Βίος Του εν Αγίοις πατρός ημών Νεκταρίου Επισκόπου Πενταπόλεως

Βίος Του εν Αγίοις πατρός ημών Νεκταρίου Επισκόπου Πενταπόλεως 
κτήτορος της εν Αιγίνη Μονής Αγίας Τριάδος, 
του Θαυματουργού



Ο άγιος πατήρ ημών Νεκτάριος γεννήθηκε την 1η Οκτωβρίου 1846, στη Σηλυβρία της Θράκης, από γονείς φτωχούς, αλλά ευσεβείς χριστιανούς, τον Δήμο και τη Μπαλού Κεφαλά.
Το βαπτιστικό του ήταν Αναστάσιος και από μικρός έδειξε μεγάλη ευλάβεια και βαθειά αγάπη για τη μελέτη.
 Όταν η μητέρα του μάθαινε τον 50ο ψαλμό , εκείνος αρεσκόταν να επαναλαμβάνει τον στίχο :Διδάξω ανόμους τάς οδούς σου …( Ψαλμ. 50,15).
Αφού έμαθε τα πρώτα του γράμματα στην πατρίδα του, στάλθηκε από τους γονείς του στην Κωνσταντινούπολη για να συνεχίσει τις σπουδές του, εργαζόμενος ταυτόχρονα ως υπάλληλος σε κατάστημα. Το νεαρό αγόρι έμενε απερίσπαστο από την τύρβη του κόσμου και ενασχολούνταν μονάχα με το να οικοδομεί εντός Του νυχθημερόν τον κρυπτόν της καρδίας άνθρωπον κατ’εικόνα του Χριστού, με την προσευχή και την εμβάθυνση στα γραπτά των αγίων Πατέρων.

Σε ηλικία είκοσι χρόνων άφησε την Κωνσταντινούπολη για να γίνει δημοδιδάσκαλος στη νήσο Χίο. Εκεί ενθάρρυνε τη νεολαία και τους κατοίκους του χωριού προς την ευλάβεια και την εργασία των αρετών, όχι μόνον με τα λόγια, αλλά κυρίως με το παράδειγμα του δικού του βίου, βίου ασκήσεως και προσευχής.

Επιθυμώντας από παλαιά να ασπασθεί την ισάγγελο πολιτεία, έγινε μοναχός με το όνομα Λάζαρος, στις 7 Νοεμβρίου 1876, στο περίφημο μοναστήρι της Νέας Μονής. Αναζητώντας μονάχα τα άνω , υπόδειγμα πραότητας και υπακοής, έγινε αγαπητός σε όλους τους αδελφούς και αργότερα χειροτονήθηκε διάκονος.

 Χάρη στη γενναιοδωρία ενός ευλαβούς κατοίκου της Χίου και εν συνεχεία με την προστασία του πατριάρχη Αλεξανδρείας Σωφρονίου, μπόρεσε να ολοκληρώσει τις σπουδές του στην Αθήνα και να λάβει το πτυχίο της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Το 1885 έφθασε στην Αλεξάνδρεια, όπου σύντομα χειροτονήθηκε πρεσβύτερος, στη συνέχεια δε μητροπολίτης Πενταπόλεως (παλαιά επισκοπή που αντιστοιχεί στην άνω Λιβύη).
Ιεροκήρυκας και γραμματέας του Πατριαρχείου, διετέλεσε επίσης και πατριαρχικός επίτροπος στο Κάϊρο , στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου.

Παρά τα αξιώματα του, ο Νεκτάριος δεν έχασε τίποτα από την ταπεινοφροσύνη του και γνώριζε πώς να μεταδίδει στο πνευματικό ποίμνιό του τον ζήλο για τις ευαγγελικές αρετές.
Η αγάπη όμως και ο θαυμασμός που του έδειχνε ο λαός απέβησαν εις βάρος του.

Με πειρασμό του διαβόλου, ορισμένα μέλη του Πατριαρχείου, φθονώντας τις επιτυχίες του, τον διέβαλαν λέγοντας πως ήθελε να κερδίσει την εύνοια του λαού, με σκοπό να καταλάβει τον πατριαρχικό θρόνο της Αλεξανδρείας.

 Ο άγιος δεν ζήτησε να βρεί το δίκιο του, αλλά εναπόθεσε την εμπιστοσύνη του στην επαγγελία του Χριστού, ο οποίος είπε : Μακάριοί εστε όταν ονειδίσωσιν υμάς και διώξωσι και είπωσι παν πονηρόν ρήμα καθ’υμών ψευδόμενοι ένεκεν εμού (Ματθ. 5,11) .

Εκδιώχθηκε έτσι από την έδρα του και έφυγε για την Αθήνα, όπου βρέθηκε μόνος, αγνοημένος, καταφρονημένος, στερούμενος ακόμη και τον επιούσιο άρτο, γιατί δεν ήξερε να φυλάξει τίποτε για τον εαυτό του, και τους πενιχρούς του πόρους τους μοίραζε στους φτωχούς. 
Εγκαταλείποντας το αρχικό του σχέδιο να αποσυρθεί στο Άγιον Όρος, ο πράος και ταπεινός μιμητής του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού προτίμησε να θυσιάσει την αγάπη του για την ησυχία, χάριν της σωτηρίας του πλησίον του. Παρέμεινε ιεροκήρυκας για λίγα χρόνια (1891-1894) και στη συνέχεια διορίσθηκε διευθυντής της Ριζαρείου Εκκλησιαστικής Σχολής, η οποία είχε σκοπό την εκπαίδευση των μελλοντικών ιερέων.
 Η βαθειά του γνώση των Γραφών, των αγίων Πατέρων, ακόμη και των θύραθεν επιστημών, και η ανάπλεη πραότητος  αυθεντία του στην καθοδήγηση ανθρώπων του επέτρεψαν να προσδώσει στο ίδρυμα τούτο μια υψηλή πνευματική και ηθική ποιότητα. Ο άγιος ιεράρχης επιφορτίσθηκε με τη διεύθυνση και τα μαθήματα της Ποιμαντικής, δίχως να διακόψει το ασκητικό του πρόγραμμα , τη μελέτη των Γραφών και την προσευχή, προσθέτοντας μάλιστα τα υψηλά καθήκοντα του κηρύγματος και της τακτικής τελέσεως των ιερών Μυστηρίων εντός της σχολής, αλλά και στην περιοχή των Αθηνών.

Παραταύτα, ο Νεκτάριος διατηρούσε στα βάθη της καρδιάς του τον διάπυρο πόθο της ησυχίας και της ειρήνης του μοναχικού βίου. Επωφελήθηκε έτσι από την επιθυμία που εξέφρασαν ορισμένες πνευματικές θυγατέρες του, για να ιδρύσει ένα γυναικείο μοναστήρι στη νήσο Αίγινα ( μεταξύ 1904 και 1907), όπου και αποσύρθηκε στα 1908, αφού παραιτήθηκε από τη διεύθυνση της εκκλησιαστικής σχολής. Παρά τις αναρίθμητες φροντίδες και δυσκολίες , ο άγιος μερίμνησε να οργανώσει μια κοινοβιακή αδελφότητα, πιστή στο πνεύμα των αγίων Πατέρων.
 Εδαπάνησε αφειδώς τις σωματικές και ψυχικές του δυνάμεις στην ανέγερση κτιρίων, στην τέλεση των ιερών ακολουθιών και στην πνευματική καθοδήγηση κάθε μαθήτριας του ξεχωριστά.

Τον έβλεπες συχνά να εργάζεται στον κήπο, φορώντας ένα τριμμένο ράσο, η να διορθώνει τα υποδήματα των μοναζουσών. Και όταν γινόταν άφαντος για ώρες πολλές, μάντευες ότι ήταν κλεισμένος στο κελλί του για να ανατείνει τον νού του προς τον Θεό, δια της νοεράς προσευχής.

Παρ’όλο που εμάκρυνε από κάθε επαφή με τον κόσμο και είχε αυστηρώς ρυθμίσει τις επισκέψεις στο μοναστήρι, η φήμη των αρετών και χαρισμάτων, που αξιώθηκε από τον Θεό, εξαπλώθηκε στην περιοχή και οι πιστοί έρχοταν προς αυτόν, ελκόμενος όπως το μέταλλο από τον μαγνήτη.
Θεράπευσε πολλούς λαϊκούς και μοναχές από τις ασθένειες που τους ταλαιπωρούσαν, έφερε τη βροχή στο νησί που υπέφερε από την ξηρασία, ανακούφιζε, παρηγορούσε, στήριζε

Ήταν τα πάντα τοις πάσι, δυνάμενος τα πάντα δια του Χριστού που ενοικούσε σε αυτόν δια της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος. Είχε οικειότητα  με τους αγίους και την Παναγία που συχνά του φανερώνονταν κατά την θεία Λειτουργία ή στο κελλί του. Παρά τις δυσκολίες της περιόδου μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, απαγόρευσε αυστηρά στις μοναχές του να αποθηκεύουν οτιδήποτε για την τροφή τους, αλλά διέταξε να μοιράζουν το πλεόνασμα στους φτωχούς, εναποθέτοντας τη μέριμνα της συντηρήσεως της μονής στην πρόνοια του Θεού.

 Πέραν των άλλων καθηκόντων του, ο Νεκτάριος βρήκε τον χρόνο να συντάξει πλήθος έργων θεολογίας, ηθικής και εκκλησιαστικής Ιστορίας για την στερέωση της Εκκλησίας της Ελλάδος στην ιερά Παράδοση των Πατέρων, που αγνοούνταν τότε συχνά εξαιτίας δυτικών επιδράσεων.

Ζώντας λοιπόν ως εν σαρκί άγγελος και αυγάζοντας γύρω του τις ακτίνες του ακτίστου φωτός της Χάριτος, ο μακάριος υπέστη πάλι συκοφαντίες και άδικες κατηγορίες για το μοναστήρι του , από μέλη της ιεραρχίας.

Υπέμεινε τις τελευταίες αυτές δοκιμασίες με την υπομονή του Χριστού, αγόγγυστα και δίχως να εξανίσταται.

Τότε προσβλήθηκε από μια επώδυνη αρρώστια για περισσότερο από ενάμιση χρόνο.
 Ευχαρίστησε τον Θεό για τη δοκιμασία αυτή και προσπάθησε να κρατήσει μυστική την ασθένεια του μέχρι τις τελευταίες στιγμές του.
Αφού πήγε να προσκυνήσει για τελευταία φορά την εικόνα της Θεοτόκου που βρισκόταν όχι μακριά από το μοναστήρι, ανήγγειλε στις μαθήτριες του την επικείμενη εκδημία του και μεταφέρθηκε σε ένα νοσοκομείο στην Αθήνα, όπου μετά από πενήντα ημέρες οδύνης την οποία υπέμεινε με μια υπομονή που οικοδομούσε όλους όσοι τον πλησίαζαν, παρέδωσε εν ειρήνη την ψυχή του στον Θεό στις 8 Νοεμβρίου του 1920.
Οι πιστοί της Αίγινας, οι μαθήτριες του και όλοι  οι χριστιανοί που τον είχαν πλησιάσει, έκλαψαν για την απώλεια του πράου και σπλαχνικού μαθητή του Χριστού, που όλη του τη ζωή υπέστη διαβολές , διώξεις και άδικες κατηγορίες παίρνοντας ως τύπον και υπογραμμό του τα θεία Πάθη του Κυρίου.
Ο Θεός όμως τον εδόξασε και από την ώρα της κοιμήσεως του τα θαύματα περίσσευσαν και περισσεύουν καθημερινά ως σήμερα για εκείνους που πλησιάζουν με πίστη τα λείψανα του ή εμπιστεύονται την ισχυρή του μεσιτεία.

