ΑΓΙΑ ΕΙΡΗΝΗ ΧΡΥΣΟΒΑΛΑΝΤΟΥ
Βίος και Πολιτεία της Οσίας Μητρός ημών
Ειρήνης της Ηγουμένης της Μονής του Χρυσοβαλάντου
«Η οσία Ειρήνη», της Θεοδώρας Χαμπάκη, ηγουμένης της ιεράς μονής οσίου Θεοδοσίου στον Άγιο Στέφανο Αττικής.
Επιλέχθηκε ως υποψήφια σύζυγος του ανήλικου αυτοκράτορα Μιχαήλ Γ´ (που έμελλε από τους σφετεριστές του θρόνου του να επονομαστεί «μέθυσος»)· αλλά ο Θεός της υπέδειξε το δρόμο του μοναχισμού και εκείνη ολοπρόθυμα τον ακολούθησε και διέπρεψε, πάντα με τη βοήθεια της Θείας Χάρης.
Από μία περίεργη σύμπτωση, απόρροια της Θείας Πρόνοιας, ο αυτοκράτορας Θεόφιλος απέρριψε την υποψήφια σύζυγό του και έτσι η Εκκλησία κέρδισε μία εμπνευσμένη υμνογράφο, την Κασσιανή. Ο γιός του Θεόφιλου, ο Μιχαήλ ο Γ´, στα χρόνια του οποίου η Εικονομαχία (726-843) έλαβε τέλος, απέρριψε την υποψήφια σύζυγό του και η Εκκλησία στολίστηκε με μία αγία, την Ειρήνη, Ηγουμένη της μονής Χρυσοβαλάντου.
Πατέρας της αγίας ήταν ο πατρίκιος Φιλάρετος ο Καππαδόκης. Ήταν από την Καισαρεία της Καππαδοκίας, ευνοούμενος του αυτοκράτορα Θεόφιλου και έμπιστος της συζύγου του Θεοδώρας. Ήταν ο στρατιωτικός διοικητής του εξαιρετικής σημασίας θέματος της Καππαδοκίας. Μητέρα της η πατρικία Ζωή, γυναίκα όμορφη και σεβαστή σε όλη την Καισαρεία για τον ενάρετο βίο της. Το ανδρόγυνο είχε αποκτήσει δυό κόρες, την Καλλινίκη και την Ειρήνη.
Η Καλλινίκη γεννήθηκε το 825. Οφείλει το όμορφο όνομά της στις θριαμβευτικές νίκες που πέτυχε ο πατέρας της εναντίον των Σαρακηνών τη χρονιά που γεννήθηκε. Τρία χρόνια αργότερα, το 828, γεννήθηκε η Ειρήνη. Ο Φιλάρετος όμως έχασε τη γυναίκα του, όταν εκείνη ήταν ακόμη πολύ νέα. Έτσι, η ανατροφή των δυό κορών τους ανατέθηκε στην πατρικία Σοφία, τη μεγαλύτερη αδερφή του στρατηγού.
Η Σοφία ήταν μορφωμένη γυναίκα, βαθύτατα θρησκευόμενη και επιθυμούσε να εισαχθεί στις ισάγγελες τάξεις των μοναζουσών. Όμως, η πρόωρη χηρεία του αδερφού της την απέτρεψε από τα σχέδια της και την ώθησε να αφιερωθεί στις δυό ορφανές ανιψιές της. Αγάπησε τα κοριτσάκια σαν δικά της παιδιά και τους μετέδωσε όλη την αγάπη της για το Χριστό και τη βαθύτατη πίστη της σε Αυτόν. Άλλωστε, ο αδερφός της συχνά αναγκαζόταν να αφήνει μόνο στα χέρια της τις κόρες του, καθώς τα δικά του καθήκοντα τον καλούσαν συχνά σε πολέμους και εκστρατείες.
Όμως, ο πατρίκιος Φιλάρετος, ο οποίος λάτρευε τις δυό θυγατέρες του, τις ανέθρεψε με τρόπο ζηλευτό. Η Καλλινίκη και η Ειρήνη έλαβαν μεγάλη μόρφωση από τους σημαντικότερους δασκάλους της Καισαρείας. Οι φιλότιμες προσπάθειες της θείας τους και του πατέρα τους δεν απέβησαν μάταιες. Οι δυό αδερφές, πραγματικές καλλονές, μεγαλώνοντας ήταν πρότυπα αρετής και αρχοντιάς και η φήμη τους, ενισχυμένη από το μεγάλο όνομα της οικογένειάς τους και τη δόξα του πατέρα τους, είχε φτάσει ως την Κωνσταντινούπολη.
Η Καλλινίκη και η Ειρήνη, αν και πολύ αγαπημένες, ήταν χαρακτήρες εκ διαμέτρου αντίθετοι και ο Κύριος ευδόκησε, ώστε να ζήσουν ανάλογο βίο.
Την άνοιξη του 839, ο Φιλάρετος φιλοξένησε στο ανάκτορό του το νεαρό Βάρδα (κατοπινός Καίσαρας), αδερφό της Αυγούστας Θεοδώρας, ο οποίος είχε μεταβεί στην Καισαρεία για κρατική υπόθεση, απεσταλμένος του αυτοκράτορα Θεόφιλου. Εκεί γνώρισε τη δεκατετράχρονη Καλλινίκη, γοητεύτηκε από την καλλονή της και τη ζήτησε σε γάμο. Λίγους μήνες αργότερα, ολόκληρη η Καππαδοκία παρέστη στους υπέρλαμπρους γάμους της Καλλινίκης και του Βάρδα, όπου ο ίδιος ο αυτοκράτορας Θεόφιλος συμμετείχε ως παραγαμπρός του γυναικαδερφού το υ. Αμέσως μετά, το νεαρό ζευγάρι έφυγε για τα ανάκτορα της Κωνσταντινουπόλεως. Η Καλλινίκη μοιράστηκε τη ζωή της με τον Καίσαρα Βάρδα και απόκτησε μαζί του δυό γιούς και δυό κόρες. Έζησε με τον κοσμικό και πολυτελή τρόπο που επιθυμούσε, όμως αληθινά ευτυχισμένη μάλλον δεν υπήρξε ποτέ δίπλα στο φιλόδοξο και ισχυρό Καίσαρα, μία από τις σημαντικότερες προσωπικότητες του Βυζαντίου κατά τον 9ο αιώνα, με τον πολυτάραχο βίο και το άδοξο τέλος.
Η Ειρήνη ήταν επίσης πεντάμορφη και πανέξυπνη, όμως δεν επιθυμούσε να στολίζει την ομορφιά της, ούτε πολύ περισσότερο να την επιδεικνύει. Φρόντιζε με ταπεινότητα να καλύπτει τα πολλά της χαρίσματα, σωματικά και ψυχικά. Ήσυχη και αποτραβηγμένη από τα κοινωνικά δρώμενα, χρησιμοποιούσε τα αποθέματα κοινωνικότητας, με τα οποία κάθε άνθρωπος έχει προικισθεί, σε έργα φιλανθρωπίας και συμπαράστασης στον ανθρώπινο πόνο. Μοναδικό της στολίδι ήταν ο χρυσός σταυρός που κρέμονταν στο στήθος της, ενώ τα πανάκριβα κοσμήματα που της χάριζε ο πατέρας της τα διέθετε για αλτρουιστικούς σκοπούς. Λάτρευε με μεγάλη αφοσίωση το Χριστό και προσπαθούσε να εναρμονίζει το βίο της με τις εντολές Του. Πνευματικός της ήταν ο Γέροντας Συνέσιος στη μονή των αγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων. Τη μονή αυτή είχε ιδρύσει ο Μέγας Βασίλειος και την εποχή εκείνη ήταν σε μεγάλη ακμή. Ο Γέροντας Συνέσιος θαύμαζε τις προόδους της πνευματικής του θυγατέρας και η Ειρήνη, που εξέπεμπε μέσα στην απλότητά της μια μεγαλοπρέπεια, η οποία μαγνήτιζε όσους την αντίκριζαν, άφηνε να εννοηθεί ότι θα ασπαστεί το μοναχικό βίο.
Το χειμώνα του 843, η αυτοκράτειρα Θεοδώρα, χήρα πιά και επίτροπος του γιού της Μιχαήλ Γ´, κάλεσε τον πατρίκιο Φιλάρετο στην Κωνσταντινούπολη. Είχε αποφασίσει να θέσει οριστικό τέλος στην Εικονομαχία και γι᾿ αυτό το εγχείρημα χρειαζόταν τη βοήθεια και του στρατού και των ιερέων. Εμπιστεύτηκε λοιπόν το Φιλάρετο και τον Ομολογητή Μάξιμο (μετέπειτα Πατριάρχη). Όταν επιτεύχθηκε ο σκοπός της και οι ιερές εικόνες αναστηλώθηκαν (19 Φεβρουαρίου 843 μ.Χ.), ζήτησε από το Φιλάρετο να φέρει στην Κωνσταντινούπολη την όμορφη θυγατέρα του, προκειμένου να την παντρέψει με το γιό της Μιχαήλ. Έψαχνε κατάλληλη νύφη, η οποία θα συνέτιζε το νεαρό αυτοκράτορα από τα ξέφρενα γλέντια και θεωρούσε ότι η φημισμένη για την ενάρετη ζωή της καλλονή θα εξυπηρετούσε το σκοπό της.
Ο Φιλάρετος μήνυσε αμέσως στην αδερφή του να στείλει την Ειρήνη, που τότε ήταν δέκα πέντε χρονών, στη Βασιλεύουσα με τη συνοδεία του πατρικίου στρατηγού Νικηφόρου, αδερφού της μακαρίτισσας συζύγου του. Τα νέα ότι η Ειρήνη θα παντρευόταν τον αυτοκράτορα και θα φορούσε το στέμμα της αυτοκρατορίας διαδόθηκαν σαν αστραπή σε όλη την Καππαδοκία. Όλοι μακάριζαν τον πατρίκιο για την ευτυχία που του επιφύλαξε ο Θεός, να στολίσει τα αυτοκρατορικά ανάκτορα με τις δυό πανέμορφες κόρες του. Ο στρατηγός Νικηφόρος διέταξε να αρχίσουν αμέσως οι ετοιμασίες για το ταξίδι της μικρής ανιψιάς του υπό την αυστηρή επίβλεψη και ακούραστη φροντίδα της πατρικίας Σοφίας.
