του, που ενταφιάστηκε με φροντίδα της Μαξιμίλλας και του τοπικού επισκόπου Στρατοκλή, μεταφέρθηκε το 357 στην Κωνσταντινούπολη και εναποτέθηκε στο ναό των Αγίων Αποστόλων. Μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης στους Σταυροφόρους το 1204, τμήματα του λειψάνου του Απόστολου Ανδρέα μεταφέρθηκαν στο Αμάλφι της Καμπανίας, ενώ το 1461 ο δεσπότης του Μυστρά Θωμάς Παλαιολόγος, προ του Οθωμανικού κινδύνου, ανέθεσε τη φύλαξη της κάρας του Αγίου στον Πάπα Πίο Β', ο οποίος την εναπόθεσε στη Βασιλική του Αγίου Πέτρου στη Ρώμη. Στις 26 Σεπτεμβρίου 1964, η κάρα του Αποστόλου Ανδρέα επιστράφηκε στην Πάτρα, σε μια χειρονομία καλής θελήσεως του Πάπα Παύλου ΣΤ' προς τους Ορθοδόξους. Στις 19 Ιανουαρίου του 1980 επιστράφηκε και ο Σταυρός του Αγίου Ανδρέα. Και τα δύο ιερά κειμήλια φυλάσσονται στο ναό του Αγίου Ανδρέα, που αποτελεί πανελλήνιο προσκύνημα.

Ο Απόστολος Ανδρέας είναι προστάτης Άγιος της Ουκρανίας, της Ρωσίας, της Ρουμανίας, του Μπαρμπέιντος και της Σκωτίας, καθώς και πολιούχος Άγιος της Πάτρας, του Αμάλφι της Ιταλίας, της Λούκα της Μάλτας και της Εσγκέιρα της Πορτογαλίας.

Η σημαία της Σκωτίας φέρει τον σταυρό του Αγίου Ανδρέα. Μετά την ένωση της Σκωτίας με την Αγγλία, ο χιαστός σταυρός απεικονίζεται και στη σημαία της Μεγάλης Βρετανίας. Η σημαία του πολεμικού ναυτικού της Ρωσίας φέρει τον σταυρό του Αγίου Ανδρέα, όπως και η σημαία της Συνομοσπονδίας (Νοτίων) στον Αμερικανικό Εμφύλιο Πόλεμο.

Στην πόλη της Πάτρας, επανακομίσθηκαν και φυλάσσονται από την 26η Σεπτεμβρίου 1964 μ.Χ. η τιμία Κάρα του Αγίου και από την 19ην Ιανουαρίου 1980 μ.Χ.τεμάχια του Σταυρού, του μαρτυρίου του.

[Ἀριστείδης Θεοδωρόπουλος
Ἐκπαιδευτικός]





Θαύματα του Αποστόλου Ανδρέα


Όπως αναφέρει μια Κυπριακή παράδοση, σε μια περιοδεία του, ο Απόστολος Ανδρέας, πήγε και στην Κύπρο. Το καράβι, που τον μετέφερε στην Αντιόχεια από την Ιόππη, λίγο πριν προσπεράσουν το γνωστό ακρωτήρι του αποστόλου Ανδρέα και τα νησιά, που είναι γνωστά με το όνομα Κλείδες, αναγκάστηκε να σταματήσει εκεί σ' ένα μικρό λιμανάκι, γιατί κόπασε ο άνεμος. Τις μέρες αυτές της νηνεμίας τους έλειψε και το νερό. Ένα πρωί, που ο πλοίαρχος βγήκε στο νησί κι έψαχνε να βρει νερό, πήρε μαζί του και τον απόστολο. Δυστυχώς πουθενά νερό. Κάποια στιγμή, που έφτασαν στη μέση των δύο εκκλησιών, που υπάρχουν σήμερα, της παλαιάς και της καινούργιας, που 'ναι κτισμένη λίγο ψηλότερα, ο άγιος γονάτισε μπροστά σ' ένα κατάξερο βράχο και προσευχήθηκε να στείλει ο Θεός νερό. Ποθούσε το θαύμα, για να πιστέψουν όσοι ήταν εκεί στον Χριστό. Ύστερα σηκώθηκε, σφράγισε με το σημείο του Σταυρού τον βράχο και το θαύμα έγινε. Από τη ρίζα του βράχου βγήκε αμέσως μπόλικο νερό, που τρέχει μέχρι σήμερα μέσα σ' ένα λάκκο της παλαιάς εκκλησίας κι απ' εκεί προχωρεί και βγαίνει από μια βρύση κοντά στη θάλασσα. Είναι το γνωστό αγίασμα. Το ευλογημένο νερό, που τόσους ξεδίψασε, μα και τόσους άλλους, μυριάδες ολόκληρες, που το πήραν με πίστη δρόσισε και παρηγόρησε. Και πρώτα-πρώτα το τυφλό παιδί του καπετάνιου.