Το σώμα του αγίου παρέμεινε θαυματουργικά άφθαρτο περισσότερο από είκοσι χρόνια, αναδίδοντας ουράνια και λεπτή ευωδία. 
Στα 1953 όταν έλυωσε τελικά κατά τους φυσικούς νόμους, έγινε η ανακομιδή των λειψάνων του και διαπιστώθηκε τότε ότι αναδιδόταν έντονα η ίδια ευωδία.
Δεν έπαυσε έκτοτε να χαροποιεί τους πιστούς που πλησιάζουν τα τίμια αυτά λείψανα, δίνοντας τους τη διαβεβαίωση ότι ο άγιος Νεκτάριος βρήκε τη θέση του κοντά στον Θεό, στις μονές των αγίων.
 Η τιμή του αναγνωρίσθηκε επισήμως το 1961 και η εξιστόρηση των θαυμάτων του δεν παύει να γράφεται καθημερινά.
 Ο τάφος του, στην Αίγινα, έγινε ένα από τα πιο πολυσύχναστα προσκυνήματα στην Ελλάδα.

[Ιερομονάχου Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου, Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας τ.3, σελ. 103-108, Αθήνα 2004]












Αν και δεν συνέγραψε ειδική μελέτη για το περιβάλλον μας αφήνει, κυριολεκτικά, έκθαμβους η φωτισμένη και σωστή βιοτή του απέναντι στο συγκεκριμένο θέμα.
Ο Άγιος σε όλη του τη ζωή στάθηκε με σεβασμό μπροστά στο δημιούργημα του Θεού, την κτίσιν. Δεχόταν τα αγαθά της φύσεως ως δώρα του Θεού και τα χρησιμοποιούσε «μετά φόβου Θεού», αδελφικής αγάπης και ευχαριστίας.
Φυσική συνέπεια του πνεύματος αυτού ήταν η δοξολογική, σωστή χρήσις της κτίσεως.
 Η οσιακή μορφή του εχαρακτηρίζετο από απόλυτον συμμετρίαν.
Η ζωή του, άκρως ασκητική σ’ όλες τις εκδηλώσεις της, περιοριζόταν στις απολύτως απαραίτητες ανάγκες. Η τροφή του λιτότατη. Η ενδυμασία του πτωχική και ευτελής, η σπατάλη και η πολυτέλεια άγνωστα σ’ αυτόν. Πως, λοιπόν, ήταν δυνατόν ο χαριτωμένος αυτός άνθρωπος να διανοηθή να προξενήση το παραμικρό κακό στο ωραίο δημιούργημα του Θεού και πως ήταν δυνατόν να κάνη εγωιστικήν χρήσιν του κόσμου;

Τα περιστατικά της ζωής του που δείχνουν αυτήν την ευλογημένην στάσιν του είναι πάρα πολλά. Είναι γνωστή σε όλους η μεγάλη αγάπη που είχε για τα δέντρα και τα λουλούδια.
Στην Ριζάρειο Σχολή, κατά την διάρκεια που την διηύθυνε, υπήρξε εισηγητής του μαθήματος της Γεωπονικής, καθώς μαρτυρείται στο βιβλίο Πρακτικών του Συμβουλίου της Σχολής, έτσι ώστε οι ιεροσπουδαστές, οι προερχόμενοι από την ύπαιθρο, να εκπαιδεύωνται καταλλήλως αποβαίνοντες χρήσιμοι στις πρακτικές εργασίες της ιδιαιτέρας πατρίδος τους.
 Σύμφωνα με τις μαρτυρίες των μαθητών της Σχολής της εποχής εκείνης, ο Άγιος Νεκτάριος περιποιείτο προσωπικώς τον κήπον της Σχολής. Λέγεται ότι κάθε πρωί, πριν την Ακολουθία του Όρθρου, ο Άγιος έσκαβε τον κήπο και εμπλουτίζοντάς τον με νέα λουλούδια και δέντρα και παρακολουθώντας την αύξησιν των ήδη υπαρχόντων απεδείκνυε εμπράκτως την αγάπη του πρός την φύσιν.

Κατά το έτος 1906, ενώ ακόμη ήταν στην Ριζάρειο, στέλνει ως δωρεά στον Δήμο της Αιγίνης πέντε χιλιάδες μωρεόδεντρα για την μωρεοφυτεία της νήσου, όπως γίνεται φανερόν από το υπ’ αριθμ. 294/12.3.1906 έγγραφον του Δημάρχου στο οποίο εκφράζονται οι ευχαριστίες και η ευγνωμοσύνη αυτού και ομολογούνται οι πολλές ευεργεσίες του Αγίου προς την νήσον της Αιγίνης.
Κατ’ εξοχήν φίλος του πρασίνου επιθυμούσε να πληρωθούν όλες οι γωνιές της νήσου με φυτείες δένδρων χρησίμων.

Αλλά και κατόπιν, στο Μοναστήρι της Αγίας Τριάδος, στον Ιερό Παρθενώνα του, στην Αίγινα ησχολείτο και «εις χειρωνακτικάς εργασίας και μάλιστα βαρείας μορφής, καλλιεργών κήπους και αγρούς, ποτίζων αυτούς δι’ ύδατος, μεταφερομένου υπ’ Αυτού εκ μακρινής αποστάσεως, ανοίγων αύλακας και οχετούς...», όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται.

Κάποτε ένα μικρό κοριτσάκι, που επισκεπτόταν συχνά τη Μονή έκοβε τα λουλούδια της αυλής. Ο Άγιος που το είδε, του είπε: «Γιατί παιδί μου κόβεις τα λουλουδάκια της Παναγίας;».
Είναι χαρακτηριστική η αγάπη του Αγίου για την Παναγία στην οποία αφιέρωνε κάθε τι ωραίο.


Κατά προφορική μαρτυρία της μακαριστής Γερόντισσας της Ιεράς Μονής Αγίου Μηνά Νεκταρίας, ανήμερα το Πάσχα έστελνε ο Άγιος μία Μοναχή μαζί με τα παιδιά, που εφιλοξενούντο στο Μοναστήρι του, να ψάλλουν στο βουνό το «Χριστός Ανέστη», για να το ακούση όλη η φύσις...

(Απόσπασμα Ομιλίας Μοναχής της Ιεράς Μονής Αγίου Μηνά Αιγίνης, μέ θέμα : «Η ΑΓΑΠΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΦΥΣΙΝ - ΠΡΟΔΡΟΜΟΣ ΥΓΙΟΥΣ ΟΙΚΟΛΟΓΙΚΟΥ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝΤΟΣ»)







Από την παιδική  του ηλικία...


 ....σε ηλικία μόλις επτά ετών, έραβε φύλλα χαρτιού μεταξύ τους με σκοπό να φτιάξει βιβλία για να γράψει σε αυτά τα λόγια του Θεού, όπως ο ίδιος είπε στην μητέρα του.


Κατόπιν μετανάστευσε στην Κωνσταντινούπολη, όπου εργάστηκε στην αρχή σε καπνοπωλείο, τόσο για να βοηθήσει οικονομικά την οικογένεια του όσο και για να μπορέσει να συνεχίσει τις σπουδές του. Εκείνο τον καιρό άρχισε να μελετά και να συλλέγει ρητά και αποφθέγματα Αγίων Πατέρων και κλασικών φιλοσόφων, τα οποία αποτέλεσαν το δίτομο βιβλίο «Ιερών και φιλοσοφικών λογίων θησαύρισμα», που εξέδωσε το 1895. Τα συγκέντρωνε όχι μόνο για δική του χρήση αλλά και για να μπορέσει να τα μεταφέρει στους συνανθρώπους του και να τους ωφελήσει. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της πλευράς του χαρακτήρα του είναι ότι έγραφε κάποια από αυτά τα γνωμικά στις χάρτινες καπνοσακούλες του καπνοπωλείου, ώστε να τα διαβάσουν και να ωφεληθούν όσοι τις χρησιμοποιούσαν. Η πρακτική αυτή δε, έλυνε και το πρόβλημα της δημοσίευσης τους από εκείνον, ελλείψει χρηματικών πόρων. (από εδώ, όπου και ολόκληρος ο αναλυτικός βίος του Αγίου)

… Κάποια στιγμή  παλιώσανε τα ρούχα του και πήγε στον καπνοπώλη, τον επιχειρηματία, να ζητήσει κάποια βοήθεια… Του λέει λοιπόν ντροπαλά: Ξέρετε Κύριε …τρυπήσανε τα παπούτσια μου κι οι κάλτσες μου και τώρα κάνει κρύο το Χειμώνα και θα θελα αν μπορείτε να με βοηθήσετε λίγο … Αυτός θύμωσε του λέει: …Φύγε από εδώ, δεν έχω περισσευούμενα λεφτά για σένα …είσαι βάρος στη δουλειά μου …κάνε τη δουλειά σου καλά κι άσ’ τα αυτά …τις υπερβολές …τα βγάζεις πέρα. Και δεν του έδωσε καμία σημασία.



Ένα μικρό παιδάκι ήταν τότε αυτός ο Άγιος …ξεκίνησε από μικρό παιδάκι με τόση ταλαιπωρία στη ζωή ….πόνο, πολύ πόνο. Όλη του η ζωή ήταν ένας πόνος …Μέχρι που έφυγε από τον κόσμο αυτό ήπιε πολύ πίκρα ο Άγιος Νεκτάριος.

Φεύγει λοιπόν, πάει στο δωμάτιό του και άρχισε να γράφει ένα γράμμα. Όχι όμως στους γονείς του …αυτοί ήταν φτωχοί. Έγραψε ένα γράμμα στον Ιησού Χριστό.
 Έτσι τελείωνε το γράμμα : «ΣΤΟΝ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟ»
Δ/νση: ΣΤΟΥΣ ΟΥΡΑΝΟΥΣ.
ΤΟ ΑΓΑΠΗΜΕΝΟ ΣΟΥ ΠΑΙΔΙ Ο ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ… Του έγραψε ένα γράμμα τόσο καρδιακό, τόσο απλό, με τόση θερμή πίστη όμως.
Και του είπε περίπου τα παρακάτω: Κύριε μου, σε παρακαλώ, συγχώρεσέ με που σε ενοχλώ… ξέρω ότι έχεις πολλά στο μυαλό σου, έχεις τόσο κόσμο να ασχοληθείς, αλλά έχω κι εγώ ένα πρόβλημά μου να Σου πω και αυτό είναι απλό κι εύκολο για Σένα… βρες μια λύση… τρύπησαν τα παπούτσια μου …κρυώνω!! δεν έχω ρούχα να ντυθώ …αν θέλεις Εσύ βοήθησέ με σε παρακαλώ …εγώ σε αγαπώ πολύ. Εσύ κανόνισε πώς θα με βοηθήσεις.”
Κλείνει το γράμμα, σηκώνεται το πρωί με το κρύο να το στείλει …στους ουρανούς … Τι θα ένιωθε αυτός ο ταχυδρόμος εάν έπαιρνε αυτό το γράμμα και έβλεπε τυχαία να γράφει παραλήπτης: ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ στους Ουρανούς;… Η ωραιότερη Διεύθυνση στην οποία όμως δεν θα έφτανε ποτέ από τα Ταχυδρομεία αυτού του κόσμου!!! Κατά θεϊκή συγκυρία επέτρεψε ο Θεός να βγαίνει το πρωί ο γείτονάς τους ο Κυρ-Θεμιστοκλής, ο οποίος είδε τον μικρό Αναστάση…

-Αναστάση πούπας με αυτό το κρύο;… -Πάω να στείλω τα γράμματα … -Φέρε εδώ παιδάκι μου. Μαζί με τα δικά μου θα στείλω και τα δικά σου. Τα παίρνει κι όπως τα ξεφύλλισε στο χέρι του, είδε την Διεύθυνση ….κατάλαβε ότι πρόκειται για κάτι που δεν θα γίνει ανθρωπίνως… παραβίασε το απόρρητο της παιδικής αυτής ψυχής, και προς έκπληξή του και με συγκίνηση διάβασε αυτά τα λόγια… «ΣΤΟΝ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟ»… το μικρό παράπονο και την θερμή προσευχή του μικρού Αναστάση …Και τι κάνει αυτός ο άνθρωπος;… Ετοιμάζει ένα δεματάκι με φανέλες, ζακέτες ζεστές, ρουχαλάκια, τα βάζει σε ένα δέμα και πάνω του γράφει: ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΑΝΑΣΤΑΣΗ Ο ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΟΥΡΑΝΟΥΣ.



Το βάζει έξω από το μαγαζί το πρωί, το παίρνει ο Αναστάσιος με το που ξύπνησε και αρχίζει να πηδάει από τη χαρά του σαν τρελός και να φωνάζει: Χριστέ μου Σ΄ αγαπώ, Χριστέ μου Σ’ ευχαριστώ, Χριστούλη μου… άκουσες την προσευχή μου… Ένα παιδάκι που από μικρός είδε τα θαύματα του Θεού… με τέτοια ζωντανή πίστη τόσο θερμή που τον συνόδευε σε όλη του τη ζωή …Μιλούσε στο Θεό …Τον αισθανόταν …Μιλούσε στον Χριστό και κατέβαζε τον ουρανό στην γη. Έκανε θαύματα η προσευχή του… ήταν μια ζωντανή επαφή αυτή που είχε με τον Χριστό…
Όμως το αφεντικό του είχε άλλη γνώμη και όταν τον είδε έτσι καλοντυμένο: -Πώς έγινες έτσι κουστουμαρισμένος; Ποιος σε έφτιαξε έτσι κύριο; Πού τα βρήκες τα λεφτά; Και ο Αναστάσιος του απαντά με απλότητα: -Ξέρετε είναι μυστικό … -Για πες το μυστικό σου γιατί κάτι υποπτεύομαι… Αυτός νόμισε ότι του έκλεψε λεφτά από το συρτάρι. -…Ξέρετε, μου τα έστειλε ο Ιησούς Χριστός… -Ο Ιησούς Χριστός ;;;;;; Έλα εδώ και θα σου πω!!!!! Και αρχίζει να τον κτυπά και να τον κυνηγάει μέσα στο μαγαζί… -Λέγε πού βρήκες τα λεφτά… -Μα σας λέω αλήθεια, έστειλα ένα γράμμα στον Ιησού Χριστό και μου απάντησε… Τί φταίω, εγώ δεν έχω κλέψει … Ο Χριστός με άκουσε …έστειλα γράμμα… το γράφει κιόλας ….να…!!
Κι από τις φωνές τα κλάματα και τη φασαρία τον ακούει ο Κύριος Θεμιστοκλής.




Πάει στο αφεντικό του λοιπόν και του λέει : -Άσε το παιδί… έλα να σου πω το μυστικό του… μην του χαλάσουμε αυτήν την απλή πίστη που έχει στην καρδούλα του ….εγώ του τα έδωσα αλλά κοίτα τι βρήκα …κοίτα τι γράμμα διάβασα ….έχεις δίπλα σου ένα παιδί θαυμάσιο δουλεύει στο μαγαζί σου, ένα παιδί που έχει ζωντανή πίστη στον Χριστό…







Η διακονία στη Ριζάρειο


Ο Άγιος Νεκτάριος παρά τις ποικίλες αντιξοότητες, που προερχόταν τόσο από την φύση του παιδαγωγικού έργου και την ποικιλία προέλευσης των μαθητών (στη Σχολή φοιτούσαν και παιδιά πολλών ευπόρων αθηναϊκών οικογενειών κλπ., που δεν ενδιαφέρονταν για να ιερωθούν, αλλά μαθήτευαν σε αυτή επειδή το ποιοτικό της επίπεδο ήταν πολύ υψηλό), όσο και από την απιστία των καιρών, αλλά και από επεμβάσεις του Συμβουλίου της Σχολής, διηύθυνε- το σημαντικότερο μετά τη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών- εκκλησιαστικό αυτό εκπαιδευτήριο για δεκατέσσερα συνεχή χρόνια, χωρίς ποτέ ν' απουσιάζει από τη θέση του, με αισθήματα ανθρωπιστικά, όπως αυτά τα γνώριζε από τη δαψιλή μελέτη των αρχαίων συγγραφέων, με αγάπη Χριστού, με πατρική στοργή, πολλή φρόνηση και ενδιαφέρον ανύστακτο, με προσευχή διαρκή, προκειμένου να επιτύχει την αποστολή του.

 

Αναφέρεται πως όταν ένας μαθητής έκανε κάποιο σοβαρό παράπτωμα, ο Άγιος θεωρούσε τον εαυτό του υπεύθυνο, προσευχόταν εκτενώς και υποβαλλόταν σε αυστηρή νηστεία. Το μέτρο αυτό είχε επίδραση στους ευαίσθητους μαθητές, οι οποίοι συνήθως μεταμελούνταν και απέφευγαν να επαναλάβουν τις αταξίες τους. Αλλά και όταν, σπάνια, ήταν αναγκασμένος, να επιβάλει κάποια ποινή, στεναχωρούνταν πολύ, ιδίως μάλιστα όταν έβλεπε πολλοί σημαίνοντες να παρεμβαίνουν υπέρ αυτών.

 

Έγραφε στις μοναχές της Αίγινας: "Πλην της στενοχωρίας ταύτης (έλλειψη χρημάτων να στείλει στο μοναστήρι) είχον και ετέρα πολύ σπουδαίαν, ήτις και αύτη σήμερον έπαυσε. Εδίωξα εκ της Σχολής τέσσερας μαθητάς, δύο της τετάρτης τάξεως και δύο της πέμπτης, οίτινες μετά ένα μήνα ακριβώς θα ελάμβανον το δίπλωμά των. Οι υπέρ αυτών ενδιαφερόμενοι ήσαν ισχυροί, αλλ' επί τέλους σήμερον απεβλήθησαν, αλλ' άνευ πράξεως αποβολής", η οποία αποβολή, ας σημειωθεί, θα τους στιγμάτιζε και θα τους ακολουθούσε στη σταδιοδρομία τους. Ο Πενταπόλεως δεν υπήρξε ποτέ εκδικητικός ούτε ήθελε την εξόντωση εκείνων που παρεκτρέπονταν, παράλληλα όμως ήταν και ανυποχώρητος στην διαφύλαξη της ηθικής και του κύρους της Ριζαρείου, ως Εκκλησιαστικής Σχολής. 


Η Κοίμηση και ο ενταφιασμός του Αγίου


 

Στο απόμακρο για κείνο τον καιρό νοσοκομείο της Αθήνας, το Αρεταίειο, η γραμματεία έπαιρνε απ' έξω εντολή και έδινε μέσα εντολή να κρατήσουν κάποιο κρεββάτι στον μικρό παθολογικό θάλαμο για έναν γέροντα καλόγερο, από την Αίγινα.


Τον έφεραν κάποιο μεσημέρι δυο καλόγρηες κι ένας μέτριος στο ανάστημα σαραντάρης που από την πρώτη στιγμή που μπήκαν ανησυχούσε και κρυφόκλαιγε. Έκαναν τις διατυπώσεις της εισόδου και παραμονής του στο θεραπευτήριο και η μια από τις δυο καλόγρηες, έφυγε.


Στον θάλαμο που τον τοποθέτησαν ήταν άλλα τέσσερα κρεββάτια ωστόσο μόνο τα δύο ήταν πιασμένα. Στο διπλανό του γέροντα της Αίγινας αναπαυόταν ένας άντρας περίπου σαραντάρης που έπασχε από παράλυση των κάτω άκρων. Ήταν επαρχιώτης οικογενειάρχης, είχε πέσει σ' ένα γκρεμό από το ζώο του, χτύπησε κι από τότε τον έσερναν με τα φορεία. Στο παρακάτω, έμενε κάποιος γέροντας συνταξιούχος δάσκαλος, με ουρολογική κι αυτός πάθηση.


"Τι νομίζεις γερόντισσα Ευφημία, έκανε κάπου στον προθάλαμο σιγανασαίνοντας και σκουπίζοντας τα δάκρυά του ο άντρας, θα κάνει την εγχείρηση, θ' αντέξει στο μαχαίρι;" 

Εκείνη απόμεινε συλλογισμένη. 

"Τι θ' απογίνουμε δίχως την ευλογημένη του καθοδήγηση, πώς θα ζήσουμε χωρίς την προσευχή του;" συνέχισε ο άντρας. 

"Ελπίζω, κύριε Σακκόπουλε, αποκρίθηκε τέλος η καλόγρηα, μισοταραγμένη. Ο καλός θεός θα λυπηθεί την αδελφότητα, δεν θα επιτρέψει ν' απομείνουμε είκοσι οκτώ ψυχές ορφανές." 

"Ω αδελφή Ευφημία, σ' αυτόν οφείλω τα πάντα. Και κυρίως τον θησαυρό της ψυχής μου. Αυτός με εισήγαγε εις το εύρος, το ύψος και το κάλλος που έχει ο Κύριος. Από νωρίς έχασα την μητέρα μου και το ξεπέρασα, πρόπερσι αναπαύθηκε κι ο πατέρας μου, άνθρωπος όλο αυταπάρνηση κι ευγένεια και το κατάπια. Αν μας εγκαταλείψει κι ο άγιος γέροντας, ο πνευματικός πατέρας και οδηγός και μεσίτης εις τον Θεόν, θα καταντήσω δυστυχής, θα παραμείνω δεντρί στην έρημο..."


Η καλόγρηα τον ανακύτταξε με κάποια στοργή και κούνησε το κεφάλι.


Πέρασε ο πρώτος μήνας, πέρασε κι ο δεύτερος. 

Δεν πρόλαβε να κάνει εγχείρηση, δεν πρόλαβε να περάσει από μαχαίρι. 

Η Αθήνα συγκλονιζόταν από ιαχές και αλλαλαγμούς για την εκλογική ήττα του Βενιζέλου, για τις αλλαγές στην Κυβέρνηση, για την επαναφορά του εξόριστου Βασιληά Κωνσταντίνου, οι εκκλησιαστικοί κύκλοι συζητούσαν, σχολίαζαν την έκπτωση του Μελετίου και την επανανθρόνιση του Θεοκλήτου, όταν ο χλωμός ασκητικός εκείνος γέροντας, ο καλόγερος της Αίγινας, έβλεπε ξαφνικά καταμπροστά του ανοιγμένους τους ουρανούς και τους αγγέλους κατά χιλιάδες να τον υποδέχονται. 

Στάθηκε λίγο προτού ξεψυχίσει κι αφουγκράστηκε. Από ψηλά κάποια γνώριμη φωνή, κάποια ολόγλυκια φωνή σε ξένη χώρα, τον καλούσε. 

"Είσελθε τέκνον, είσελθε εις την χαράν του Κυρίου σου. Σε αναμένει ο της δικαιοσύνης στέφανος." 

" Εις εμέ, εις εμέ το λέγεις Κύριε;" πρόλαβαν να ψιθυρίσουν για στερνή φορά τα χείλη του. 

Κι ανοίγοντας το στόμα να πάρει ανασεμιά, είδε πως μεταφέρεται. Παρέδωσε την άγια του υπομονετική ψυχή στον αγαπημένο του Αφέντη. Στον Αφέντη των ουρανίων, των επιγείων και καταχθονίων.


Η γερόντισσα Ευφημία αναστατώθηκε. 