Η μόνη που έμεινε παγερά αδιάφορη σε όλη αυτήν την αναστάτωση ήταν και η άμεσα ενδιαφερόμενη: η Ειρήνη. Από πολύ νωρίς είχε ποθήσει το μοναχικό βίο και ως Νυμφίο της είχε επιλέξει τον ίδιο τον Κύριο, προς τον οποίο απηύθυνε αδιάκοπες και ολόθερμες προσευχές. Οι λόγοι που δέχτηκε με χαρά αυτό το ταξίδι προς τη Βασιλεύουσα απείχαν πολύ από αυτό που όλοι νόμιζαν: Ταξίδευε στην Πόλη για να αποχαιρετήσει την πολυαγαπημένη της αδερφή, την οποία δεν είχε ξαναδεί από την ημέρα των λαμπρών γάμων της (είχαν περάσει τέσσερα χρόνια από τότε) και για να αποσπάσει την ευχή του πατέρα της, ώστε να αποσυρθεί στη μονή που τόσο διακαώς ποθούσε.
Αυτές τις μύχιες σκέψεις της η Ειρήνη τις εμπιστεύτηκε στο μοναδικό άνθρωπο που θεωρούσε ότι ήταν σε θέση να τις καταλάβει: στη θεία της. Η πατρικία Σοφία είχε απογοητευθεί από το γάμο της Καλλινίκης. Βαθύτατα θρησκευόμενη, επιθυμούσε οι ανιψιές της να διάγουν βίο απλό και χριστιανικό. Βέβαια, ποτέ δε θεώρησε ότι η Καλλινίκη ήταν πλασμένη και προορισμένη για την ασκητική ζωή, αλλά ήταν σίγουρη ότι ο γάμος με το Βάρδα, που την τοποθετούσε μέσα στο γεμάτο μηχανορραφίες περιβάλλον της Αυλής, θα καθιστούσε δυστυχισμένη την ανιψιά της. Της έμενε όμως η Ειρήνη να πραγματοποιήσει τα όνειρά της, ώσπου έλαβε το μήνυμα του αδερφού της και πίστεψε ότι για άλλη μια φορά οι ελπίδες τις αποδεικνύονταν φρούδες. Όταν όμως άκουσε τα σχέδια της Ειρήνης, η οποία μιλούσε με μοναδική αποφασιστικότητα, αγαλλίασε και ευχαρίστησε τον Κύριο, που η μικρή της ανιψιά δε θα θυσιαζόταν στο βωμό της ματαιοδοξίας.
Όλα ήταν πιά έτοιμα για το μακρύ ταξίδι προς την Πόλη. Η Ειρήνη, πριν αναχωρήσει οριστικά από τη γενέτειρά της, επισκέφθηκε τον πνευματικό της πατέρα. Ο γέροντας Συνέσιος την ευλόγησε και την συμβούλεψε να σταθμεύσει στο όρος Όλυμπος της Βιθυνίας, μεγάλο ασκητικό κέντρο της εποχής, και να λάβει την ευλογία από το μεγάλο ασκητή Ιωαννίκιο. Ύστερα, η Ειρήνη αποχαιρέτησε για πάντα την πολυαγαπημένη της θεία που γι᾿ αυτήν ήταν και μητέρα. Μετά την αναχώρηση της ανιψιάς της, η πατρικία Σοφία μόνασε στον ιερό παρθενώνα της Υπαπαντής, πραγματοποιώντας μία επιθυμία την οποία ανέβαλε για 15 ολόκληρα χρόνια για αγάπη του αδερφού της. Τις ανιψιές της δεν τις ξαναείδε ποτέ.
Η Ειρήνη επιβιβάστηκε στην άμαξά της με τις δυό θεραπαινίδες της, την Φιλικητάτη και την Αρετή, που αργότερα μπήκαν στη μοναστική της συνοδεία. Θα την συνόδευε στρατιωτικό άγημα 40 ανδρών, επικεφαλής του οποίου ήταν ο θείος της, πατρίκιος Νικηφόρος. Οι στιγμές ήταν εξαιρετικά συγκινητικές, διότι η κόρη γνώριζε πολύ καλά ότι δε θα ξανάβλεπε το πατρικό της σπίτι. Έτσι, ξεκίνησε το ταξίδι της μέλλουσας αυτοκράτειρας, όπως όλοι νόμιζαν.
Μετά από πολυήμερη και κοπιαστική διαδρομή, οι ταξιδιώτες έφτασαν στο όρος του Ολύμπου.
Εκεί, η Ειρήνη και ο θείος της φιλοξενήθηκαν για τέσσερις μέρες στη μονή των Αγαύρων και στη συνέχεια, ο Ηγούμενος της μονής συνόδευσε τους επισκέπτες του στο μέρος όπου ασκήτευε ο όσιος Ιωαννίκιος. Έπειτα από επίπονη και κοπιαστική ανάβαση, είδαν τον ηλικιωμένο άγιο να κάθεται έξω από τη σπηλιά του. Τους κοίταζε με καλοσυνάτο και γαλήνιο χαμόγελο, σαν να τους περίμενε.
Την εποχή αυτή δε δεχόταν προσκυνητές, διότι γνώριζε πως πλησίαζε η κοίμησή του και ήθελε απόλυτη ησυχία για να προετοιμαστεί. Αυτή τη φορά όμως σηκώθηκε και ακουμπώντας στο ραβδί του πλησίασε τους προσκυνητές. Η Ειρήνη ετοιμάστηκε να βάλει μετάνοια μπροστά στον όσιο, όταν κατάπληκτη βλέπει τον άγιο να γονατίζει εκείνος μπροστά της και αφού σηκώθηκε να της λέει: «Καλώς ήλθες δούλη του Θεού Ειρήνη. Ύπαγε μετά χαράς στη Βασιλεύουσα. Η μονή του Χρυσοβαλάντου εσένα περιμένει να ποιμάνεις τας παρθένους της». Το περιστατικό αυτό το διηγιόταν με βαθύτατη συγκίνηση χρόνια μετά η ίδια η αγία, όντας πιά Ηγουμένη της μονής Χρυσοβαλάντου.
Η μνήμη του οσίου Ιωαννικίου τιμάται από την Εκκλησία μας στις 4 Νοεμβρίου.
Παρά τη ματαίωση των αυτοκρατορικών της γάμων, η Ειρήνη δεν μπόρεσε να επισπεύσει την είσοδό της στις τάξεις των μοναζουσών. Καταρχήν, η Αυγούστα Θεοδώρα και οι κόρες της ήθελαν να γνωρίσουν την υποψήφια νύφη τους. Η αυτοκράτειρα ήδη εκτιμούσε ιδιαίτερα την Καλλινίκη, στην οποία είχε απονείμει τον τίτλο της «ευγενεστάτης ζωστής πατρικίας» και ήθελε να γνωρίσει την αδερφή της, για την οποία όλοι μιλούσαν με τα καλύτερα λόγια. Άλλωστε, δεν έκρυβε τη θλίψη της για το γάμο του γιού της: Η Ευδοκία (που από πολλούς ιστορικούς έχει χαρακτηρισθεί ως η πιο άχαρη αυτοκράτειρα του Βυζαντίου) με την ασήμαντη εμφάνισή της και τα ελάχιστα ψυχικά της χαρίσματα πολύ γρήγορα υποσκελίστηκε από την ερωμένη του Μιχαήλ Γ´, Ευδοκία Ιγερινή και καθόλου δεν μπόρεσε να επιβληθεί στο σύζυγό της. Άλλωστε, η Αυγούστα γνώριζε πολύ καλά ότι τον πολυπόθητο γάμο ανάμεσα στην Ειρήνη και το γιό της, ματαίωσε με διάφορες ενέργειες ο αδερφός της και γαμπρός της Ειρήνης, ο Καίσαρας Βάρδας: ο Βάρδας δεν ήθελε η γυναικαδερφή του να ανέβει στο βυζαντινό θρόνο, διότι σε αυτήν την περίπτωση θα ενισχυόταν η επιρροή του πεθερού του στο Παλάτι και θα ήταν επικίνδυνο εμπόδιο στην εκπλήρωση των φιλόδοξων σχεδίων του.
Η Ειρήνη, ξένη από όλο αυτό τον κόσμο των συνωμοσιών, συνάντησε την Αυγούστα και τις κόρες της. Μια βαθιά εκτίμηση αναπτύχθηκε αμέσως ανάμεσα στην αυτοκράτειρα και το κορίτσι, ενώ στενή φιλία έδεσε την Ειρήνη και την πρωτότοκη κόρη της Θεοδώρας, τη Θέκλα. Κατά το επίσημο γεύμα που ακολούθησε, η Θεοδώρα δώρισε στην Ειρήνη μία χρυσή κασετίνα γεμάτη κοσμήματα αμύθητης αξίας: η κασετίνα αυτή θα ήταν το δώρο της Αυγούστας στους γάμους του γιού της με την Ειρήνη. Αφού γνώρισε το κορίτσι, η αυτοκράτειρα και οι κόρες της απογοητεύτηκαν ακόμη περισσότερο για το γάμο που σύναψε ο Μιχαήλ Γ´ και για να δείξει την εκτίμησή της στην Ειρήνη, η Θεοδώρα της χάρισε αυτό που προοριζόταν για γαμήλιο δώρο της. Από εκείνη την ημέρα, η Ειρήνη ελεύθερα μπαινόβγαινε στα ιδιαίτερα διαμερίσματα της Αυγούστας και των κορών της.