Ήταν κι αυτό ένα από τα πρόσωπα του καραβιού που μετέφερε ο πατέρας. Γεννήθηκε τυφλό και μεγάλωσε μέσα σε ένα συνεχές σκοτάδι. Ποτέ του δεν είδε το φως. Δένδρα, φυτά, ζώα αγωνιζόταν να τα γνωρίσει με το ψαχούλεμα. Εκείνη την ήμερα, όταν οι ναύτες γύρισαν με τα ασκιά γεμάτα νερό κι εξήγησαν τον τρόπο που το βρήκαν στο νησί, ένα φως γλυκιάς ελπίδας άναψε στην καρδιά του δύστυχου παιδιού. Μήπως το νερό αυτό, σκέφτηκε, που βγήκε από τον ξηρό βράχο ύστερα απ' την προσευχή του παράξενου εκείνου συνεπιβάτη τους, θα μπορούσε να χαρίσει και σ' αυτόν το φως του που ποθούσε; Αφού με θαυμαστό τρόπο βγήκε, θαύματα θα μπορούσε και να προσφέρει. Με τούτη την πίστη και τη βαθιά ελπίδα ζήτησε και το παιδί λίγο νερό. Διψούσε. Καιγόταν απ' τη δίψα. Ο απόστολος, που ήταν εκεί, έσπευσε κι έδωσε στο παιδί ένα δοχείο γεμάτο από το δροσερό νερό. Όμως το παιδί προτίμησε, αντί να δροσίσει με το νερό τα χείλη του, να πλύνει πρώτα το πρόσωπο του. Και ω του θαύματος! Μόλις το δροσερό νερό άγγιξε τους βολβούς των ματιών του παιδιού, το παιδί άρχισε να βλέπει!

Κι ο απόστολος, που τον κοίταζαν όλοι με θαυμασμό, άρχισε να τους μιλά και να τους διδάσκει τη νέα θρησκεία. Το τέλος της ομιλίας πολύ καρποφόρο. Όσοι τον άκουσαν πίστεψαν και βαφτίστηκαν. Την αρχή έκανε ο καπετάνιος με το παιδί του, που πήρε και το όνομα Ανδρέας. Κι ύστερα όλοι οι άλλοι επιβάτες και μερικοί ψαράδες που ήσαν εκεί. Πίστεψαν όλοι στον Χριστό που τους κήρυξε ο απόστολος μας και βαφτίστηκαν. Φυσικά το θαύμα της θεραπείας του τυφλού παιδιού, ακολούθησαν κι άλλα, κι άλλα. Στο μεταξύ ο άνεμος άρχισε να φυσά και το καράβι ετοιμάστηκε για να συνεχίσει το ταξίδι του. Ο απόστολος, αφού κάλεσε κοντά του όλους εκείνους που πίστεψαν στον Χριστό και βαφτίστηκαν, τους έδωκε τις τελευταίες συμβουλές του και τους αποχαιρέτησε.