"Σεβασμιώτατε, σεβασμιώτατε, ανάκραξε με λυγμούς. Κύριε Σακκόπουλε, που είναι ο κύριος Σακκόπουλος;... Το τηλέφωνο παρακαλώ, το τηλέφωνο... 

Ήρθε μια σαβανώτρα από το προσωπικό του νοσοκομείου να βοηθήσει τη γερόντισσα. Το νεκρό σώμα, μοσκομύριζε... Θεέ και Κύριε ! ... Κάτι πήγε να πει η γερόντισσα δεν το μπόρεσε. Για μια στιγμή έβγαλαν τη μάλλινη φανέλλα και την πέταξαν πρόχειρα στο διπλανό κρεββάτι. Κι ώσπου να προχωρήσουν να τελειώσουν με τα σάβανα, ο διπλανός άρρωστος, ο άνθρωπος που έπασχε από παράλυση των κάτω άκρων κινήθηκε, ξεπετάχθηκε όρθιος, αμφιταλαντεύθηκε, στάθηκε στα πόδια του κι έκανε το σταυρό του. 

"Σηκώθηκα, περπατάω! ανάκραξε δυνατά, Θεέ μου, έγινα καλά! Τι έχει αυτή η φανέλλα;" 

Για δες, ήταν στ' αλήθεια όρθιος, περπατούσε !


Δεν καλοκατάλαβαν, απόμειναν να χάσκουν. Το νεκρό σώμα μοσκομύριζε... Η γερόντισσα πήρε τη φανέλλα την έβαλε ένα κουβάρι στο ράσο της. Τα χέρια της έτρεμαν. 

Απόρησαν oι γιατροί, απόρησε και το προσωπικό του νοσοκομείου όταν έμαθαν πως ο φτωχός ρασοφόρος από την Aίγινα, ήταν άλλοτε γενικός διευθυντής στη Ριζάρειο και ήταν λέει... δεσπότης!


Μια νύχτα θρήνου πέρασε η γερόντισσα Ευφημία.


Αργά το πρωί έφθασε ένας φίλος Αρχιμανδρίτης, ιεροκήρυκας, ο Παντελεήμων Φωστίνης και λίγο πιο έπειτα ο πρωτοπρεσβύτερος Άγγελος Νησιώτης, διαλεκτός μαθητής του στη Ριζάρειο και δημιουργός αργότερα κατηχητικών σχολείιων. Έφθασε σωστό ανθρώπινο ράκος κι ο Κωστής Σακκόπουλος. Παράγγειλαν το φέρετρο παράγγειλαν τη νεκροφόρα και λίγo αργότερα ξεκίνησαν για τον Πειραιά.


Το βαποράκι της γραμμής η "Πτερωτή", θα σήκωνε άγκυρα για την Αίγινα ακριβώς στις δυο το μεσημέρι. Η νεκροφόρα με λογίς - λογίς διατυπώσεις που έπρεπε να γίνουν, έφθασε εμπρός στον καθεδρικό ναό της Αγίας Τριάδος στον Πειραιά, λίγo μετά τις δώδεκα. Ο ναός βρέθηκε κλειστός, όλοι oι αρμόδιοι κι ο νεωκόρος, έλειπαν για μεσημεριάτικη διακοπή.


Αυθόρμητα μαζεύτηκε ολόγυρα στο πεζοδρόμι κόσμος. Από λαλιά σε λαλιά, ακούστηκε, μαθεύτηκε στην εργατική πόλη, η κοίμηση του γέροντα της Ριζαρείου. Κι ένας λαός περικύκλωσε το φέρετρο. 

Καθώς το έφεραν σιμά στα σκαλοπάτια του ναού για να πάρουν τουλάχιστον μια φωτογραφία στην πόλη και στο χώρο που τόσο είχε κηρύξει κι αγαπήσει κι άνοιξαν το καπάκι, μούδιασαν, τάχασαν... Παρατήρησαν κάτι το ασυνήθιστο, το καταπληκτικό. Από την ήρεμη και γαλήνια μορφή έσταζε κάτι σαν ιδρώτας που μοσκομύριζε... Θεέ και Κύριε !


Ο Κώστας ο Σακκόπουλος σαστισμένος έτρεξε κι αγόρασε από το περίπτερο ένα πακέτο μπαμπάκι και σκούπισε σιγά - σιγά και απαλά από το πρόσωπο τον μοσκομύριστο ιδρώτα. Μερικοί τότε έπεσαν επάνω του, του άρπαξαν τις τούφφες το μπαμπάκι, τόφερναν ευλαβικά στο μέτωπό τους, άλλοι τόκρυβαν στις τσέπες τους, άλλοι το παράχωναν στο στήθος. 

"Δεν έχει βάρος, δεν έχει βάρος, είναι λαφρύς σαν πούπουλο", φώναξαν και oι άνδρες που σήκωναν το φέρετρο, έτοιμοι να το ξαναφέρουν στη νεκροφόρα. 

Το βαποράκι της γραμμής η "Πτερωτή" έφθασε στις τέσσερις παρά κάτι, απόγευμα στην Αίγινα με τη σημαία "μετζάστρα" στο πλωριό κατάρτι. 

Προτού αράξει στο μώλο, ο καπετάνιος σφύριξε τρεις φορές πένθιμα και συνθηματικά.


Στα γαλανά νερά του Σαρωνικού ταξίδευε το ιερό λείψανο ενός ανθρώπου του Θεού. Ενός κληρικού που δεν καυχήθηκε ποτέ για κάτι δικό του. Ενός ιερομόναχου που ευαρέστησε τον άγιο Θρόνο με την υπακοή, το ταπεινό φρόνημα, την υπομονή, την πίστη, την αγάπη. 

Αμέτρητος λαός πλημμύρισε κάτω την παραλία. Όλος σχεδόν ο κλήρος, όλοι oι ιερομόναχοι, όλες oι καλόγρηες από τα ντόπια μοναστήρια. 

Οι γυναίκες έκλαιγαν σιωπηλά, μερικές στέναζαν, μερικές μοιρολογούσαν. 

"Παππούλη μας, προστάτη της φτωχολογιάς, τι θ' απογίνουμε τώρα που μας άφισες ορφανές και μόνες;" 

Διακόσιοι τόσοι άντρες τσακώθηκαν ποιος θα σηκώσει το φέρετρο. Ήταν oι φίλοι του, oι ψαράδες του γυαλού, οι σφουγγαράδες που ταξίδευαν και βουτούσαν πέρα στην Τζιμπεράλτα και στο Τούνεζι κι έφερναν σφουγγάρια της ευλογίας με χαραγμένο στη μέση τον τίμιο σταυρό, εργάτες που δούλεψαν στη μονή κι έφαγαν ψωμί από τα χέρια του, oικοδόμοι, αγρότες αμπελουργοί, επαγγελματίες και πλανόδιοι.


Ο δήμαρχος με τον αστυνόμο για να τους φέρουν σε λογαριασμό, τους χώρισαν σε τετράδες και υπολόγισαν το δρόμο κάπου δυο ώρες και κάτι, ώσαμε το μοναστήρι. 

Σε λίγο τα πάντα τακτοποιήθηκαν και η πομπή ξεκίνησε. 

Ήταν κάτι το ριγηλό και συγκινητικό. Ποτέ η Αίγινα δε θυμόταν ένα τέτοιο ξόδι. 

Αυθόρμητα η λαϊκή ψυχή αγκάλιασε το λείψανο - θησαυρό του διαλεκτού παιδιού της και τόφερνε με σφιχτή ανασεμιά στη θέση Ξάντος.


Πένθιμη διακόσμηση γυρόφερνε την πόλη και την παραλία. Οι καμπάνες στους ναούς σιγοχτυπούσαν όπως τη μεγάλη Παρασκευή. Θυμίαμα καιγόταν σ' όλες τις πόρτες και δροσερά λουλούδια έπεφταν από γρηές και νιες και δροσερές παρθένες. Ένα πλήθος νέοι ρασοφόροι Ριζαρείτες ακολουθούσαν σιωπηλοί. 

"Δεν έχει βάρος, δεν έχει βάρος, είναι λαφρύς σαν πούπουλο", φώναζαν κατάπληκτοι κάθε τόσο οι άνδρες από τα σταυροδρόμια και τις λαγκαδιές, καθώς σήκωναν το φέρετρο κι ετοιμάζονταν ν' αλλάξουν βάρδια.


Το μοναστήρι γέμισε κόσμο. Ατελείωτη μυρμηγκιά, κάθε λογίς άνθρωποι, γνωστοί, άγνωστοι, καταλαχάρηδες του βουνού, του λόγγου, της ακρογυαλιάς. Όλοι τους είχαν διάθεση να παρασταθούν, να προσευχηθούν, να ξενυκτίσουν, να κλάψουν.


Σ' όλο τούτο το πλήθος και στις καλόγρηες της αδελφότητας που έκλαιγαν σαν μικρές νεαρές κοπέλλες, ξεχώριζε η φυσιογνωμία της ηγουμένης, της οσίας Ξένης, της τυφλής. 

Στάθηκε κάποια στιγμή καταμπροστά στο φέρετρο, πάνω στη γαλήνια κι ευγενική μορφή, που θαρρούσες ότι λαφροκοιμόταν, τη μορφή του πνευματικού πατέρα και οδηγού, του ευεργέτη και προστάτη της και μη μπορώντας με τα τυφλά μάτια να δει, να προσέξει τον ιδρώτα - μύρο που κυλούσε από το μέτωπο, τόνοιωσε σαν όσφρηση, σαν ευωδιά και μένοντας ακίνητη και κάνοντας τρεις φορές το σημείο του σταυρού, είπε: 

"Ο πατέρας μας δεν πέθανε. Ζει, μας βλέπει και προσεύχεται απόψε για μας. Το μοναστήρι μας θα προκόψει δεν θα το αφίσει ο Κύριος. Όταν ζούσε και τον απολαμβάναμε δίπλα μας, κοντά μας, φάρο και οδηγό, αυτό πάντα μας έλεγε. Αυτή την προφητεία: Από δω, μας έλεγε, κόρες μου, απ' αυτές τις ερημιές, σε μερικά χρόνια θα διαβαίνουν άμαξες, θα περνά πλήθος ο κόσμος με αφιερώματα, χρυσάφια και λαμπάδες. Kαι μεις οι άπραγες στεκόμασταν δίβουλες, ξαφνιασμένες. Μήπως τάχα παραλογίζεται ο σεβασμιώτατος, αναρωτιόμασταν με ανησυχία. Αδελφές μου, μη κλαίτε, αδέλφια μου μη θρηνείτε. Η Αίγινα και η Ελλάδα απόκτησε έναν όσιο, ένα σημερινό ικέτη εμπρός εις τον Εσταυρωμένο".


Τα λόγια της σκέπαζαν τους κρυφούς λυγμούς της από μια θεϊκή δύναμη και χάρη. Τα λόγια της έπεσαν στο πλήθος με τέτοια αρμονία που γλύκαναν ευθύς όλες τις καρδιές και για κάμποσο χρονικό διάστημα της νύχτας απόδιωξαν τις μελαγχολικές σκέψεις του θανάτου. 

Τρεις μέρες και τρεις νύχτες κράτησε το λαϊκό τούτο προσκύνημα. Και το λείψανο αδιάκοπα έσταζε ιδρώτα μύρο και σκορπούσε ολοτρόγυρα ευωδία! 

Mια από τις τρόφιμες της αδελφότητας ανησύχησε. 

"Θα πρέπει να επισπεύσουμε τον ενταφιασμό, πέταξε με σπουδή στην οσία Ξένη. Δεν μπορεί, γερόντισσά μου, σώμα είναι, θα βρωμίσει". 

Το βράδυ που κοιμήθηκε, είδε ολοζώντανο σιμά της τον γέροντα ντυμένο στα αρχιερατικά του άμφια. 