Και η Ειρήνη; Πως αντιδρούσε σε όλα αυτά τα μεγαλεία; Η Ειρήνη, όσο μεγαλύτερων τιμών απολάμβανε, τόσο περισσότερο αδημονούσε να έρθει η στιγμή που θα εγκατέλειπε για πάντα τα εγκόσμια. Είχε κάθε λόγο, που θα προερχόταν από το νέο τρόπο ζωής της, να αλλάξει γνώμη και να ακολουθήσει εντελώς διαφορετική πορεία από εκείνη που είχε στο μυαλό της, όταν άφησε την πατρίδα της και ήρθε στην Πόλη ως νύφη του αυτοκράτορα· όμως, εκείνη τόσο πιο βέβαιη αισθανόταν για την εκλογή της. Επιδιδόταν σε θερμή προσευχή και αυστηρή νηστεία, καθώς θεωρούσε δεδομένο ότι η ώρα που θα ελάμβανε το αγγελικό σχήμα πλησίαζε.
Μάλιστα, σε μια από τις βόλτες της με την πριγκίπισσα, επισκέφθηκαν την Μονή των Παμμεγίστων Ταξιαρχών Μιχαήλ και Γαβριήλ του Χρυσοβαλάντου, η οποία βρισκόταν στα περίχωρα της Βασιλεύουσας. Η Ειρήνη με πολύ μεγάλη συγκίνηση, έχοντας στο μυαλό της τα λόγια του μεγάλου Ιωαννικίου, προσκύνησε στο μοναστήρι και συνομίλησε ώρες με την Ηγουμένη Άννα. Τόσο αγάπησε την ευταξία της μονής και τη Θεία Χάρη που απέπνεε, την ψυχική γαλήνη που απλόχερα πρόσφερε ο ιερός τούτος χώρος στους προσκυνητές, την ευλάβεια που ξυπνούσε στις ψυχές, ώστε αποφάσισε να μονάσει εκεί. Από εκείνη την ημέρα, περίμενε την κατάλληλη ευκαιρία να μιλήσει του πατέρα της και να πάρει την ευχή του, καθώς δεν ήθελε να τον λυπήσει με κρυφή της αναχώρηση.
Η ευκαιρία δεν άργησε να παρουσιαστεί. Ο πατρίκιος Φιλάρετος μετά τη ματαίωση των αυτοκρατορικών γάμων της κόρης του είχε μία επιθυμία: να αποκαταστήσει τη μικρή του θυγατέρα με ένα συνοικέσιο αντάξιό της και στη συνέχεια, απογοητευμένος από το διεφθαρμένο περιβάλλον της Αυλής, να υποβάλλει την παραίτησή του και να αποτραβηχτεί στο παλάτι του στην Καισαρεία. Άλλωστε, μετά την αρχική του πικρία και παρά την προσβολή που έγινε στην οικογένειά του, ένιωθε ικανοποιημένος που η Ειρήνη του δεν παντρεύτηκε τον αυτοκράτορα: Ήταν βέβαιος ότι δε θα ήταν ποτέ ευτυχισμένη δίπλα στον άσωτο Μιχαήλ Γ´. Με τα σχέδιά του ήταν σύμφωνος ο γυναικαδερφός του Νικηφόρος.
Ο Φιλάρετος λοιπόν γνώρισε σε μία αποστολή του στην Αδριανούπολη το γιό του Έπαρχου της πόλης Νικήτα, πατρίκιο Φωτεινό. Ήταν εξαιρετικός νέος, μορφωμένος, προικισμένος με έμφυτη αρετή, γενναίος και μοναδικός κληρονόμος μιάς μεγάλης περιουσίας. Ο Φιλάρετος θεώρησε ότι ήταν ο πιο κατάλληλος για να ευτυχίσει στο πλευρό του η Ειρήνη και αμέσως μίλησε στον πατέρα του νέου. Ο Έπαρχος Νικήτας θεώρησε μεγάλη τιμή να συγγενέψει με την ένδοξη οικογένεια του Φιλάρετου, που είχε τόσο στενούς δεσμούς με την αυτοκρατορική οικογένεια· οι δυό πατεράδες έδωσαν λόγο να αρραβωνιάσουν τα παιδιά τους, πολύφερνα και τα δυό τους από τις μεγαλύτερες οικογένειες της αυτοκρατορίας για γαμπρός και νύφη. Στο Φωτεινό δεν είπαν τίποτα, πριν γνωριστεί με την Ειρήνη.
Γι᾿ αυτό το σκοπό, επιστρέφοντας ο Φιλάρετος στην Πόλη, πήρε με κάποια πρόφαση το νέο μαζί του. Ένα βράδυ, τον κάλεσε σε επίσημο δείπνο στα ιδιαίτερα διαμερίσματα του Καίσαρα Βάρδα, όπου φιλοξενούνταν ο πατρίκιος και η Ειρήνη από την κόρη του και το γαμπρό του. Εκεί ο Φωτεινός γνώρισε την πεντάμορφη Ειρήνη, η οποία έλαμπε με όλη της την περιλάλητη πιά απλότητα και τη χλομάδα, αποτέλεσμα της πολυήμερης αυστηρής νηστείας. Μετά από αυτή τη συνάντηση, ο Φιλάρετος αποφάσισε να ανακοινώσει στην κόρη του την απόφασή του, το επόμενο κιόλας πρωί.
Κατά τη συζήτηση που ακολούθησε, ο πατρίκιος έκπληκτος πληροφορήθηκε από την ίδια του την κόρη την αμετάκλητη απόφασή της, να λάβει το αγγελικό σχήμα. Ο πατέρας όμως δε συμμεριζόταν τα σχέδια της θυγατέρας του. Σκεφτόταν την ατίμωση που θα συνεπαγόταν προς το πρόσωπό του, η αναίρεση του λόγου που είχε δώσει στον Έπαρχο Νικήτα. Επιπλέον, δεν μπορούσε να αποδεχτεί την ιδέα ότι η εξαίσια κόρη του, που γι᾿ αυτήν μιλούσαν ολόκληρα τα ανάκτορα και οι μεγαλύτερες οικογένειες της αυτοκρατορίας την ήθελαν για νύφη τους, θα θαβόταν στην αφάνεια του μοναστηριού. Τρομερά οργισμένος, έτσι όπως η αγαπημένη του Ειρήνη δεν τον είχε δεί ποτέ μέχρι τότε, της έδωσε αμετάκλητο τελεσίγραφο: Η θα δεχόταν να παντρευτεί το Φωτεινό, η την επόμενη κιόλας μέρα θα έφευγε για την Καισαρεία, όπου θα παρέμενε φυλακισμένη στο πατρικό της αρχοντικό για όλη της τη ζωή.
Η επακόλουθη συναισθηματική φόρτιση της Ειρήνης είχε ως αποτέλεσμα η ευαίσθητη κοπέλα να αρρωστήσει τόσο βαριά, ώστε να φτάσει στο κατώφλι του θανάτου. Για τρεις ολόκληρες μέρες έδωσε πραγματική μάχη για τη ζωή της. Ο προσωπικός γιατρός της αυτοκράτειρας δεν έφυγε στιγμή από το πλευρό της. Η Καλλινίκη προσευχήθηκε ολόψυχα στην Παναγία και έταξε ότι αν η αδερφή της γιατρευτεί, θα τελέσει σαρανταλείτουργο στην Παναγία των Βλαχερνών, ενώ στη θαυματουργή εικόνα της Βλαχερνιώτισσας θα κρεμάσει το πολύτιμο μαργαριταρένιο περιδέραιό της, το γαμήλιο δώρο του Καίσαρα Βάρδα προς τη γυναίκα του. Η πιο τραγική μορφή όμως ήταν ο πατρίκιος Φιλάρετος. Πίστευε ότι η αρρώστια της κόρης του, που την έφερε τόσο κοντά στο θάνατο, ήταν τιμωρία για την ολιγοπιστία του και την οργή του. Παρακαλούσε με όλη του τη δύναμη τον Κύριο να τον σπλαχνιστεί, ο,τι είπε ήταν τα λόγια ενός πονεμένου πατέρα που καταλαβαίνει ότι χάνει για πάντα την κόρη του. Έταξε ότι αν η Ειρήνη γιατρευτεί θα την οδηγούσε ο ίδιος στη μονή Χρυσοβαλάντου, όσο κι αν του στοίχιζε αυτό.
Οι προσευχές τόσων αγαπημένων προσώπων εισακούστηκαν και η Ειρήνη σιγά-σιγά ανάνηψε. Η αδερφή της άρχισε κιόλας καθημερινά τις σαράντα λειτουργίες, ενώ από την πρώτη μέρα κρέμασε στην εικόνα της Βλαχερνιώτισσας το ανεκτίμητης αξίας κόσμημά της. Η Ειρήνη παρακολούθησε με κατάνυξη ανελλιπώς και τις σαράντα λειτουργίες και επιδόθηκε σε θερμότατη προσευχή ενώπιον της ιερής εικόνας της Παναγίας Βλαχερνιώτισσας. Η Αυγούστα επισκέφθηκε την Ειρήνη και της χάρισε μία εικόνα της Θεοτόκου, μοναδικής τέχνης. Η Ειρήνη φύλαξε σε όλη της τη ζωή το αυτοκρατορικό δώρο της ασθένειάς της και μετά την οσιακή της κοίμηση, το εικόνισμα παρέμεινε στο καθολικό της μονής Χρυσοβαλάντου.
Με τις συμβουλές του γιατρού μεταφέρθηκε στα ανάκτορα των Βλαχερνών, καθώς η εξοχή θα συνέβαλε στη γρήγορη ανάρρωσή της. Από εκεί, η Ειρήνη μπορούσε να βλέπει τη μονή Χρυσοβαλάντου. Μέσα στην εξαιρετική περιποίηση που είχε, προετοιμαζόταν ακόμη περισσότερο για το δρόμο της άσκησης και την πορεία του αγγελικού βίου. Κάθε δεσμός με οτιδήποτε κοσμικό είχε οριστικά κοπεί. Ακόμη κι όταν στο παλάτι έφτασε η βασιλική οικογένεια με ένα πλήθος επισήμων ακολούθων, η Ειρήνη κατόρθωσε να ζεί απομονωμένα με μόνη συντροφιά της την αδιάλειπτη προσευχή. Η ευτυχία της μεγάλωνε όσο πλησίαζε η ώρα να εγκλειστεί στη μονή και ακτινοβολούσε μία ουράνια γαλήνη. Για όλα αυτά, είχε κερδίσει τον αμέριστο θαυμασμό της πριγκίπισσας Θέκλας, που ήδη την έβλεπε σαν αγία.