Αργότερα, μετά από χρόνια, κτίστηκε στον τόπο αυτόν που περπάτησε και άγιασε με την προσευχή, τα θαύματα και τον ιδρώτα του ο Πρωτόκλητος μαθητής, το μεγάλο μοναστήρι του Αποστόλου Ανδρέα, που με τον καιρό είχε γίνει παγκύπριο προσκύνημα. Κάθε χρόνο χιλιάδες προσκυνητές απ' όλα τα μέρη της Κύπρου, ορθόδοξοι και ετερόδοξοι κι αλλόθρησκοι ακόμη, συνέρεαν στο μοναστήρι, για να προσκυνήσουν τη θαυματουργό εικόνα του αποστόλου, να βαφτίσουν εκεί τα νεογέννητα παιδιά τους και να προσφέρουν τα δώρα τους, για να εκφράσουν τα ευχαριστώ και την ευγνωμοσύνη τους στον θείο απόστολο. Κολυμβήθρα Σιλωάμ ήταν η εκκλησία του για τους πονεμένους. Πλείστα όσα θαύματα γινόντουσαν εκεί σε όσους μετέβαιναν με πίστη αληθινή και συντριβή ψυχής.

ΕΝΑ ΜΕΓΑΛΟ ΘΑΥΜΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΑΝΔΡΕΑ… 



Την περίοδο της ηγουμενίας του Οικονόμου Χριστόφορου Κυκκώτη συνέβηκε ένα θαυμαστό γεγονός, που συγκλόνησε τους κατοίκους της Κύπρου και αύξησε το σεβασμό και την αγάπη τους προς τον Απόστολο Ανδρέα και το μοναστήρι του.

Συγκεκριμένα γύρω στο 1896, οι Τούρκοι είχαν απαγάγει στην πόλη Αλλαγιά της Μικράς Ασίας το μοναχογιό μιας φτωχής Ελληνίδας της Μαρίας. Παρά τις προσπάθειες της γυναίκας να επανεύρει το γιό της, τούτο δυστυχώς δεν κατέστει δυνατό.

Ο μικρός Παντελής Χατζηγεώργη είχε οδηγηθεί από τους απαγωγείς του στις στρατιωτικές σχολές του κατακτητή και τα ισλαμικά τάγματα ώστε, μετά την αποφοίτησή του, να υπηρετήσει το Σουλτάνο και το Μωάμεθ. Έκτοτε η μητέρα του εναπόθεσε στο Θεό τις ελπίδες της για την ανεύρεσή του και με καθημερινές και συνεχείς προσευχές Τον ικέτευε να την ελεήσει.

Αρκετά χρόνια αργότερα, το 1912, είδε στον ύπνο της κάποιον Ανδρέα, και της ανακοίνωσε ότι σύντομα θα συναντούσε το χαμένο γιο της.

Η μάνα πεπεισμένη ότι ο επισκέπτης της δεν ήταν άλλος από το πρωτόκλητο μαθητή του Χριστού, αναχώρησε αμέσως με το αυστριακό ατμόπλοιο που εκτελούσε το δρομολόγιο Σμύρνης - Λάρνακας για προσκύνημα στο μοναστήρι του Αγίου, στην Κύπρο.

Με το ίδιο καράβι ταξίδευαν επίσης πολλοί Κύπριοι - άνδρες και γυναίκες - οι οποίοι εργάζονταν στη Μερσίνα και στα Άδανα ως υπάλληλοι γερμανικής εταιρίας που κατασκεύαζε τα μεγάλα σιδηροδρομικά έργα της Ανατολής.

Στο καράβι υπήρχε επίσης και μια μικρή ομάδα από δερβίσηδες, που επισκέπτονταν την Κύπρο για να διευθετήσουν διάφορες οικονομικές εκκρεμότητες των τεκκέδων του νησιού. Σε κάποια στιγμή, η Μαρία διηγήθηκε τα συμβάντα στις άλλες γυναίκες που συνταξίδευαν μαζί της και εξέφρασε τη βαθιά της πεποίθηση πως με τη βοήθεια του Αγίου θα επανεύρισκε το γιό της.