" Σεβασμιώτατε", ανάκραξε. Kαι γονάτισε να του ασπασθεί το χέρι. 

"Βρωμά παιδί μου, το χέρι μου;" τη ρώτησε επιτιμητικά. 

" Μοσκομυρίζει σεβασμιώτατε", ψιθύρισε. 

"Τι μυρίζει;" 

"Λιβάνι και αλόη." 

"Τότε μη φοβείσαι και δια το λείψανον." 

Ξύπνησε καταφοβισμένη. Έτρεξε στο φέρετρο, ασπάσθηκε τρεις φορές τα κρινοδάχτυλα των χεριών. Kαι ξαναπρόσεξε που έτρεχε συνέχεια στη μορφή ιδρώτας - μύρο.


Φυσικά φρόντισαν και για τον ενταφιασμό. Θα τον τοποθετούσαν εκεί πλάγια στο ναό, χαμηλά στο πεύκο. Στο καταπράσινο και φουντωτό βελονόφυλλο δεντρί που τόσο αυτός καμάρωνε κι αγαπούσε. Εκεί, που κάποτε η πρώτη εκείνη γερόντισσα κάτοικος, σαν έσκαβε για να το φυτέψει, τοσοδούλι και μικράκι,άκουσε την παράδοξη φωνή : "άφισε τόπο για ένα τάφο". Ναι, τώρα όλα ξεκαθάριζαν. Ο καλός Θεός είχε προδιαλέξει τόπο για το σκήνωμα του διαλεκτού παιδιού του.


Προτού σκεπάσουν το φέρετρο για τον ενταφιασμό, όλες σχεδόν oι μαθήτριες και υποτακτικές έφεραν κι έρριξαν λεμονανθούς από τις λεμονίτσες που είχε φυτέψει ο ίδιος ο γέροντας με το χέρι του, σε διάφορες πρασιές ολόγυρα από το ναό και παράπλευρα έξω.

 

 

(Από το βιβλίο του Σώτου Χονδρόπουλου:

 Ο άγιος του αιώνα μας -Ο όσιος Νεκτάριος Κεφαλάς- Αφηγηματική Βιογραφία.

Έκδοσις Ιεράς Κοινοβιακής Μονής Αγίας Τριάδος Αιγίνης. Δεύτερη Έκδοση- Διορθωμένη. Σελ. 269-274)

ΛΟΓΟΙ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ



Αγίου Νεκταρίου, «Μάθημα Ποιμαντικής», κεφ. β’ Περί Εκκλησίας,  σελ. 22, Αθήναι 1898

«Σκοπός και έργον της Εκκλησίας»
Σκοπός της Εκκλησίας εστίν η σωτηρία του γένους των ανθρώπων και η αποκατάστασις της Βασιλείας του Θεού επί της γης, της υπό της αμαρτίας διαταραχθείσης και η επικράτησις της αγάπης, της χαράς και της ελευθερίας επί της γης.
Δια της Εκκλησίας συμφιλιούται πάλιν μετά του Θεού ο άνθρωπος ο δια την αμαρτίαν εχθρός αυτού καταστάς και μέτοχος αύθις αναδείκνυται της αρχαίας αυτού χάριτος και δόξης.
Το έργον της απολυτρώσεως και του αγιασμού ανετέθη υπό του Σωτήρος Χριστού τη Εκκλησία και επεσφραγίσθη δια της χάριτος του Αγίου Πνεύματος, ίνα μένη εν τη Εκκλησία, διο και μόνη αυτή επιδαψιλεύει τον αγιασμόν και την απολύτρωσιν και φέρει τον άνθρωπον εις επικοινωνία προς τον Θεόν.
Η αποστολή αυτή της Εκκλησίας ανυψοί αυτήν εις περιωπήν, ήτις διακρίνει τους λειτουργούς αυτής ου μόνον του λοιπού κόσμου, αλλά και αυτών των μεταλαβόντων του αγιασμού και της απολυτρώσεως (Ιωαν. ιε’. 19)

«Οι λειτουργοί της Εκκλησίας»   
Ποίoν εστί το έργον των λειτουργών της Εκκλησίας;
Έργον των λειτουργών της Εκκλησίας εστί α) το επιτελείν τα μυστήρια, β) το κηρύττειν τον λόγον του Θεού εν τη του Χριστού Εκκλησία και γ) το διακυβερνάν και ποιμαίνειν καλώς την διαπιστευθείσαν αυτοίς υπό του Χριστού πνευματικήν ποίμνην. Κατά ταύτην την τρίττην λειτουργίαν αυτών οι λειτουργοί της Εκκλησίας την τριττήν αναλαμβάνουσι του Σωτήρος εν τη Εκκλησία ενέργειαν, ήτοι την της απολυτρώσεως, την της διδασκαλίας και την της ποιμαντορίας· διότι ο Θεάνθρωπος ταύτα Αυτός εκτελέσας, εντολήν έδωκε τοις εαυτού μαθηταίς, ίνα μετά την εις ουρανούς ένδοξον Αυτού Ανάληψιν, αυτοί ταύτα επιτελώσι και οι παρ’ αυτών κατασταθέντες λειτουργοί, διδάσκαλοι και ποιμένες εις το διηνεκές μέχρι συντελείας των αιώνων εν τω αυτώ της Εκκλησίας σώματι. Κατά ταύτα οι λειτουργοί της Εκκλησίας, ήτοι ο Ιερός Κλήρος προσηκόντως δύναται να κληθή το ορατόν του νοερώς εν τη Εκκλησία ενεργούντος Αγίου Πνεύματος.
(Αυτόθι σελ. 23)
 

Αγίου Νεκταρίου, Μελέτη περί της Μιας Εκκλησίας,μνημ. έκδοσις, κεφ. Γ’, σελ. 19-20,

«Το έργον της Εκκλησίας»
Το έργον της Εκκλησίας ορίζει ο Απόστολος Παύλος λέγων: «Και αυτός έδωκε τους μεν Αποστόλους, τους δε Προφήτας, τους δε Ευαγγελιστάς, τους δε ποιμένας και διδασκάλους προς τον καταρτισμόν των αγίων, εις έργον διακονίας, εις οικοδομήν του σώματος του Χριστού, μέχρι καταντήσωμεν οι πάντες εις την ενότητα της πίστεως και την επίγνωσιν του Υιού του Θεού».( Εφες. δ .11-13).
Η Εκκλησία άρα ιδρυθείσα υπό του Σωτήρος Χριστού έλαβε τέλειον οργανισμόν και εστι σώμα οργανικόν έχον κεφαλήν τον Χριστόν και οδηγόν το Πανάγιον Πνεύμα, το συγκροτούν τον θεσμόν της Εκκλησίας και δαψιλεύον αυτή τας θείας δωρεάς.
Η Εκκλησία ως οργανικόν σώμα είναι ορατή και συνδέει εις εν όλον όλα τα μέλη αυτής, τα τε άγια και τα ασθενή.
 Τα ασθενή μέλη της Εκκλησίας ουδόλως παύονται τελούντα μέλη του σώματος αυτής. Διότι αναγεννηθέντες δια των μυστηρίων και γεννηθέντες τέκνα χάριτος αδύνατον του λοιπού να αποστασθώσιν αυτής, και εάν έτι και υπό εκκλησιαστικήν τελώσι πειθαρχικήν τιμωρίαν και εξωκκλησιασμόν, διότι μετά του προπατορικού αμαρτήματος απαλλαγήν ουδεμία ετέρα θέσις πλην της Εκκλησίας υφίσταται.
 Εν τω κόσμω εν μόνον υπήρξε ενδιαίτημα δια τον άνθρωπον, ο Παράδεισος, ένθα η Εκκλησία του Θεού, εν η η σωτηρία του ανθρώπου.

«Μία η Εκκλησία»
 Κατά το ορθόδοξον πνεύμα μία υπάρχει Εκκλησία· η ορατή Εκκλησία του Χριστού, εν η αναγεννάται ο από του χώρου της αμαρτίας ερχόμενος άνθρωπος και εν αυτή διαμένει ο,τε άγιος και ο αμαρτωλός.
Ο αμαρτωλός ως μέλος της Εκκλησίας δεν φέρι φθορά εις το λοιπόν της Εκκλησίας σώμα, διότι τα μέλη της Εκκλησίας εισί μέλη του σώματος αυτής, αλλά εισίν ελεύθερα ηθικά όντα και ουχί ανελεύθερα, όπως τα μέλη του ζωϊκού σώματοςτού επηρεαζομένου εκ της νόσου ενός των μελών αυτού...
Η oρθή της Εκκλησίας γνώμη είναι ότι η Εκκλησία διακρίνεται στρατευομένην και θριαμβεύουσαν, στρατευομένη μεν είναι εν όσω αγωνίζεται κατά της κακίας υπέρ της επικρατήσεως του αγαθού, θριαμβεύουσα δε εν ουρανώ, ένθα ο χωρός των δικαίων των αγωνισαμένων και τελειωθέντων εν τη πίστει του Θεού και τη αρετή.
(Αυτόθι, σελ. 21)


Αγίου Νεκταρίου, Μελέτη περί της Μιας Αγίας Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας, κεφ. Δ’, σελ. 24-25, Αθήναι 1913

«Η αυθεντία και το κύρος της Εκκλησίας»
Η Εκκλησία ως θεοσύστατον ίδρυμα καθοδηγείται υπό του Παναγίου Πνεύματος του μένοντος εν αυτή εις τον αιώνα, και αποφαίνοντος αυτήν αλάθητον των δογμάτων γνώμονα «στύλον και εδραίωμα της αληθείας». Αύτη διαφυλάτει αγνήν και απαραχάρακτον την Αποστολικήν Διδασκαλίαν. Αύτη μόνη δύναται να ποδηγετή προς την αλήθειαν και να τελή ο μόνος αλάνθαστος κριτής ο δικαιούμενος να αποφανθή περί των σωτηριωδών αληθειών της αποκαλυφθείσης διδασκαλίας και να εξελέγξη  το ψεύδος και την πλάνην. «Η μία, αγία, καθολική και Αποστολική Εκκλησία εκπροσωπουμένη υπό των καθ’ όλου λειτουργών αυτής εν ταις Οικουμενικαίς Συνόδοις εστίν «μόνος αυθεντικός κριτής και φυσικός τεταγμένος φρουρός της θεοπνεύστου διδασκαλίας.
Η Εκκλησία αποφαίνεται περί της γνησιότητος και του κύρους των Αγίων Γραφών. Αύτη εγγυάται περί της ακριβούς διατηρήσεως εν τοις εαυτοίς κόλποις της γνησίας και αδιαφθόρου Αποστολικής παραδόσεως και διδασκαλίας. Αύτη μόνη δύναται να βεβαιώση, ερμηνεύση και διατυπώση τα αποκαλυθείσας αληθείας τη επιστασία του Αγίου Πνεύματος. Μόνη η Εκκλησία χειραγωγεί τους εις Χριστόν πιστεύσαντας εις την ορθήν των Αγίων Γραφών κατανόησιν και μόνη αύτη μεριμνά υπέρ αυτών όπως ασφαλώς και σταθερώς προς την σωτηρίαν βαίνωσιν.