Εδώ πρέπει ίσως να προσθέσουμε ότι η Ειρήνη έστειλε με κάθε μυστικότητα τα αμύθητης αξίας κοσμήματά της, το αυτοκρατορικό δώρο των ματαιωμένων γάμων της, στο ορφανοτροφείο των Υψωμαθείων. Το ορφανοτροφείο αυτό το συντηρούσαν οι μοναχές της μονής Χρυσοβαλάντου, όπως την είχε ενημερώσει η Ηγουμένη κατά το πρώτο της προσκύνημα στο μοναστήρι.
Όταν η Ειρήνη γιατρεύτηκε και δυνάμωσε εντελώς από την ασθένειά της, είχε περάσει η γιορτή του Τιμίου Σταυρού και όλοι πιά ήξεραν ότι έφτασε η ώρα να αποχαιρετήσουν την αγαπημένη τους. Η Ειρήνη αποχαιρέτησε το θείο της πατρίκιο Νικηφόρο, ο οποίος ήταν αυτήκοος μάρτυρας της προφητείας του οσίου Ιωαννικίου. Ύστερα ήρθε η σειρά της αδερφής της. Η Καλλινίκη έκλαιγε απαρηγόρητα για τον παντοτινό της χωρισμό από την πολυαγαπημένη της αδερφή. Τα γλυκά λόγια της Ειρήνης δεν την καθυσήχαζαν· το μόνο που ηρεμούσε κάπως τη μεγάλη της πίκρα ήταν η σκέψη ότι η Ειρήνη δεν πήγαινε πολύ μακριά και πως θα μπορούσε, όσο επιτρεπόταν από τους κανόνες της μονής, να την επισκέπτεται. Στις συγκινητικές αυτές στιγμές, παρών ήταν και ο Καίσαρας Βάρδας. Οι βιογράφοι της αγίας αλλά και του Καίσαρα, καθώς και σύγχρονοί τους ιστορικοί και χρονογράφοι, γράφουν ότι ήταν η πρώτη και η τελευταία φορά, που τα συγγενικά του πρόσωπα είδαν συγκινημένο τον υπέρμετρα φιλόδοξο, αγέρωχο και στερούμενο οποιουδήποτε ηθικού φραγμού Βάρδα.
Ο πατρίκιος Φιλάρετος οδήγησε τη μικρή του κόρη στην ιερά μονή των Παμμεγίστων Ταξιαρχών Μιχαήλ και Γαβριήλ του Χρυσοβαλάντου, πραγματοποιώντας το τάμα του, παρόλη την πίκρα του. Στη μονή, στο εξωτερικό παρεκκλήσι του Αγίου Θεοδώρου, η Ειρήνη ντύθηκε το ταπεινό ασκητικό ράσο της δόκιμης μοναχής και σκέπασε τα όμορφα μαλλιά της με το παραδοσιακό μαύρο κάλυμμα. Μάλιστα, η καλλονή της, αντί να χαθεί κάτω από το μαύρο ένδυμα και την καλύπτρα του κεφαλιού, αναδείχθηκε ακόμη περισσότερο. Η Ηγουμένη και οι αδερφές το παρατήρησαν και συναισθάνθηκαν πως στη μονή τους είχε εισέλθει μία πραγματική αγία. Μετά από τις καθιερωμένες ευχές προς τη Θεοτόκο, ο Φιλάρετος με δάκρυα ευχήθηκε στο παιδί του να «ευαρεστήση Θεώ και ανθρώποις» και πήρε μόνος του το δρόμο του γυρισμού στη Βασιλεύουσα.
Η Ειρήνη μαζί με τις μοναχές και την Ηγουμένη Άννα εισήλθε στη μονή και οδηγήθηκε στο κελί της, που βρισκόταν ακριβώς απέναντι από το καθολικό της μονής και το οποίο διατήρησε για όλη της τη ζωή. Από τα 15 της χρόνια, που εισήλθε στο μοναχικό βίο, μέχρι τα 104 που παρέδωσε το πνεύμα της στο Νυμφίο της, από το μοναστήρι βγήκε μόνο μια φορά: προκειμένου να προσευχηθεί στο ναό της Βλαχερνιώτισσας για μία πνευματικά άρρωστη αδελφή.
Ως κοσμική, με το εξαιρετικό της ήθος και την ταπεινοφροσύνη της έκαμψε το φρόνημα και συγκίνησε υπερήφανους αριστοκράτες. Ως μοναχή, με τη μοναδική της πίστη και τη φλογερή της αγάπη προς το Θεό, προσέλκυσε τη Θεία Χάρη και αξιώθηκε πλήθος θαυμάτων, διάγοντας βίο ενδοξότερο από αυτό που θα ζούσε στα διεφθαρμένα ανάκτορα, ενδεδυμένη δόξα Θεού, χωρίς καθόλου να θαφτεί στην αφάνεια, όπως νόμιζαν οι δικοί της.
Η δόκιμος μοναχή Ειρήνη με πολύ μεγάλη ευτυχία και υπέρμετρο ζήλο προσαρμόστηκε στους αυστηρούς κανονισμούς της κοινοβιακής μονής. Έχοντας λησμονήσει εντελώς το μέχρι τότε τρόπο ζωής της, επιτελούσε ολοπρόθυμα ακόμη και τα πιο ταπεινά διακονήματα· είχε ενταχθεί στις ομάδες εργασίας πρώτα του εργόχειρου και αργότερα της εξαιρετικά δύσκολης καλλιγραφίας. Επιπλέον, ζήτησε και πήρε την ευλογία της Ηγουμένης να φροντίζει δυό υπερήλικες μοναχές, οι οποίες δεν ήταν πιά σε θέση να αυτοπεριποιούνται. Μια μέρα, η ηγουμένη υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας του εξής περιστατικού, που δείχνει ότι με το πολύ δύσκολο διακόνιμα της φροντίδας ηλικιωμένων, η Ειρήνη είχε ελκύσει τη Θεία Χάρη και Ευλογία: καθώς η λεπτοκαμωμένη Ειρήνη στήριζε με πολύ κόπο μία από τις γριούλες, προκείμενου να την οδηγήσει στο Καθολικό για την Ακολουθία, η ηγουμένη Άννα, που ήταν πίσω τους, είδε ένα λαμπερό φωτοστέφανο στο κεφάλι της Ειρήνης.
Μέσα στην ιερά μονή του Χρυσοβαλάντου, η Ειρήνη άσκησε και ανέπτυξε σε υπέρμετρο βαθμό την αρετή που την ακολουθούσε σε όλη της τη ζωή, τόσο ως κοσμική όσο και ως μοναχή: την αρετή της ταπείνωσης. Ποτέ η μέχρι πριν από λίγες μέρες πατρικία Ειρήνη δεν μίλησε στις άλλες μοναχές για την πανίσχυρη οικογένειά της, τις νίκες του στρατηγού πατέρα της, τους τίτλους ευγενείας που έφερε, τους δεσμούς της με την αυτοκρατορική οικογένεια. Όλα αυτά τα θεωρούσε μάταια και ασήμαντα μπροστά στην Ουράνια Βασιλεία. Μα ποτέ δεν καυχήθηκε και για τα πολλά φυσικά της χαρίσματα, τη μεγάλη της ομορφιά, την ευφυία της, την ισχυρή θέληση, τη μόρφωσή της. Αποτελούσε βαθύτατα ριζωμένη πεποίθηση της Ειρήνης ότι τα επίκτητα αγαθά ήταν ανάξια, ενώ τα φυσικά ήταν δώρα του Θεού, ο οποίος ανάλογες δωρεές δίνει στο κάθε πλάσμα Του, γι᾿ αυτό η δόκιμη μοναχή πίστευε ακράδαντα ότι δεν είχε κανένα λόγο να υπερηφανεύεται.
Με αυτές τις απόψεις της, η Ειρήνη επιδείκνυε απόλυτη υπακοή όχι μόνο στην Ηγουμένη Άννα, αλλά και τις άλλες αδερφές, τόσο τις μεγαλύτερες όσο και αυτές που ήταν νεώτερες από εκείνη στην ηλικία. Η Άννα, έχοντας από την πρώτη στιγμή διακρίνει τη μεγάλη αρετή της Ειρήνης, συχνά την επέπληττε με αυστηρό τρόπο μπροστά σε όλη την αδελφότητα, ώστε όλες οι μοναχές να διδάσκονται στην αρετή της ταπείνωσης. Όμως, η νέα δεχόταν τις επιπλήξεις από την Ηγουμένη και από άλλες μοναχές χωρίς κανένα παράπονο και μάλιστα προσπαθούσε να τις ανταποδίδει με προσωπικές εκδουλεύσεις. Έτσι, ασκούνταν στην άλλη μεγάλη αρετή, της αγάπης.
Κάθε βράδυ, γονάτιζε μπροστά στην Ηγουμένη της και δακρυσμένη ομολογούσε όλες τις σκέψεις, τις επιθυμίες και τις πράξεις της ημέρας, που θεωρούσε ατελείς. Με τον καθημερινό αυτοέλεγχο ελάφρυνε τη συνείδησή της και πλησίαζε την πνευματική τελειότητα.