Ο απαχθείς Παντελής Χατζηγεώργης, πρώην Τούρκος Δερβίσης, με την μητέρα του, μετά την θαυματουργική, από τον Άγιο Ανδρέα, επιστροφή του…






Τη διήγησή της ακροαζόταν με πολύ ενδιαφέρον ένας από τους Δερβίσηδες, ο οποίος και παρατηρούσε προσεχτικά τη γυναίκα. Τελικά την πλησίασε και της απηύθηνε το λόγο, διαπιστώνοντας ότι ήταν η μητέρα του, αφού όπως φαίνεται, παρά την πολύχρονη παραμονή του στα τουρκικά ιεροδιδασκαλεία, εξακολουθούσε να διατηρεί ενθυμήσεις από την παιδική του ζωή.

Αφαίρεσε τότε το κάλυμα της κεφαλής και αφού ντύθηκε με ελληνικά ρούχα, ομολόγησε την χριστιανική του πίστη. Η χαρά και των δύο, όπως και όσον άλλων Χριστιανών ταξίδευαν μαζί τους, ήταν πολύ μεγάλη και ξεπερνούσε τα όρια της συγκίνησης.

Μόλις δε το καράβι προσάραξε στη Λάρνακα, μητέρα και γιός έτρεξαν στο ναό του Αγίου Λαζάρου, όπου προσευχήθηκαν θερμά και ευχαρίστησαν τον Απόστολο Ανδρέα. Στη συνέχεια ο Παντελής ομολόγησε για δεύτερη φορά, μπροστά στον ιερέα του ναού παπά Ιωάννη Μακούλη, πίστη στο Τριαδικό Θεό.

Ο παπά Ιωάννης σφράγησε την επάνοδο του Παντελή στο Χριστιανισμό με την τέλεση του μυστηρίου του χρίσματος. Ακολούθως αφού επισκεύθηκαν το μοναστήρι του Αποστόλου Ανδρέα, όπου προσκύνησαν τον Άγιο και τον ευχαρίστησαν για τη θαυμαστή βοήθειά του, μετέβησαν στο μοναστήρι του Κύκκου στο οποίον παρέμειναν για λίγες μέρες." ΠΟΛΙΤΗΣ" ημερ. 14/2/1999

https://christianvivliografia.wordpress.com/
 http://www.saint.gr/2785/saint.aspx


     Το θαύμα του Απόστολου Ανδρέα (Χρήστος Σίκκης)





ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ Ο ΠΡΩΤΟΚΛΗΤΟΣ (μεταγλωττισμένο)



Η ΖΩΗ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ    ΠΑΡΑΜΥΘΙ...


 «Ποιος είναι, δάσκαλε, αυτός ο άνθρωπος που διδάσκει τόσο σοφά;» Ρώτησε ο ένας μαθητής τον Ιωάννη τον Βαπτιστή.
«Και πόσο ωραία τα λέει!» Συμπλήρωσε ο άλλος μαθητής.
Ο Ιωάννης ο Βαπτιστής γύρισε στους δυο νέους και τους είπε:
«Αυτός είναι ο αμνός του Θεού! Ακολουθήστε τον!»



















Oι δυο νέοι άφησαν το δάσκαλό τους κι έτρεξαν ν' ακούσουν τον Ιησού. Δίσταζαν όμως να τον πλησιάσουν και να τον γνωρίσουν από κοντά. Ο Χριστός, που είδε μέσα στα μάτια τους να λάμπει η φλόγα της πίστης, ήρθε κοντά τους και τους ρώτησε:
«Τι ζητάτε;»
«Εσένα ζητούμε, Διδάσκαλε!» Απάντησε ο Ανδρέας.













«Aκολουθήστε με», είπε ο Χριστός στον Ανδρέα και τον Ιωάννη, και τα πρόσωπα των δυο νέων φωτίστηκαν από χαρά.
Αυτή ήταν η πρώτη συνάντηση του Αποστόλου Ανδρέα και του Ευαγγελιστή Ιωάννη με τον Κύριο. Από αυτό το περιστατικό, ο Ανδρέας πήρε τον τιμητικό τίτλο του «Πρωτόκλητου», γιατί αυτόν κάλεσε πρώτο ο Χριστός, να γίνει μαθητής του. Αυτός, μάλιστα, έγινε, από την επόμενη μέρα της συνάντησής τους, και «Απόστολος», αφού κάλεσε τον αδελφό του, τον Πέτρο, ν' ακολουθήσει το δρόμο του Χριστού και να γίνει κι αυτός μαθητής του.