Αγίου Νεκταρίου, Ορθόδοξος Ιερά Κατήχησις ,μνημ. έκδοσις, άρθρον θ’ του «Συμβόλου της πίστεως» σελ. 94,  Αθήναι 1899

«Εις μίαν Αγίαν Καθολικήν και Αποστολικήν Εκκλησίαν»
Δια του θ’ άρθρου του ιερού Συμβόλου της πίστεως ομολογούμεν ότι μετά την προς τον Τριαδικόν Θεόν πίστιν,  πιστεύομεν εις την Εκκλησίαν του Τριαδικού Θεού, ήτοι εις το θείον θρησκευτικόν καθίδρυμα, το ιδρυθέν υπό του Σωτήρος Χριστού και εγκαινισθέν δια της επιφοιτήσεως του αγίου Πνεύματος  κατά την ημέραν της αγίας Πεντηκοστής εν τω συνόλω των διδαχθησών αληθειών, των θεσμών, των μυστηρίων και των εντολών αυτού του Θείου Ιδρύματος, και ότι εν μόνη ταύτη τη Εκκλησία εστί σωτηρία τω κόμω. Διότι ο σκοπός της ιδρύσεως και η εν τω κόμω αποστολή αυτής εστιν η αποκατάστασις της Βασιλείας του Θεού επί της γης δια της σωτηρίας του ανθρωπίνου γένους και της επικοινωνίας αυτού προς το Θείον.

«Διατί πιστεύομεν εις μίανΕκκλησίαν;»      
Λέγομεν ότι πιστεύομεν εις Εκκλησίαν, διότι άνευ πίστεως αδύνατόν εστι να κατανοήσωμεν και να δεχθώμεν την εν αυτή τελούμενην σωτηρίαν του ανθρωπίνου γένους και να αποδεχθώμεν άπαντα τα τελούμεν μυστήρια προς σωτηρίαν και αγιασμόν του ανθρώπου, ως και απάσας τας υπ’ αυτής διαδασκομένας αληθείας.  Αφού δε εστιν αδύνατον να νοήσωμεν μυστήρια Θεού, οφείλομεν να πιστεύωμεν εις την Εκκλησίαν την διδαχθείσαν και βεβαιωθείσαν υπό του αγίου Πνεύματος περί της δυνάμεως και ενεργείας αυτών.
Τι εννοούμεν λέγοντες εις μίαν Εκκλησίαν;
Λέγοντες εις μίαν Εκκλησίαν νοούμεν το εν και μόνον θρησκευτικόν καθίδρυμα το επί της γης υπό του Σωτήρος Χριστού και του Αγίου Πνεύματος καθιδρυθέν και εγκαινισθέν, ούτινος η κεφαλή ο Χριστός, ήτοι την μίαν Αγίαν Καθολική και Αποστολικήν Εκκλησίαν, ης Νυμφίος εστίν αυτός ο Χριστός· ως δε εις ο Νυμφίος, μία και η Νύμφη.
(Αυτόθι)


Αγίου Νεκταρίου, Μελέτη περί της Μιας Εκκλησίας,μνημ. έκδοσις, σελ. 12-14,

«Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός είναι ο Μέγας Αρχιερεύς της εαυτού Εκκλησίας»
Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός ως Μέγας Αρχιερεύς προσέφερεν εαυτόν ως άμωμον ιερείον τω Θεώ και Πατρί, Θυσίαν ιλαστήριον, γενόμενος θύτης και θύμα, και εξιλάσατο και ικανοποίησε την θείαν δικαιοσύνην την προσβληθείσαν υπό της αμαρτίας των ανθρώπων δια της παραβάσεως του θείου νόμου, αναλαβών ως αναμάρτητος αντιπρόσωπος του ανθρωπίνου γένους ενώπιον του Θεού και Πατρός πάσαν τιμωρίαν, ης ο άνθρωπος αμαρτήσας ήτο άξιος, και εκχέας επί του Σταυρού το τίμιον και σωτήριον εαυτού αίμα και κυρώσας την Καινήν Διαθήκην, ην συνέθετο προς τον Πατέρα, δι’ ης σώζεται πας ο πιστεύων εις Αυτόν, ομολογών ιλαστήριον τον σταυρικόν αυτού θάνατον.
Η θυσία αυτή εστί το καθαρτήριον λουτρόν της ανθρωπότητος, το καθαρίσαν και αποπλύναν του ρύπου της αμαρτίας το ανθρώπινον γένος και αγιάζον τους πιστεύοντας αυτώ και βαπτιζομένους εν τω ονόματι της αγίας Τριάδος της κυρωσάσης την Καινήν Διαθήκην.

«Η ίδρυσις της επί γης Βασιλείας του Θεού, της Εκκλησίας»
Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός ως Βασιλεύς ίδρυσεν επί της γης Βασιλείαν ουρανών ευθύς μετά την Ανάληψιν αυτού, ότε εκάθισεν εν δεξιά του Θεού και Πατρός και έλαβε παρά του Ανάρχου Αυτού Πατρός την εξουσίαν εν Ουρανώ και επί γης. Βασιλεία δ’ αυτού επί γης εστιν η Εκκλησία Αυτού. Ο Ιησούς ως Βασιλεύς ιδρύει Βασιλείαν αιώνιον, προνοεί περί της εαυτού Βασιλείας, τίθησι συνθήκας, σφραγίζει όρασιν και προφητείαν και καταπαύει θυσίαν και προσφοράν (Δαν. θ . 24)· διοικεί, κυβερνά, και διευθύνει αυτήν αϊδίως δια των ιερών αυτής λειτουργών, μεταδίδωσιν αδιαλείπτως και δαψιλώς τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματοςπρός κραταίωσιν και ενάπτυξιν και εξάπλωσιν αυτής.
Ο Σωτήρ ως Βασιλεύς Αγιάζει, παρηγορεί, διαφυλάττει, ανεγείρει και δοξάζει τον λαόν Αυτού (Ιωάν. ιε . 26,  Πραξ. β . 33-36), ως Βασιλεύς διατηρεί την εν τη Βασιλεία αυτού τάξιν χορηγών εν τη Εκκλησία λειτουργούς. Ο Ιησούς ως Βασιλεύς έδωκε νόμους τω λαώ Αυτού· ως Βασιλεύς εζήτησεν υποταγήν τοις νόμοις Αυτού· ως Βασιλεύς εζήτησε την θυσίαν και αυτής της ζωής των οπαδών Αυτού υπέρ εαυτού και της Βασιλείας αυτού.
(Αυτόθι, σελ. 21)


Αγίου Νεκταρίου, Μελέτη Ιστορική περί των αιτιών του σχίσματος, Ενότης των Εκκλησιών, σελ. 70, Αθήναι 1911

«Ενότης της Εκκλησίας»
Ενότης της Εκκλησίας κατά τας αγίας Γραφάς είναι ο μυστικός ιερός σύνδεσμος των εις Χριστόν πιστευόντων δια της κοινής ομολογίας της πίστεως, της ελπίδος, της αγάπης προς τον Νυμφίον Χριστόν και δια της αυτής λατρείας.
 Τον χαρακτήρα της ενότητος ταύτης  ευρίσκομεν εν ταις αγίαις Γραφαίς. Εν τη προσευχή του Σωτήρος ημών προς τον Ουράνιον αυτού Πατέρα καταδεικνύεται η ενότης της Εκκλησίας. Ο Ιησούς μέλλων προς το εκούσιον αυτού να πορευθή πάθος αναπέμπει Υψηλήν και πλήρη στοργής δέησιν προς τον Πατέρα αυτού και αιτείται παρ’ αυτού ίνα τηρή πάντας τους εις αυτόν πιστεύοντας και πιστεύσοντας εν τω συνδέσμω της αγάπης. «Πάτερ, αγίασον αυτούς εν τη αληθεία Σου· ο λόγος ο Σος αλήθειά εστιν... Ου περί τούτων δε ερωτώ (=παρακαλώ) μόνον, αλλά και περί των πιστευσόντων δια του λόγου αυτών εις εμέ. Ίνα πάντες εν ώσι, καθώς συ Πάτερ εν εμοί, καγώ εν σοι, ίνα και αυτοί εν ημίν εν ώσιν ίνα ο κόσμος πιστεύση, ότι συ με απέστειλας...»

«Τα αληθινά γνωρίσματα της ενότητος της Εκκλησίας»      
Η ενότης άρα της Εκκλησίας έγκειται εν τη μετά του Κυρίου ενώσει των μελών αυτής. Πάντες οι εις Χριστόν πιστεύσαντες δια των αγίων Αποστόλων ηνώθησαν μετά του Ιησού και ηγιάσθησαν εν τη αληθεία του Θεού και Πατρός.
 Η ενότης άρα είναι εσωτερική, μυστική, άμεσος, θεία, τελεία, τετελειωμένη θεία ευδοκία και αγάπη, ακί ουδενός δείται εξωτερικού συνδέσμου προς σύστασιν της ενότητος.
Οι πιστεύσαντες έλαβον την χάριν και την αλήθειαν, το φως και την ζωήν δια Ιησού Χριστού και ηνώθησαν μετ’ αυτού. Τι δύναται να χωρίση αυτούς από της ενότητος της μετά του Κυρίου; Εάν δε ο δεσμός ούτος εστι τέλειος, τις η χρεία ετέρων δεσμών, ετέρας πίστεως;
(Αυτόθι, σελ. 71)


Αγίου Νεκταρίου, Ορθόδοξος Ιερά Κατήχησις ,μνημ. έκδοσις, σελ. 95

«Μίαν Εκκλησίαν αποτελούν αι εν όλω τω κόσμω ομόδοξοι Εκκλησίαι»
Μάλιστα· αι εν όλω τω κόσμω Εκκλησίαι άπασαι μίαν και την αυτήν αποτελούσιν αγίαν Εκκλησίαν, διότι μίαν και την αυτήν ομολογούσιν ομολογίαν της πίστεως, και από μιας και της αυτής εξανέτειλαν Εκκλησίας, μεθ’ ης εισιν αρρήκτως πνευματικώς ηνωμέναι· ο τόπος εστίν ανίσχυρος προς διαίρεσιν της ενότητος της Εκκλησίας, όταν η συμφωνία του πνεύματος ενοί αυτάς.
 Τι εννοούμεν λέγοντες Αγίαν Εκκλησίαν;
 Λέγοντες Αγίαν Εκκλησίαν εννοούμεν και ομολογούμεν ότι η μία του Χριστου Εκκλησία εστίν Αγία α) διότι ο Σωτήρ ο Ιδρυτής αυτής ηγίασεν αυτήν καθαρίσας δια του ιδίου αίματος, ίνα παραστήση αυτήν εαυτώ την Εκκλησίαν, ένδοξον, μη έχουσαν σπίλον η ρυτίδα η τι των τοιούτων, αλλά ίνα η αγία και άμωμος (Εφεσ. ε’ 27) και β) διότι ενεκαινίασε και ηγίασεν αυτή εις τον αιώνα και αγιάζει δια παντός.