Ήρθε κάποια στιγμή όμως που δοκίμασε δυνατό πόλεμο από τον εχθρό του καλού: Στη διάρκεια της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, την πρώτη που ζούσε εντός της μονής ως υποψήφια μοναχή, θέλοντας να μιμηθεί τις αδελφές της μοναχές, η Ειρήνη πήρε ευλογία από την Ηγουμένη να επιδοθεί σε αυστηρή άσκηση: έτρωγε μόνο μια φορά την ημέρα ωμά λάχανα και κοιμόταν ελάχιστα καθισμένη σε ένα σκαμνί, χωρίς να πλαγιάζει στο ταπεινό της στρώμα. Αμέσως, η σάρκα της άπειρης ακόμη σε τόσο αυστηρή άσκηση δόκιμης επαναστάτησε: στο μυαλό της Ειρήνης αδιάκοπα ερχόντουσαν αναμνήσεις από το πρόσφατο παρελθόν: την πολυτέλεια που άφησε πίσω της, την καλοπέραση, τις μεγάλες τιμές που απολάμβανε. Όμως, δεν επέτρεψε στον πειρασμό να την βγάλει από το δρόμο της. Χωρίς η ντροπή να σταθεί εμπόδιο, η Ειρήνη αμέσως μίλησε στην Ηγουμένη. Έμπειρη η οσιωτάτη Άννα ελάφρυνε την άσκηση της νέας, γνωρίζοντας ότι η υπερβολική άσκηση, καθώς και η υπερβολική τρυφή, εγείρει τις άλογες επιθυμίες της σάρκας. Έτσι, η Ειρήνη ξεπέρασε αυτή τη δύσκολη δοκιμασία με την πνευματική καθοδήγηση της προεστώσας της και το πανίσχυρο όπλο που την συνόδευε σε όλη της τη ζωή: την προσευχή.
Στο τέλος της Τεσσαρακοστής, η πνευματική διοίκηση της μονής Χρυσοβαλάντου, με την ευλογία του πνευματικού της, έλαβε τη σημαντική απόφαση να προβιβάσει την Ειρήνη στην τάξη των μοναχών. Η προεστώσα συνέστησε ολοπρόθυμα τη νεαρή δόκιμη, την οποία κρυφά καμάρωνε και στην οποία ήδη διέκρινε την υπεράξια διάδοχό της. Οι υπόλοιπες μοναχές με πολύ χαρά δέχτηκαν την είδηση, ενώ η ίδια η Ειρήνη κατέφυγε στην προσευχή, νιώθοντας βαρύτατη ευθύνη για τις ιερές υποσχέσεις που καλούνταν να δώσει ενώπιον Θεού και ανθρώπων. Ανησυχούσε πολύ μήπως φανεί ανάξια των υποσχέσεών της, καθώς θεωρούσε τον εαυτό της απροετοίμαστο να επωμιστεί από τόσο νωρίς αυτή την εξαιρετική χάρη, που όμως συνεπαγόταν και μεγάλο φορτίο. Πειθάρχησε όμως όπως πάντα στις επιθυμίες των ανωτέρων της, ελπίζοντας στη χάρη της προσευχής και στην καθοδήγηση των πνευματικών της. Υπήρχε ακόμη ένας λόγος που ώθησε την Ειρήνη να μη προβάλλει αντιρρήσεις, όσο ανέτοιμη κι αν αισθανόταν: ο πατέρας της της είχε μηνύσει ότι πολύ γρήγορα θα φύγει για πάντα από την Πόλη, όμως θα ήθελε να παρευρεθεί στην τελετή κουράς της κόρης του. Η Ειρήνη θεωρούσε καθήκον της να σεβαστεί την επιθυμία του πατέρα της, αν αυτή γλύκαινε τη στενοχώρια του για το αποχωρισμό της αγαπημένης θυγατέρας του. Έτσι, η τελετή ορίστηκε για την Τρίτη του Πάσχα.
Την παραμονή η αδελφότητα τέλεσε ιερή αγρυπνία στο Καθολικό των Αρχαγγέλων έχοντας ανάμεσά τους τη νύμφη του Χριστού. Όλες οι μοναχές προσευχόντουσαν θερμά, ώστε η νέα μοναχή να λάβει τη χάρη να ευαρεστήσει το Νυμφίο της. Η ίδια η Ειρήνη σωματικά μόνο βρισκόταν στη γη· πνευματικά είχε φτάσει το θρόνο του Κυρίου και εκεί μπροστά προσευχόταν με θεία έξαρση. Έβλεπε τον Κύριο μπροστά της και Του πρόσφερε την καρδιά της πλημμυρισμένη από θείο Έρωτα. Από εκείνη τη νύχτα και ως το τέλος της επίγειας ζωής της, η Ειρήνη αισθανόταν βαθύτατα την ένωση με το Χριστό και μπορούσε να ψιθυρίζει τα λόγια του αποστόλου Παύλου, που τώρα κατανοούσε πλήρως το νόημά τους: «Ζω δε ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός».
Η τελετή της κουράς διεξήχθη στο εξωτερικό παρεκκλήσι των Αγίων Θεοδώρων, όπως συνέβαινε πάντα, όταν παρευρίσκονταν άρρενες συγγενείς των αδελφών, καθώς στη μονή δεν επιτρεπόταν είσοδος των ανδρών. Εκεί παρευρέθηκαν ο πατρίκιος Φιλάρετος, ο στρατηγός Νικηφόρος, η Καλλινίκη και ο Καίσαρας Βάρδας, η Αυγούστα Θεοδώρα και η πριγκίπισσα Θέκλα. Αφού όλοι πήραν τις θέσεις τους, δυό αδελφές οδήγησαν στο ναό τη νύμφη: η Ειρήνη ήταν ντυμένη με έναν κατάλευκο χιτώνα και είχε ξέπλεκα τα κατάξανθα μακριά μαλλιά της. Η περιλάλητη ομορφιά της, αντί να την εγκαταλείψει έπειτα από τόση άσκηση, νηστεία και κοπιαστικές εργασίες, είχε αποκτήσει κάτι το αιθέριο και υπερκόσμιο και αυτό δεν έλαθε της προσοχής κανενός από τους καλεσμένους.
Με πολύ μεγάλη συγκίνηση και βεβαιότητα απαντούσε στις ερωτήσεις του πνευματικού της και έδωσε ιερή υπόσχεση να τηρήσει μέχρι θανάτου τις τρεις αρετές: αγνότητα, ακτημοσύνη, υπακοή. Στη συνέχεια, με σταθερό χέρι πήρε το ψαλίδι πάνω από το ιερό Ευαγγέλιο και το πρόσφερε στον ιερέα, ο οποίος της έκοψε τα υπέροχα μαλλιά της και ντύθηκε το τραχύ τρίχινο ράσο, το σύνηθες ένδυμα των μοναχών εκείνων των χρόνων. Το ράσο αυτό δεν το έβγαζε ποτέ από πάνω της, ούτε για να το πλύνει. Μόνο στη γιορτή του Πάσχα φορούσε ένα καινούριο και το παλιό το έδινε σε κάποιον φτωχό περαστικό. Όμως, το παλιό αυτό ράσο έλαμπε από καθαριότητα και ανάβλυζε μία γλυκιά ευωδιά. Γι᾿ αυτό οι αδελφές που το είχαν συνειδητοποιήσει, κρυφά κράταγαν το ράσο της αδελφής και αργότερα ηγουμένης τους, το έσκιζαν και μοιραζόντουσαν τα κομμάτια του. Μετά το θάνατο της αγίας Ειρήνης, έβαζαν τα κομμάτια του ράσου της πάνω σε αρρώστους και θαυματουργικά εκείνοι θεραπευόντουσαν.
Αφού ολοκληρώθηκε η τελετή της κουράς και η Ειρήνη έλαβε το αγγελικό σχήμα, άρχισε η θεία λειτουργία και στο τέλος κοινώνησαν οι αδελφές και όλοι οι καλεσμένοι. Μετά από αυτές τις κατανυκτικές στιγμές, ο στρατηγός Φιλάρετος, ο οποίος ακόμη δεν είχε συμφιλιωθεί με την ιδέα ότι η κόρη του είχε εισέλθει στις τάξεις των μοναχών και η μεγάλη του στενοχώρια τον είχε φανερά καταβάλει, κάτι που δε διέφυγε από την προσοχή της Ειρήνης, η οποία πάντα νοιαζόταν την οικογένειά της και προσευχόταν καθημερινά για τα αγαπημένα της πρόσωπα, αποχαιρέτησε οριστικά τις κόρες του, υπέβαλε την παραίτησή του στον αυτοκράτορα και εγκαταστάθηκε για πάντα στην Καισαρεία. Εκεί, έζησε σαν ερημίτης ασχολούμενος με την κηπουρική και με τις θρησκευτικές μελέτες. Πέθανε ολομόναχος ύστερα από λίγα χρόνια και θεωρώντας τις κόρες του εξασφαλισμένες, κάθε μια βέβαια με διαφορετικό τρόπο, άφησε την τεράστια περιουσία του σε φιλανθρωπικά ιδρύματα της γενέτειράς του.
Ως μοναχή η Ειρήνη, αφοσιώθηκε ολόψυχα στο Θεό και συνέχιζε τις μεγάλες και αδιαμφισβήτητες πνευματικές προόδους. Βέβαια, κανείς δε θα πρέπει να πιστέψει ότι αυτή η πορεία προς τη θέωση και την τελείωση ήταν για την Ειρήνη μία ανώδυνη και ξεκούραστη πορεία. Ο πόνος χάραζε στην ψυχήή της το έργο της αγιότητας. Οι θλίψεις που την καταλάμβαναν προέρχονταν τόσο από τον ορθόδοξο μοναχικό αγώνα της όσο και από ζητήματα κοσμικά.
Έπρεπε να παλεύει με τα πονηρά πνεύματα που την έβαζαν σε πειρασμούς, συχνά σκέπαζε την καρδιά της ψυχική ξηρασία, με την οποία ο Κύριος φρόντιζε να καλύπτει την ολόθερμη αγάπη της δούλης Του προς το πρόσωπό Του, για να μην περιπέσει η άπειρη μοναχή στο αμάρτημα της υπερηφάνειας.
Επιπλέον, ο θάνατος του πατέρα της καταλύπησε την ευαίσθητη Ειρήνη, καθώς ο στρατηγός Φιλάρετος πέθανε ολομόναχος, μακριά από όλα τα αγαπημένα του πρόσωπα (θυμίζουμε ότι η θεία της Ειρήνης, πατρικία Σοφία, είχε αποσυρθεί στον παρθενώνα της Υπαπαντής). Ακόμη, την έθλιβαν τα προβλήματα που αντιμετώπιζε η αδερφή της η Καλλινίκη στην οικογενειακή της ζωή. Πολλές φορές, κουρασμένη η πατρικία από τη ζωή στα ανάκτορα ερχόταν στο μοναστήρι, όπου μόναζε η αδερφή της, να βρεί ψυχική ανάπαυση και παρηγοριά· και βέβαια, δε διέφευγε της προσοχής της Ειρήνης ότι η Καλλινίκη, πάντα πανέμορφη και υπέρκομψη, είχε μόνιμη θλίψη στα μάτια της και είχε χάσει για πάντα την ανεμελιά της ευτυχισμένης κοπέλας.