Aκούγοντας καθημερινά τη διδασκαλία του Ιησού και βλέποντας τα πολυάριθμα θαύματά του, ο Ανδρέας αφιερώθηκε με αφοσίωση στο δάσκαλό του και τον ακολούθησε πιστά σε κάθε του βήμα.
Μετά την Πεντηκοστή, αφού οι μαθητές του Χριστού πήραν την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος, άρχισαν το αποστολικό τους έργο σε διάφορους τόπους, μεταφέροντας στους ανθρώπους τη διδασκαλία του Κυρίου.















Aνάμεσα στα πολλά ταξίδια του, ο Απόστολος Ανδρέας πέρασε κι από την Κύπρο. Διέσχισε όλη την Καρπασία, διδάσκοντας στους ανθρώπους το λόγο του Χριστού, προχωρώντας προς τα ανατολικά, με την ελπίδα να βρει καράβι, για να ταξιδέψει σ' άλλα μέρη και να συνεχίσει την ιερή αποστολή του.


Επιτέλους, ένα καράβι φάνηκε ν' αρμενίζει στα καταγάλανα νερά. Ερχόταν απ' τη μεριά της Σαλαμίνας και κατευθυνόταν προς τα βορειοανατολικά. Ο Απόστολος Ανδρέας χάρηκε πολύ κι άρχισε να κουνάει τα χέρια του, σημάδι πως ήθελε να τον πάρουν μαζί τους. Ο καπετάνιος, καλός άνθρωπος, τον λυπήθηκε κι έστειλε μια βάρκα με δυο ναύτες, για να τον φέρουν στο καράβι.






Aφού πάτησε στο κατάστρωμα, ευχαρίστησε τον καπετάνιο και το καράβι άνοιξε πανιά, για το μακρινό του ταξίδι. Σε λίγη ώρα φτάσανε στις «Κλείδες», κάτι μικρά ξερονήσια, που βρίσκονται στο ανατολικότερο άκρο της χερσονήσου. Σ' αυτά τα νησάκια ήταν κτισμένος ο φάρος, που ανοιγοκλείνοντας το μοναδικό του μάτι, ορμήνευε τους ναυτικούς, ν' αποφεύγουν τα θανατερά βράχια. Εκεί ακριβώς, έπιασε μπουνάτσα και τα πανιά κρεμάστηκαν άψυχα στα κατάρτια.



Mια και τους είχε τελειώσει το νερό, ο καπετάνιος ρώτησε κι έμαθε από τον Απόστολο Ανδρέα, πως εκεί έξω υπήρχε μια πηγή. Έστειλε, λοιπόν, μια βάρκα με μερικούς ναύτες, για να γιομίσουν τα βαρέλια τους. Οι ναύτες έψαξαν πολλή ώρα, όμως δεν βρήκαν την πηγή, και γύρισαν πίσω στο καράβι άπρακτοι.










«Nα πας κι εσύ μαζί τους», είπε θυμωμένος ο καπετάνιος στον Απόστολο Ανδρέα. «Αν με κορόιδεψες, θα σε ρίξω στη θάλασσα, τροφή στα σκυλόψαρα».
Έτσι, ο Απόστολος Ανδρέας αναγκάστηκε να κατέβει στο δαντελωτό ακρογιάλι, μαζί με τους ναύτες, για να βρει την πηγή.

Eκεί έξω, γονάτισε και προσευχήθηκε θερμά στο Θεό, παρακαλώντας τον να τον βοηθήσει.
Και το θαύμα έγινε! Από τα βράχια ξεπήδησε κελαριστό και γάργαρο το πολυπόθητο νερό. Οι ναύτες γιόμισαν χαρούμενοι τα βαρέλια και τα φόρτωσαν στη βάρκα.