«Η Καθολική και Αποστολική Εκκλησία του Χριστού»
Τι εννούμεν λέγοντες Καθολικήν;
Λέγοντες Καθολικήν εννούμεν ότι το θείον τούτο θρησκευτικόν καθίδρυμα του Σωτήρος Χριστού, το ενιαίον και άγιον έστι καθολικόν και περιλαμβάνον άπαντας τους εις Χριστόν πιστεύοντας και προωρισμένον να περιλάβη και άπασαν την ανθρωπότητα, όπως αγιάση και σώση αυτήν και ενώση μετά του σώματος του Χριστού. Προσέτι ομολογούμεν ότι αι απανταχού Εκκλησίαι αι ομολογούσαι την αυτήν ομολογίαν εισι μία και αυτή αγία του Χριστού Εκκλησία ως εν Σώμα Χριστού.
Τι εννοούμεν λέγοντες Αποστολικήν;
Δια του νέου τούτου χαρακτηριστικού εννοούμεν και ομολογούμεν ότι η Αγία και Καθολική Εκκλησία εστιν η Εκκλησία η υπό των Αγίων Αποστόλων εν πάσι τοις έθνεσιν ιδρυθείσα · λέγομεν Αποστολικήν ουχ ότι εστίν ίδιον των Αποστόλων καθίδρυμα η Εκκλησία του Χριστού, αλλ’ ίνα ομολογήσωμεν και προσδιορίσωμεν αυτήν ακριβώς, ότι η μία Αγία και Καθολική Εκκλησία εστίν η Εκκλησία του Χριστού η ιδρυθείσα υπό των αγίων Αυτού Αποστόλων εν πάσι τοις έθνεσιν.
(Αυτόθι)


Αγίου Νεκταρίου, Μελέτη περί των αιτιών του σχίσματοςΕνότις των Εκκλησιών, σελ. 71, Αθήναι 1911

«Οι πιστοί της Εκκλησίας»
Οι πιστεύσαντες ειλκύσθησαν προς τον Σωτήραν υπό του πέμψαντος αυτόν Πατρός, (Ιωαν. ς’44) και έλαβον την χάριν της απολυτρώσεως· ως δε αλήθεια, ηλευθέρωσεν αυτούς από της δουλείας της αμαρτίας, τις δύναται να στερήση αυτούς της εν Χριστώ ελευθερίας;
 Οι πιστεύσαντες εγένοντο υιοί φωτός και μέτοχοι δόξης αιωνίου, τις δύναται να αφαιρέση απ’ αυτών τον φωτισμόν και την δόξαν;
 Οι πιστεύσαντες εγένοντο υιοθετοί Θεού δια του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού,  τις την υιοθεσίαν ταύτην δύναται να αρνηθή, η να άρη;
 Οι πιστεύσαντες εγένοντο δια της Θείας Μεταλήψεως κοινωνοί του Σώματος και Αίματος του Κυρίου, μένουσι δε εν τω Χριστώ και ο Χριστός εν αυτοίς, τις ισχυρός να διαρρήξη τα θεία ταύτα δεσμά της ενότητος;
 Οι πιστεύοντες λαμβάνουσι Πνεύμα Άγιον, το πάντα συγκροτούν τον θεσμόν της Εκκλησίας και αναδεικνύον ταύτην Μίαν Αγίοαν και Καθολικήν, τις δύναται να διασπάση την ενότηταν αυτής; Ματαία άρα η απαίτησις εξωτερικού συνδέσμου και ετέρας πίστεως, εκ των Γραφών μάλιστα αποκρουομένης, προς εξασφάλισιν της σωτηρίας των πιστευόντων εις τον Κύριον Ιησούν Χριστόν.  

Αγίου Νεκταρίου, Μελέτη περί της Μιας Αγίας Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας, κεφ. Α’, σελ. 10, Αθήναι 1913

«Τι είναι η Εκκλησία»
H Εκκλησία κατά το ακραιφνές της Ορθοδοξίας πνεύμα δύο έχει σημασίας, μίαν εκφράζουσαν τον δογματικόν και θρησκευτικόν αυτής χαρακτήρα, ήτοι τον εσωτερικόν, τον ιδιαζόντως πνευματικόν, και ετέραν εκφράζουσα τον υπό της σημασίας της λέξεως εκδηλούμενον, ήτοι τον εξωτερικόν. Κατά ταύτα η Εκκλησία κατά το Ορθόδοξον πνεύμα και την Ορθόδοξον ομολογίαν διττώς ορίζεται : ως θρησκευτικόν καθίδρυμα και ως θρησκευτική κοινωνία. Ο ορισμός της Εκκλησίας ως θρησκευτικού καθιδρύματος δύναται να διατυπωθή ούτως: Εκκλησία εστι θείον θρησκευτικόν καθίδρυμα της Καινής Διαθήκης το οικοδομηθέν υπό του Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού δια της ενσάρκου Αυτού Οικονομίας, το ιδρυθέν επί της προς Αυτόν πίστεως και ορθής ομολογίας, και εγκαινισθέν κατά την ημέραν της αγίας Πεντηκοστής τη επιφοιτήσει του Παναγίου και Τελεταρχικού Πνεύματος επί τους Αγίους Μαθητάς και Αποστόλους του Σωτήρος Χριστού, ους ανέδειξεν όργανα της Θείας Χάριτος προς διαιώνισιν του απολυτρωτικού έργου του Σωτήρος, εν ω το σύνολον των αποκαλυφθεισών αληθειών εστιν εμπεπιστευμένον, εν ω ενεργεί η Θεία Χάρις δια των μυστηρίων, εν ω αναγεννώνται οι πίστει προς τον Χριστόν Σωτήρα προσερχόμενοι, εν ω η τε έγγραφος και άγραφος Αποστολική διδασκαλία και παράδοσις διεσώθη.
Ο ορισμός της Εκκλησίας ως θρησκευτικής κοινωνίας δύναται να ορισθή ούτως: Εκκλησία εστί κοινωνία ανθρώπων ηνωμένων εν τη ενότητι του Πνεύματος, εν τω συνδέσμω της Ειρήνης (Εφέσ. δ’,3)

Αγίου Νεκταρίου, Ορθόδοξος Ιερά Κατήχησις ,μνημ. έκδοσις, άρθρον θ’ του «Συμβόλου της πίστεως» σελ. 94,  Αθήναι 1899

«Ότι ο τόπος εν ω δει προσκυνείν τον Θεόν εστίν η Εκκλησία»
Η Εκκλησία της Καινής Διαθήκης εστίν ο τόπος, εν ω οι αληθινοί προσκυνηταί προσφέρουσι τω Θεώ, τω απολύτω Πνεύματι, την εν Πνεύματι και αληθεία λατρείαν.
Η Εκκλησία ιδρύθη υπό του Σωτήρος Ιησού Χριστού επί τη προς εαυτόν πίσει των ομολογησάντων αυτόν, Υιόν του Θεού του ζώντος. Ταύτην ο Κύριος ωνόμασε μικρόν ποίμνιον. Την Εκκλησίαν ταύτην ενεκαινίασε το επιφοιτήσαν κατά την Πεντηκοστήν Πνεύμα άγιον. Ταύτην απετέλεσαν πάντες οι πιστεύσαντες τον Χριστόν Υιόν του Θεού ζώντος. Ταύτη ο Θεός έθετο «πρώτον αποστόλους, δεύτερον προφήτας, τρίτον διδασκάλους, έπειτα δυνάμεις, είτα χαρίσματα ιαμάτων, αντιλήψεις, κυβερνήσεις, γένη γλωσσών» (Α’Κορινθ. ιβ’ 28-31)
Η Εκκλησία αύτη εστιν το σώμα του Χριστού, πάντες δε οι αναγεννηθέντες δι’ ύδατος και Πνεύματος μέλη εισί Χριστού· και γαρ εν ενί Πνεύματι ημείς πάντες εις εν Πνεύμα εποτίσθημεν (Α’Κορινθ. ιβ’ 12-14). Η Εκκλησία αύτη ιδρύθη υπό του Σωτήρος, ίνα μείνη εις τον αιώνα, όπως διαιωνίση το απολυτρωτικόν έργο του Σωτήρος.

«Η Ιερωσύνη ως ιερά Διακονία»   
H ιερωσύνη είναι μέγα και υψηλόν υπούργημα, πρώτον δια την εαυτής αρχήν και, δεύτερον, δια το έργον της αποστολής αυτής.
Η ιερωσύνη είναι υψηλόν τι και μέγα δια την εαυτής αρχήν, διότι αρχή ταύτης είναι ο Κύριος ημών Ιησού Χριστός, όστις παραδούς εαυτόν υπέρ ημών προσφοράν και θυσίαν τω Θεώ και Πατρί εις οσμήν ευωδίας, εγένετο «Αρχιερεύς κατά την τάξιν Μελχισεδέκ» (προς Εβραίους, ε’10).
Ούτος ο Μέγας Αρχιερεύς παρέδωκε τοις ιεροίς αυτού μαθηταίς και Αποστόλοις το της ιερωσύνης μυστήριον ίνα διαμείνη εις τον αιώνα. Ούτοι δε παρέδωκαν προς τους εαυτών μαθητάς, παρ’ ων και «μεις τη χάριτι και ενεργεία του Αγίου Πνεύματος ελάβομεν.
Η ιερωσύνη είναι μέγα και υψηλόν υπούργημα δια το έργον της εαυτής αποστολής, όπερ είναι είναι μέγα και υψηλόν, διότι η ιερωσύνη σκοπόν προτίθεται να αγιάση και σώση άπασαν την ανθρωπότητα, μεταδίδουσα την χάριν της απολυτρώσεως εις απάσας τας επερχομένας γενεάς μέχρι της συντελείας του αιώνος, όπως άπασα η ανθρωπότης σωθή δια της θυσίας του Σωτήρος της ανθρωπότητος Ιησού Χριστού.


(Αγίου Νεκταρίου, «Ποιμαντικαί Ομιλίαι», α’, Περί της πολιτείας του Ιερού Κλήρου..., σελ. 5-6)




Ο ΑΓΙΟΣ ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ
ΚΑΙ Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ
«…μόνον τό ἔθνος τό Ἑλληνικόν ἔμεινε
ὡς πρόσωπο δρῶν ἐπί τῆς παγκοσμίου σκηνῆς,
καθ’ ὅλους τούς αἰῶνας, καί τοῦτο διότι
ἡ ἀνθρωπότης δεῖται αἰωνίων διδασκάλων.»
(Ἁγ. Νεκταρίου, Ἱερῶν & Φιλοσοφικῶν Λογίων Θησαύρισμα)