Σε όλα αυτά, ήλθε να προστεθεί η πολύχρονη και βασανιστική αρρώστια της πριγκίπισσας Θέκλας (προσβλήθηκε από γενική παράλυση). Η Ειρήνη φλεγόταν από επιθυμία να βρίσκεται στο πλευρό της αγαπημένης της φίλης, να της προσφέρει παρηγοριά και να προσεύχονται μαζί. Όμως, σεβόμενη τους κανόνες του μοναστηριού, δε ζήτησε άδεια να φύγει για λίγο καιρό, αν και ήταν βέβαιη ότι η Ηγουμένη θα προέβαινε σε κάποια εξαίρεση για χάρη της πριγκίπισσας.. Για την Ειρήνη, η σιωπή που τήρησε στο θέμα αυτό ήταν μία μεγάλη θυσία, την οποία μόνο ο Θεός ήξερε· σε πολλούς άφησε την αλγεινή εντύπωση ότι αδιαφόρησε για την αγαπημένη της φίλη.
Τον καιρό που συνέβαιναν όλα αυτά τα περιστατικά, η οσιοτάτη Άννα, σε πολύ βαθιά γεράματα και έχοντας αγωνιστεί «τον αγώνα τον καλόν», κατέπεσε στο κρεβάτι. Στις τελευταίες αυτές στιγμές της, ανέλαβε να της συμπαρασταθεί η Ειρήνη, η οποία επιτελούσε το διακόνημα αυτό με εξαιρετική ευαισθησία. Μια μέρα, πολύ κοντά πιά στο τέλος, η Ηγουμένη διέταξε την Ειρήνη να αναπαυθεί, διότι ξαγρυπνούσε διαρκώς στο πλευρό της. Τότε συγκέντρωσε την υπόλοιπη αδελφότητα και αφού την παρηγόρησε για την επικείμενη κοίμηση της πνευματικής της μητέρας, υπέδειξε στις μοναχές ως νέα Ηγουμένη της μονής Χρυσοβαλάντου την Ειρήνη (τότε η Ειρήνη συμπλήρωνε έξι χρόνια μοναχικού βίου και πρέπει να ήταν περίπου 21 χρονών). Όλες βρέθηκαν σύμφωνες και με μεγάλη χαρά υπάκουσαν στην τελευταία ευχή της αγαπημένης τους Ηγουμένης. Όμως, δεν αποκάλυψαν στην Ειρήνη τη νέα της αποστολή, καθώς γνώριζαν τη γνήσια και ανυπόκριτη ταπεινοφροσύνη της και φοβήθηκαν ότι μπορεί να έφευγε κρυφά από το μοναστήρι.
Η οσιακή κοίμηση της Ηγουμένης Άννας συγκέντρωσε στη μονή σύσσωμη την Κωνσταντινούπολη, όπου ήταν πολύ αγαπητή. Μετά την κήδευσή της και αφού αποδόθηκαν όλες οι πρέπουσες τιμές, ο Πατριάρχης Μεθόδιος ο Ομολογητής, ο οποίος χοροστάτησε στη νεκρώσιμη ακολουθία και εκφώνησε εγκωμιαστικό λόγο προς τη μακαριστή Άννα, συγκέντρωσε στο Καθολικό της μονής την αδελφότητα, προκειμένου να επιλέξουν τη νέα τους πνευματική μητέρα. Η μόνη που δεν παρευρέθηκε στη σύναξη ήταν η Ειρήνη. Εξακολουθούσε να αγνοεί την τελευταία εντολή της Ηγουμένης της και έτοιμη να υπακούσει στη θέληση της υπόλοιπης αδελφότητας θεώρησε περιττό να πάρει μέρος στην εκλογή. Έτσι, παρέμεινε προσευχόμενη στον τάφο της οσιοτάτης Άννας. Όταν οι υπόλοιπες αδελφές την εντόπισαν χρειάστηκε να μεταχειριστούν βία για να την μετακινήσουν και να την φέρουν στον ιερό ναό των Αρχαγγέλων.
Τότε, ο όσιος Μεθόδιος, αφού προσευχήθηκε από τον αρχιερατικό θρόνο για τις μοναχές, τις ρώτησε ποια προτείνουν για προεστώσα. Οι μοναχές, γνωρίζοντας το προορατικό χάρισμα του Πατριάρχη, ζήτησαν να υποδείξει εκείνος ποια είναι η κατάλληλη να επωμιστεί τη βαριά ευθύνη της πνευματικής καθοδήγησης του κοινοβίου. Ο άγιος Μεθόδιος τότε απάντησε πως γνωρίζει τόσο την επιθυμία της μακαριστής Ηγουμένης όσο και των υπολοίπων μοναζουσών και υπέδειξε την Ειρήνη. Η αδελφότητα δόξασε τον Κύριο, όταν άκουσε τα λόγια του Πατριάρχη, ενώ ο ίδιος ο όσιος χειροτόνησε την Ειρήνη Διακόνισσα της Μεγάλης Εκκλησίας και την ανακήρυξε Ηγουμένη της Μονής Χρυσοβαλάντου.
Η Ειρήνη, αντιλαμβανόμενη πάντα τη σοβαρότητα των περιστάσεων και τις ευθύνες που αυτές προκαλούσαν, έκλαιγε με πικρά δάκρυα, θεωρώντας τον εαυτό της ανάξιο για μία τόσο μεγάλη θέση. Μοναδικό της όπλο ήταν η προσευχή και όταν έμεινε μόνη στο Καθολικό αναδύθηκε σε ολόθερμη και κατανυκτική προσευχή ζητώντας δύναμη και βοήθεια από το Δεσπότη Χριστό. Συναισθανόταν το φορτίο να καθοδηγήσει στη σωτηρία τόσες ψυχές για τις οποίες σταυρώθηκε ο Κύριος της και πίστευε ότι μεγάλη τιμωρία την περίμενε, αν άφηνε να χαθεί έστω και μία από αυτές τις ψυχές. Αποφάσισε ότι έπρεπε να πολλαπλασιάσει τις νηστείες και τις προσευχές, μήπως ο Κύριος την ελεήσει και τη βοηθήσει στο δύσκολο έργο της. Οι μοναχές, γνωρίζοντας τα χαρίσματά της και την ταπεινοφροσύνη της, προσπαθούσαν να την παρηγορήσουν και της υποσχέθηκαν ότι πάντοτε θα την υπακούουν, ώστε να ελαφρύνουν το βάρος. Η αγιοσύνη της Ειρήνης και η πραγματική υποταγή της αδελφότητας στην υπεράξια πνευματική τους μητέρα έλκυσαν τη Θεία Χάρη και πλήθος θαυμάτων έλαβαν χώρα στο ευλογημένο κοινόβιο, καθώς θα δούμε παρακάτω.
Έτσι, έξι χρόνια μετά από την άφιξή της στην Πόλη, πραγματώθηκε η προφητεία του οσίου Ιωαννίκιου και η Ειρήνη ποίμαινε τις παρθένες της μονής Χρυσοβαλάντου. Μάλιστα, επειδή η νέα Ηγουμένη ήταν πολύ νέα σε ηλικία, με διάθεση για δημιουργικότητα και εργασία και προπάντων ανώτερη σε αγιότητα από την προηγούμενη, κατόρθωσε και αναβάθμισε την πνευματική στάθμη της μονής δίνοντας καινούρια πνοή στους ασκητικούς αγώνες της αδελφότητας, στους οποίους ευνόητο είναι ότι πρωτοστατούσε. Είναι χαρακτηριστικό ότι όταν ανέλαβε την ηγουμενία της ιεράς μονής, οι μοναχές ήταν τριάντα. Επί των ημερών της Ειρήνης, η φήμη της για τα θαύματά της και τις αρετές της προσέλκυσε στο αγγελικό σχήμα πολλές νέες και έτσι η αδελφότητα αριθμούσε πάνω από 100 μέλη.
Δίδασκε καθημερινά τις μοναχές πάνω σε θεολογικά θέματα και η διδασκαλία της είχε βάθος και νόημα χάρη στις πλούσιες Γραφικές της γνώσεις. Ευγενής και λεπτή στους τρόπους της, ήρεμη και επιεικής με ισχυρή θέληση και προσωπικότητα, προικισμένη με φωτισμένη διάκριση που της επέτρεπε να τιμωρεί δίκαια και να συγχωρεί μεγαλόψυχα, αγαπούσε ανεξαιρέτως όλες τις αδελφές της ιερής κοινότητας, χωρίς να αφήνει τον εαυτό της να παρασυρθεί από τα προσωπικά μειονεκτήματα και τα προβλήματα, τα οποία αναπόφευκτα προκαλούνται σε ένα κοινόβιο. Όλα αυτά τα πλεονεκτήματα της Ειρήνης δημιούργησαν στο μοναστήρι ατμόσφαιρα αγάπης και καλοσύνης, η οποία ωφελούσε τις αδελφές και τους κοσμικούς, οι οποίοι επισκέπτονταν τη μονή και την ανέδειξαν σε ιδανική πνευματική Μητέρα. Η Ορθόδοξη Εκκλησία έχει να παρουσιάσει πολλές πνευματικές Μητέρες, όμως η οσία Ειρήνη, ηγουμένη της Μονής Χρυσοβαλάντου, προβάλλεται ως το κορυφαίο πρότυπο για όσες (και όσους) αναλαμβάνουν να οδηγήσουν ψυχές στο δρόμο του Κυρίου.