Πάνω στο καράβι, ανάμεσα στο πλήρωμα, βρισκόταν και το τυφλό παιδί του καπετάνιου. Είχε χάσει το φως του πριν μερικά χρόνια κι ο πατέρας του το 'παιρνε στα μακρινά ταξίδια του, ίσως και βρει κάπου γιατρό, να το γιατρέψει.
Σαν γύρισαν, λοιπόν, στο καράβι, ο Απόστολος Ανδρέας πήρε λίγο φρέσκο, δροσερό νερό κι ένιψε το πρόσωπο του παιδιού. 







«Πατέρα, βλέπω! Πατέρα, βρήκα το φως μου!» Φώναξε πετώντας απ' τη χαρά του ο μικρός και χώθηκε στην αγκαλιά του σαστισμένου καπετάνιου.
Πατέρας και γιος γονάτισαν μπροστά στον Απόστολο Ανδρέα και τον ευχαρίστησαν, με δάκρυα στα μάτια, για το πανάκριβο δώρο που τους πρόσφερε.










Ο Άγιος τους ευλόγησε και, μετά, μίλησε στους ναύτες και στους ταξιδιώτες για τον Χριστό. Όλοι πάνω στο καράβι, αφού είδαν το μεγάλο θαύμα κι άκουσαν τα λόγια του Αγίου, πίστεψαν και βαφτίστηκαν χριστιανοί.
Στο μεταξύ ο άνεμος δυνάμωσε και το καράβι, με φουσκωμένα τα πανιά, συνέχισε το ταξίδι του.
















O Απόστολος Ανδρέας γύρισε σε πολλά μέρη διδάσκοντας το θείο λόγο. Με τα πολλά του θαύματα, έφερε πολλούς ανθρώπους στο δρόμο του Χριστού.
Στην Πάτρα, όμως, ο ειδωλολάτρης άρχοντας της πόλης διέταξε να τον συλλάβουν και να τον σταυρώσουν, για να σταματήσει τη δράση του. Ο Απόστολος ζήτησε να τον σταυρώσουν ανάποδα, γιατί αισθανόταν πως δεν ήταν άξιος, να πεθάνει με τον ίδιο τρόπο, όπως ο λατρευτός του Δάσκαλος.










Oταν ο καπετάνιος έμαθε για το θάνατο του Αποστόλου, μαράζωσε πολύ και περνώντας, μετά από καιρό, απ' τον τόπο όπου συνάντησε τον Άγιο, έκτισε ένα μικρό εκκλησάκι, πάνω απ' την πηγή. Εκεί έβαλε με ευλάβεια και την εικόνα του Αποστόλου Ανδρέα.
Οι καπετάνιοι, που περνούσαν με τα καράβια τους από εκείνο το σημείο, γνωρίζοντας την ιστορία του, κατέβαιναν, γονάτιζαν ευλαβικά στο μικρό εκκλησάκι και προσεύχονταν στον Άγιο, προσφέροντάς του τα δώρα τους.
Στη θέση εκείνου του μικρού ξωκκλησιού, βρίσκεται σήμερα κτισμένος ένας μεγαλόπρεπος ναός και μοναστήρι, προς τιμή του Αποστόλου Ανδρέα. Εδώ και μερικά χρόνια, προσμένουν βουβά την άγια μέρα της λευτεριάς, για να δεχτούν τους πιστούς προσκυνητές και να γιορτάσουν, όπως κάθε χρόνο, στις 30 Νοεμβρίου, τη μνήμη του θαυματουργού Αποστόλου Ανδρέα, όπως γινόταν με λαμπρότητα παλαιότερα, ανήμερα της γιορτής του Πρωτόκλητου μαθητή του Κυρίου.



http://www.cfhdf.gr/paramithi1/page1.htm

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Η ΕΠΑΝΑΚΟΜΙΔΗ ΤΟΥ ΣΕΠΤΟΥ ΣΚΗΝΩΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΣΑΒΒΑ

ΧΡΙΣΤΟΣ ΕΤΕΧΘΗ

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ Αρχιμ. Γρηγορίου Κωνσταντίνου Δρ. Θεολογίας