Tίς πιό πολλές φορές γνωρίζουμε τούς ἁγίους μέσα ἀπό τά πολυποίκιλα θαύματά τους ἤ τά βοηθητικά τῆς πνευματικῆς ζωῆς ἔργα τους καί λιγότερο ἀπό τίς ἐπιστημονικές τους γνώσεις καί μελέτες, ἀπό τούς ἀγῶνες τους γιά τήν ἀνόρθωση τοῦ Γένους καί τήν ἀναμόρφωση τῆς
πατρίδας μας.
Ἡ ἐνασχόληση πολλῶν ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας μέ τά κλασσικά ἔργα καί τήν πνευματική μας κληρονομιά ἐν γένει, τό ἐνδιαφέρον μέ τό ὁποῖο τήν περιέβαλαν καθώς καί τά συμπεράσματα καί οἱ διαπιστώσεις τους ἀπό τήν μελέτη τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων συγγραφέων, δίνουν σέ μᾶς σήμερα
ἐλπίδα καί αἰσιοδοξία γιά νά ἀντέξουμε τά δεινά στά ὁποῖα ὁδηγεῖται
ἀργά καί μεθοδικά ἡ πατρίδα μας καί κάθε ἄνθρωπος πού θέλει νά παραμείνει πρόσωπο.
Οἱ ἀναφορές τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου στούς ἀρχαίους Ἕλληνες σοφούς ἔχουν τέτοιο εὖρος, πού προκαλοῦν τόν θαυμασμό, ὄχι μόνο γιά τίς γνώσεις ἀλλά καί γιά τό πῶς τίς ἀξιοποίησε ὁ λόγιος Ἱεράρχης καί ἅγιος παιδαγωγός, συμβάλλοντας στήν ἀναβάθμιση τῆς ἐκπαίδευσης καί τήν ἀνύψωση τῆς παιδείας, σέ μιά ἐποχή κρίσιμη γιά τόν
Ἑλληνισμό.
Βαθύτατος γνώστης τῆς θύραθεν Γραμματείας καί τῆς Ὀρθόδοξης Θεολογίας, ἀναλαμβάνει ὁ ἴδιος, στό σημαντικότερο γιά τήν ἐκκλησιαστική ζωή τῆς Ἑλλάδας ἵδρυμα μετά τή Θεολογική Σχολή Ἀθηνῶν, στή Ριζάρειο Σχολή, τή διδασκαλία τῶν Ἑλλήνων καί Λατίνων κλασσικῶν, εἰσηγεῖται τή διδασκαλία τῶν Ἠθικῶν τοῦ Πλουτάρχου, τῶν ἀρχαίων τραγωδιῶν, τῶν Ἑλλήνων Πατέρων καί κλασσικῶν συγγραφέων, ἐνῶ ἡ Πολιτεία,
ἀναγνωρίζοντας τό συγγραφικό του ἔργο, τοῦ ἀναθέτει τό ἔργο τοῦ κριτῆ στά Διδασκαλεῖα καί στά
Ἐκπαιδευτήρια τῆς Μέσης Ἐκπαίδευσης.
Στόν Β΄ Τόμο τοῦ συγγράμματός του Ἱερῶν καί Φιλοσοφικῶν Λογίων Θησαύρισμα, ἐξηγεῖ γιά ποιό λόγο ἔλαβε ὡς θέμα μελέτης του τήν Ἑλληνική Φιλοσοφία καί γιατί τό θεωρεῖ «ὡς θέμα πολλῆς σπουδαιότητος διά τούς Ἕλληνας»: Ὁ πόθος του νά ἀθροίσει ὅ,τι ὑγιές περί Θεοῦ, περί ψυχῆς καί περί ἀρετῆς δίδαξαν οἱ πρόγονοί μας, τόν ὁδήγησε νά θησαυρίσει σέ ἕνα τεῦχος τίς σοφές γνῶμες τῶν σοφῶν Ἑλλήνων. Ἀπό τή μελέτη αὐτή ἐπείσθη ὅτι «οἱ Ἕλληνες σοφοί, ἐν ὅλῳ καί ἐν μέρει, ὑπῆρξαν διδάσκαλοι τῆς ἀληθείας, ὅτι ταύτης ἐγένοντο ἐρασταί καί
ταύτην ἐπεζήτησαν καί ὅτι ὁ ἔρως τῆς γνώσεως τῆς ἀληθείας ἦν ὁ πρός τήν ἀληθῆ φιλοσοφίαν αὐτούς ἄγων· οὗτος ἤγαγεν κατά μικρόν τό Ἑλληνικόν ἔθνος πρός τήν εὐκρινεστέραν γνῶσιν τῆς ἀληθείας καί τελευταῖον πρός τήν ἀποκαλυφθεῖσαν ἀλήθειαν».
Ἀξίζει, πιστεύουμε, νά μεταφέρουμε ἐπί λέξει τί ἔγραψε ἕνας ἅγιος τοῦ μεγέθους τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου στήν «Προθεωρία» τοῦ παραπάνω συγγράμματός του: «Ἑλληνική φιλοσοφία. Δύο λέξεις· ἀλλά λέξεις μεσταί μεγάλων καί ὑψηλῶν ἐννοιῶν. Ἐν αὐταῖς ἐγκολποῦται ἡ τελεία περί ἀνθρώπου ἔννοια· ἐν αὐταῖς συνάπτονται τά πέρατα τῆς φιλοσοφικῆς ἐνεργείας· ἐν αὐταῖς περιλαμβάνεται τό σύνολον τῶν ἐπιστημονικῶν ἀρχῶν· ἐν αὐταῖς ἐκφράζεται τό πνεῦμα τῆς ἀναπτυχθείσης ἀνθρωπότητος· ἐν αὐταῖς χαρακτηρίζεται ἡ τελεία τοῦ ἀνθρώπου
εἰκών· ἐν αὐταῖς ὁμολογεῖται τό μέγεθος τοῦ ἀνθρωπίνου νοός· τό ὕψος τῆς ἀνθρωπίνης διανοίας, τό βάθος τῶν ἐννοιῶν, ἡ ἰσχύς καί τό κάλλος τοῦ λόγου, ἡ λεπτότης τῶν διανοημάτων, ἡ εὐκρίνεια καί ἡ σαφήνεια αὐτῶν, ἡ δύναμις, ἡ χάρις αὐτῶν, καί τέλος ἡ θειότης τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ Ἑλληνική φιλοσοφία εἶναι ἡ θεμελιώδης ἀρχή τῆς ἀληθοῦς ἀναπτύξεως καί μορφώσεως· εἶναι ὁ παιδαγωγός τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ποδηγέτης πρός τήν εὐσέβειαν. 
Αὕτη ἐγένετο διδάσκαλος τῆς ἀληθείας, διδάσκουσα τόν ἄνθρωπον τίς ἐστι, τίς ἡ ἐν τῷ κόσμω ἀποστολή αὐτοῦ, καί
τί δέον ἐργάζεσθαι, διδάσκουσαν αὐτόν τήν ὕπαρξιν τοῦ Θεοῦ, τήν σχέσιν αὐτοῦ πρός τό θεῖον, καί τήν σχέσιν τοῦ Θεοῦ πρός τόν ἄνθρωπον· διδάσκουσα τά θεῖα ἰδιώματα καί τήν συγγένειαν τοῦ ἀνθρώπου πρός τό θεῖον. Ἡ Ἑλληνική φιλοσοφία ἐδίδαξεν τήν πρόνοιαν τοῦ Θεοῦ πρός τήν ἀνθρωπότητα καί ἐγένετο διά τῶν ὑγιῶν αὐτῆς
θεωριῶν παιδαγωγός τῆς ἀνθρωπότητος εἰς Χριστόν.»
Ὁ Ἕλληνας, κατά τόν Ἅγιο Νεκτάριο, γεννήθηκε κατακτητής τοῦ πνεύματος, δέν ζήτησε δούλους, ἀλλά ἐλεύθερους. Αὐτό ἀγάπησε καί ἡ Θεία αὐτή ἀγάπη ἔγινε ἐλατήριο ὅλων τῶν ὁρμῶν του, μορφώνοντας καί τόν ἐθνικό του χαρακτῆρα πού διέμεινε ἀναλλοίωτος. Ὁ ἐθνικός χαρακτήρας τοῦ Ἕλληνα ἦταν ἀδύνατον νά μήν
ἐνθουσιαστεῖ ἀπό τίς ἀρχές τοῦ χριστιανισμοῦ καί νά μήν τόν ὑποστηρίξει μέ τούς ἀγῶνες καί τό αἷμα του. Ὁ χριστιανισμός, γράφει ὁ Ἅγιος Νεκτάριος, ἦταν ἀγάπη καί ἐπαγγελλόταν νά διδάξει τούς ἀνθρώπους τήν ἀλήθεια μέ τήν τέλεια καί πλήρη της μορφή, νά ἐνισχύσει καί ἀνυψώσει τή φιλοσοφία στήν ὕψιστή της περιωπή, νά τῆς ἀποκαλύψει τά μυστήρια πού μένουν σ’ αὐτήν καλυμμένα, νά παράσχει τή λύση τῶν αἰωνίων προβλημάτων, νά
ἄρει τήν ἀχλύ ἀπό τόν νοῦ τῶν ἀνθρώπων, νά ἑρμηνεύσει τά αἰσθήματά τους, νά τούς διδάξει καθετί πού ἐπιθυμοῦσαν νά μάθουν καί νά γνωρίσουν, νά τούς ξυπνήσει καί ἀπαλλάξει ἀπό τή δεισιδαιμονία, νά συνδέσει τήν ἀνθρωπότητα μέ τό δεσμό τῆς ἀδελφικῆς ἀγάπης καί νά τήν ὁδηγήσει πρός τόν Θεό. 
Ἡ ὑγιαίνουσα φιλοσοφία, κατά τόν ἅγιο Ἱεράρχη, εἶναι ἔργο τῆς Θείας οἰκονομίας καί μέ τή βοήθειά της ὁ ἄνθρωπος διδάχτηκε τίς ἠθικές ἀρετές καί συνέλαβε τίς θεῖες ἰδιότητες γιά νά μπορέσει νά ἐξομοιωθεῖ μέ τόν Θεό.
Ἡ Ἑλληνική φιλοσοφία ὅμως, δέν ἦταν καί δέν μποροῦσε νά ἀποβεῖ ὁ σκοπός καί τό τελικό ὅριο τοῦ
πνευματικοῦ βίου τοῦ ἀνθρώπου. Ἦταν «συναίτιον αἴτιον καί συνεργός καί αἰτία καταλήψεως τῆς ἀληθείας, οὐχί δέ αὐτή ἡ ἀλήθεια». Στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου παρέμενε πάντοτε κενό, τό ὁποῖο ἡ Ἑλληνική φιλοσοφία δέν
μποροῦσε ὄχι μόνο νά καλύψει, ἀλλά, ἀντίθετα, τό μεγένθυνε, διότι ἔβρισκε, βέβαια, τόν Θεό στά
δημιουργήματα καί ἀνέπτυσσε στόν ἄνθρωπο τήν ἀγάπη πρός Αὐτόν, ἀδυνατοῦσε ὅμως νά Τόν προσπελάσει, νά Τόν ἐγκολπωθεῖ, νά Τόν δεῖ πρόσωπο πρός πρόσωπο, γιά νά πιστέψει. Τό πνεῦμα καί ἡ καρδιά τοῦ ἀνθρώπου ἀπαιτοῦσε ἀπόδειξη τῆς ἀλήθειας τῆς διδασκαλίας της, δέν τοῦ ἀρκοῦσε καί δέν πειθόταν νά οἰκοδομήσει τή ζωή του ἁπλᾶ καί μόνο μέ ὑγιεῖς καί ἠθικές θεωρίες, μέ ὡραῖες ἰδέες. Καί ἡ ἀπόδειξη, λέει ὁ Ἅγιος Νεκτάριος, ἔλειπε, διότι ἡ Ἑλληνική φιλοσοφία δέν εἶχε τή μεγαλουργό δύναμη πού πείθει καί μέ λόγια καί μέ ἔργα, διότι στεροῦνταν τή Θεία Ἀποκάλυψη πού ἐπαναπαύει τίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων. Ἔτσι, ναυάγησε, εὐθύς μόλις ἀπέπλευσε, ὅπως χαρακτηριστικά ἀναφέρει στήν κατακλεῖδα τῆς μελέτης του, προσκρούοντας σ’ αὐτόν τόν
σκόπελο τῆς ἀδυναμίας της νά ἀποδείξει τήν ἀλήθεια τῆς διδασκαλίας της, νά βεβαιώσει καί νά πείσει γι’ αὐτήν.
Ἡ ἀνθρωπότητα ζητοῦσε Θεία Ἀποκάλυψη, εἶχε ἀνάγκη Θείου διαπλάστη, πού ἡ φιλοσοφία τά στεροῦνταν.
Ἡ Ἑλληνική σοφία ἁπλᾶ προετοίμασε καί ὁδήγησε τήν ἀνθρωπότητα νά βρεῖ αὐτά στόν χριστιανισμό, στήν πίστη, δηλαδή, τή θεμελιωμένη στή Θεία Ἀποκάλυψη. 
Ἦταν ἡ προπαίδεια καί ὁ ποδηγέτης στόν χριστιανισμό.

Στυλιανή Σπυροπούλου
Φιλόλογος
«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀριθ. Τεύχους 135
Νοέμβριος 2013


Βλέψον Πάτερ προς ημάς, ως φιλόστοργος πατήρ,
και παράσχου συμπαθώς, δωρεάς τας πατρικάς.


 πηγή κειμένων =http://www.imhydra.gr/AgiosNektarios
                            https://antexoume.wordpress.com
                            http://www.impantokratoros.gr/49044572.print.el.aspx
                            http://imga.gr/enories/ag_nektarios_thaumata.html



       Θαύματα Αγίου Νεκταρίου Πενταπόλεως
     http://orthodoxipar.blogspot.gr/2015/11/blog-post_88.html



Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΧΡΙΣΤΟΣ ΕΤΕΧΘΗ

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ Αρχιμ. Γρηγορίου Κωνσταντίνου Δρ. Θεολογίας

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