Εκτός από την καθημερινή διδασκαλία της Αγίας Γραφής, η οσία έδινε πολλή μεγάλη σημασία στην εξομολόγηση, καθώς ξεκουράζει τις συνειδήσεις και τις εξαγνίσει από τα πάθη. Κάθε πρωί προσκαλούσε τις αδελφές στον ιερό ναό των Αρχαγγέλων, τις εξομολογούσε και με τις συμβουλές της τις οδηγούσε πίσω στο δρόμο του Χριστού. Πολλές φορές πήγαιναν και λαικοί να την επισκεφθούν και να αναπαύσουν τις ψυχές τους με τη σοφή καθοδήγησή της. Η Ειρήνη είδε τόση καρποφορία των ψυχών χάριν στην εξομολόγηση, που τόλμησε να ζητήσει από τον Κύριο το διορατικό χάρισμα, για να γνωρίζει τι κρύβει ο εξομολογούμενος στην καρδιά του και έτσι ευκολότερα να τον καθοδηγεί στην αυτογνωσία.
Ο Κύριος γνωρίζοντας την αγαθή προαίρεση της καρδιάς της και πως ο,τι ζητούσε η πιστή Του δούλη ήταν για όφελος των άλλων την αξίωσε όχι μόνο διορατικού χαρίσματος αλλά και προορατικού, να προλέγει δηλαδή τα μέλλοντα να συμβούν. Ένα πρωί λοιπόν, όταν η Ειρήνη έμπαινε στο ναό για να προσκυνήσει και να αρχίσει το σωτήριο έργο της, βλέπει μπροστά της έναν άγγελο και τον ακούει να της απευθύνει τον εξής χαιρετισμό: «Χαίρε δούλη του Υψίστου, Ειρήνη. Εκείνος μ᾿ έστειλε να σε διακονώ χάρις εκείνων που μέλλουν διά μέσου εσού να σωθούν. Έχω διαταγή, σύμφωνα με την αίτησή σου, να βρίσκομαι πάντα πλησίον σου και να σού αποκαλύπτω τα μυστικά που κρύβουν οι ανθρώπινες καρδιές». Η Ειρήνη δεν ταράχθηκε ούτε φοβήθηκε από τη θεία οπτασία. Γονάτισε και με ευλάβεια ασπάστηκε το σημείο, όπου πάτησε ο άγγελος και με πολύ μεγάλη συγκίνηση ευχαρίστησε τον Κύριό της για την εξαιρετική αυτή χάρη. Από εκείνη τη στιγμή ο άγγελος ήταν πάντα πλάι της και της φανέρωνε μύχιες σκέψεις των ανθρώπων που κατέφευγαν στη συμβουλή της. Μάλιστα, με τόση λεπτότητα διόρθωνε τα σφάλματα και συμβούλευε, που όλοι, μοναχές και λαικοί, από όλες τις κοινωνικές τάξεις της Πόλης, την αποζητούσαν διακαώς, ώστε να διδαχθούν και να διορθωθούν.
Όλα τα εξαιρετικά χαρίσματα με τα οποία ο ουράνιος Πατέρας στόλισε εκ γεννησιμιού τη δούλη Του, όσα της χάρισε στη συνέχεια χάρη στη συνεχή άσκηση και αδιάλειπτη προσευχή, η αγιότητα του βίου της, προπάντων η επιστροφή στη διδασκαλία του Χριστού τόσων ψυχών κίνησαν κατά της Ειρήνης το μίσος και τον πόλεμο του μισόκαλλου διαβόλου. Σκοπός του ήταν να την αποσπά από την προσευχή, γι᾿ αυτό τα βράδια, όταν η Ειρήνη γονυπετής στο κελί της προσευχόταν με κατάνυξη, δημιουργούσε τρομερό θόρυβο, σαν να γκρεμιζόταν συθέμελα το οικοδόμημα. Άλλοτε πάλι εμφανιζόταν μπροστά της σε ανατριχιαστικά οράματα και της έλεγε: «Ειρήνη ξύλινη, που σε βαστούν ξύλινα ποδάρια, ως πότε θα με βασανίζεις με τις προσευχές σου»; Όμως, η Ειρήνη δεν ήταν πιά άπειρη στις επιθέσεις του Πονηρού, όπως τον πρώτο καιρό που εισήλθε στις τάξεις των μοναζουσών και την βασάνιζε με τις αναμνήσεις από την πολυτέλεια και τις κοινωνικές τιμές του παρελθόντος. Τώρα τον περιφρονούσε ως ανάξιο οποιασδήποτε προσοχής και όσο ισχυρότερες ήταν οι επιθέσεις του Διαβόλου, τόσο πιο πολύ δινόταν σε ολόθερμη προσευχή.
Μια νύχτα, η οσία Μητέρα προσευχόταν στο κελί της γονατισμένη και με υψωμένα τα χέρια. Ο Διάβολος, ανήμπορος να την αποσπάσει από τη θεία έξαρση στην οποία ολοκληρωτικά είχε παραδοθεί, πήρε φωτιά από την καντήλα κι έκαψε την καλύπτρα της. Σε λίγο, η Ειρήνη ήταν μέσα στη φωτιά, η οποία είχε κατακάψει τα ράσα της κι άρχιζε να καίει και τις σάρκες της. Η ίδια όμως παράμενε ξένη σε οτιδήποτε συνέβαινε γύρω της κι εξακολουθούσε την προσευχή. Είναι σίγουρο πέραν πάσης αμφιβολίας ότι εκείνο το βράδυ η οσία θα καιγόταν ζωντανή, αν κάποια καλόγρια που αγρυπνούσε στο δικό της κελί δε μύριζε την οσμή καμένου υφάσματος και σάρκας. Έτρεξε τότε στο κελί της Ηγουμένης της και έντρομη είδε την Ειρήνη να προσεύχεται μέσα στις φλόγες. Με απεγνωσμένες προσπάθειες κατάφερε να την σβήσει και κούνησε λίγο την οσία για να βεβαιωθεί ότι ήταν ζωντανή. Τότε μόνο η Ειρήνη επανήλθε στον επίγειο κόσμο και κοιτώντας απορημένη την αδελφή της είπε σιγά-σιγά με παράπονο: «Ω, να ήξερες, τέκνο μου πόσο μεγάλο κακό μου προξένησες και από πόσα αγαθά με στέρησες! Δεν πρέπει να φρονούμε τα των ανθρώπων αλλά τα του Θεού. Ως αυτή τη στιγμή παραστεκόταν εδώ κοντά μου θείος Άγγελος πλέκοντάς μου στεφάνι από υπερκόσμια άνθη. Καθώς άπλωσε το χέρι του να το βάλει στην κεφαλή μου, ήλθες εσύ να με περιποιηθείς και βλέποντας σε εκείνος έφυγε. Ω, πόση λύπη και ζημία μου έδωσες»!
Η αδελφή, κλαίγοντας, ακούγοντας την εκπληκτική εκείνη μαρτυρία, περιποιήθηκε την καταπληγωμένη πνευματική της Μητέρα, φροντίζοντας τις καμένες σάρκες της και δίνοντάς της να φορέσει ένα δικό της ράσο (καθώς έχει προαναφερθεί, η οσία Ειρήνη ποτέ δεν απόκτησε δεύτερο ράσο, ούτε και όταν χειροτονήθηκε Ηγουμένη). Από το τραυματισμένο σώμα της Ειρήνης αναδινόταν μία μοναδική ευωδιά, την οποία για μέρες αισθάνονταν οι αδελφές και θαύμαζαν. Έτσι, ο διάβολος για άλλα μα φορά νικήθηκε από την Ειρήνη. Όμως, δεν άφησε ήσυχο το ευλογημένο κοινόβιο και προκαλούσε θλίψεις και ανησυχίες στην αγία Ηγουμένη του.
Περίπου ένα χρόνο πριν από το περιστατικό αυτό, είχε εισέλθει στην ιερά μονή η κόρη μιάς αριστοκρατικής οικογένειας από την Καισαρεία. Η Ειρήνη με ιδιαίτερη χαρά δέχτηκε την κοπέλα στο ποίμνιό της, καθώς ήταν η πρώτη συμπατριώτισσά της που εισερχόταν στο κοινόβιο, μετά τις δυό θεραπαινίδες της Φιλικητάτη και Αρετή. Η Θεοφανώ, όπως λεγόταν η νεαρή αριστοκράτισσα, ήταν ορφανή από γονείς και οι συγγενείς της την αρραβώνιασαν παρά τη θέλησή της με κάποιο πλούσιο άρχοντα, ο οποίος όμως ήταν σκληρός και φερόταν στην αρραβωνιαστικιά του βάναυσα. Η Θεοφανώ έφυγε κρυφά από την πατρίδα της, για να απαλλαγεί από τη βία του αρραβωνιαστικού της και των συγγενών της και έφτασε στην Κωνσταντινούπολη, όπου βρήκε καταφύγιο στη μονή Χρυσοβαλάντου. Η φήμη της Ηγουμένης Ειρήνης είχε φτάσει ως την Καισάρεια και οι συμπατριώτες της ήταν πολύ περήφανοι γι᾿ αυτήν, ίσως περισσότερο κι από την ημέρα που την αποχαιρετούσαν ως μέλλουσα αυτοκράτειρά τους.
Όμως, ο αρραβωνιαστικός της Θεοφανούς οργίστηκε από τη φυγή της μνηστής του και νιώθοντας πληγωμένο τον ανδρικό του εγωισμό άρχισε να την ψάχνει με μανία. Πέρασαν μήνες και δεν μπορούσε να εντοπίσει κάποιο ίχνος της ούτε κάποιον που θα γνώριζε να τον πληροφορήσει για το που θα μπορούσε να καταφύγει η κοπέλα. Παρολαυτά, το πάθος του και η οργή του δεν κατευνάζονταν και κατέφυγε σε ένα διάσημο μάγο της Καισαρείας, προκειμένου να του φέρει πίσω τη Θεοφανώ.
Ο μάγος κατέφυγε στις μαγγανείες του και στη βοήθεια του διαβόλου και ένα πρωί η Θεοφανώ ξύπνησε βγάζοντας άναρθρες κραυγές, ξεσκίζοντας τα ράσα της και ουρλιάζοντας το όνομα του μνηστήρα της. Οι αδελφές αναστατώθηκαν και η Ειρήνη, που χάρη στο διορατικό της χάρισμα γνώριζε γιατί η κοπέλα είχε περιέλθει σε αυτή την κατάσταση, κλαίγοντας πικρά κατηγορούσε τον εαυτό της ότι από δική της αμέλεια και ολιγωρία ο διάβολος κατέβαλε τη Θεοφανώ. Έχοντας όμως σταθερή και μεγάλη πίστη στο Θεό, οπλίστηκε για την καινούρια μάχη με το Σατανά, την οποία καταλάβαινε ότι θα είναι σκληρότερη από τις προηγούμενες.
Συγκέντρωσε τις αδελφές στο Καθολικό και αφού τις συμβούλεψε να φυλάγονται από τις παγίδες του Διαβόλου, τις διέταξε να νηστεύσουν για μία βδομάδα και κάθε μέρα να κάνουν χίλιες μετάνοιες η καθεμιά τους στα κελιά τους για την άρρωστη αδελφή τους, για να την ελεήσει ο πολυεύσπλαχνος Κύριος.
Οι μοναχές με προθυμία πραγματοποίησαν την επιθυμία της, ενώ η ίδια η αγία παρέμεινε ένα ολόκληρο τριήμερο στο ναό, απέχοντας από οποιαδήποτε τροφή, γονατιστή μπροστά στις εικόνες του Μεγάλου Βασιλείου και της αγίας Αναστασίας της μάρτυρος (στους αγίους αυτούς έτρεφε ιδιαίτερη ευλάβεια, επειδή ήταν συμπατριώτες της).
Ιδιαίτερα μπροστά στο εικόνισμα του Μ. Βασιλείου, η οσία παραπονιόταν κι έλεγε πως επιτρέπει ο άγιος να συμβαίνουν τέτοια έκτροπα στην πατρίδα τους, καθώς η Καππαδοκία ήταν περίφημο κέντρο των διαφόρων μάγων της εποχής. Την τρίτη νύχτα, η Ειρήνη, ενώ επαναλάμβανε τα ίδια, βλέπει μπροστά της το μεγάλο Καππαδόκη πατέρα της Εκκλησίας και τον ακούσει να της λέει: «Γιατί μου παραπονείσαι Ειρήνη; Κι εγώ λυπούμαι για την παρανομία των ασεβών ανθρώπων. Το πρωί μόλις ξημερώσει οδήγησε την πάσχουσα στο ναό των Βλαχερνών, κι έρχεται εκεί, στον Οίκο της, η Μητέρα του Δεσπότου Χριστού που μόνη έχει δύναμη και εξουσία να την θεραπεύσει».
Κατασυγκινημένη η αγία Ειρήνη, θυμούμενη την ευλάβεια που έτρεφε στη Βλαχερνιώτισσα Παναγία, συνδεδεμένη στενά με τον κοσμικό της βίο, πήρε την άρρωστη αδελφή και δυό από τις παλαιότερες μοναχές και πήγαν στο ναό.
Ήταν η πρώτη φορά που η Ειρήνη έβγαινε από τη μονή του Χρυσοβαλάντου, ύστερα από τη χειροτονία της, πριν τόσα χρόνια, μόνο για αγάπη της άρρωστης κοπέλας.
Στις Βλαχέρνες, ενώ η άρρωστη βασανιζόταν από το ακάθαρτο πνεύμα, η Ειρήνη και οι δυό αδελφές προσευχόντουσαν γονατιστές μπροστά στη θαυματουργό εικόνα της Παναγίας μέχρι αργά το βράδυ.
Κατά τα μεσάνυχτα, η οσία κουρασμένη από την ταλαιπωρία και τη θλίψη των ημερών, ακούμπησε στο μαρμάρινο προσκυνητάρι της πάνσεπτης εικόνας και αποκοιμήθηκε. Τότε είδε στο όνειρό της ένα αμέτρητο πλήθος κόσμου να συνωστίζεται μέσα στο ναό και σε λίγο μπήκε με στρατιωτική τάξη ένα τάγμα από χρυσοφορεμένους νέους, οι οποίοι ετοίμαζαν δρόμο μέσα στο πλήθος. Στη συνέχεια, ένα άλλο τάγμα διακόνων με λευκές στολές και χρυσά οράρια θυμιάτιζαν και έραναν με άνθη το δρόμο. Η οσία έβλεπε όλες αυτές τις θαυμάσιες ετοιμασίες και ρώτησε με απορία έναν διάκονο για ποιόν είναι όλη αυτή η υποδοχή. «Η Μητέρα του Θεού επισκέπτεται τον Οίκο της, ετοιμάσου να την προσκυνήσεις», απάντησε ο διάκονος.
Εκείνη τη στιγμή, κατέφθασε η Παναγία συνοδευόμενη από πλήθος αγγέλων και αγίων.
Το πρόσωπό της ακτινοβολούσε τόσο πολύ από τη θεική αίγλη, που κανείς δεν μπορούσε να την αντικρίσει. Η Παντάνασσα, αφού εξέτασε και βοήθησε όλους όσους είχαν καταφύγει στο ναό της, έφτασε και στη μαθήτρια της Ειρήνης. Τότε η οσία έπεσε στα πόδια της Παναγίας να την προσκυνήσει, όταν άκουσε τη Δέσποινα να απευθύνεται στον άγιο Βασίλειο και να τον ρωτάει για την περίπτωσή της. Όταν έμαθε για τι προσευχόταν η Ειρήνη, στράφηκε και στην αγία Αναστασία και είπε: «Υπάγετε στην Καισάρεια και εξετάσατε με επιμέλεια την υπόθεση αυτής της κόρης. Σ᾿ εσάς τους δυό εδόθη η χάρις να την θεραπεύσετε». Στη συνέχεια, η Παναγία ανέβηκε πάλι στους ουρανούς, ενώ φωνή από αόρατο στόμα διέταξε την Ειρήνη: «Πήγαινε στο μοναστήρι σου κι εκεί θ᾿ αξιωθείς του ποθουμένου».
Εκείνη τη στιγμή, η οσία ξύπνησε κι έκθαμβη διηγήθηκε το όνειρό της στις δυό άλλες αδελφές, που εξακολουθούσαν να προσεύχονται. Όταν ξημέρωσε, επέστρεψαν στο μοναστήρι τους γεμάτες πίστη κι ελπίδα. Ήταν η ώρα της μεσημεριανής προσευχής κι όλες οι μοναχές ήταν μαζεμένες στο Καθολικό, περιμένοντας με αγωνία την επιστροφή της Ηγουμένης τους. Η οσία διηγήθηκε ξανά το όραμά της και τις πρόσταξε με υψωμένα χέρια να φωνάζουν όλες μαζί κατανυκτικά «Κύριε ελέησον». Η πανίσχυρη εκείνη προσευχή είχε αποτέλεσμα: Σε ένα ακόμη όραμα που είδαν όλες οι αδελφές, ψηλά στον αέρα εμφανίστηκαν ο άγιος Βασίλειος και η αγία Αναστασία λέγοντας στην Ειρήνη: «Άπλωσε τα χέρια σου, Ειρήνη και δέξου αυτά και μη μας ονειδίζεις πλέον, γιατί αναλάβαμε να διώξουμε τους μάγους από την Καισάρεια».
Η οπτασία χάθηκε και στα χέρια της Ειρήνης έπεσε ένα δέμα το οποίο αποτελούνταν από αντικείμενα χρηστικά σε μάγους, όπως τρίχες, βελόνες, καρφιά, χαρτιά με ονόματα δαιμόνων και δυό μολυβένια ομοιώματα του νέου που προκάλεσε όλο αυτό το κακό και της άρρωστης κοπέλας.
Όλη την υπόλοιπη ημέρα και τη νύχτα, η Ειρήνη με τη συνοδεία της έμεινα στο ναό και ευχαριστούσαν τους Αρχαγγέλους, τους Καππαδόκες αγίους και την Παναγία για όλα τα θαυμαστά που αξιώθηκαν να δούν και να ζήσουν. Το επόμενο πρωί, η οσία έστειλε πάλι την άρρωστη κόρη με δυό ακόμη αδελφές στο ναό της Βλαχερνιώτισας, με λάδι, νάμα και προσφορές να λειτουργήσει ο προσμονάριος (=εφημερεύων ιερέας) και το δέμα με τις μαγείες.
Με τη θεία Λειτουργία, έχρισε ο ιερέας την άρρωστη με λάδι από την καντήλα της θαυματουργού εικόνας της Παναγίας και έριξε στη φωτιά τα διαβολικά αντικείμενα. Καθώς αυτά καιγόντουσαν, η κοπέλα ξανάβρισκε την ισορροπία του λογικού της, ενώ από τα μολυβένια αγαλματίδια, που έλιωναν, ακουγόντουσαν αποτρόπαιες κραυγές. Η Θεοφανώ, επέστρεψε στη μονή εντελώς θεραπευμένη, ευχαριστώντας την Παναγία για το θαύμα της αλλά και τις αδελφές και την πνευματική της μητέρα για την αμέριστη συμπαράσταση και βοήθειά τους.
Η οσία Ειρήνη απέκτησε μεγάλη εξουσία πάνω στο Διάβολο, χάρη στη διαρκή πάλη εναντίον του μέσω της διαρκούς άσκησης και προσευχής. Άλλο ένα περιστατικό καταδυκνύει αυτή τη δύναμη της αγίας, η οποία ακόμη και σήμερα μας προστατεύει από τις επιθέσεις του πονηρού.
Στα κτήματα της μονής εργαζόταν ένας νέος, ο Νικόλαος, ο οποίος είδε τυχαία κάποια μοναχή και την ερωτεύτηκε παράφορα. Ένα βράδυ, η έξαψη του παράνομου πάθους του έφτασε σε τέτοιο σημείο, που έπεσε καταγής μπροστά στην είσοδο της μονής, έβγαζε αφρούς από το στόμα και ξέσκιζε με τα νύχια του το ίδιο του το σώμα. Σε αυτή την ελεεινή κατάσταση τον βρήκε την επόμενη μέρα η πορτάρισσα, καθώς άνοιξε τη θύρα, η οποία έσπευσε να ειδοποιήσει την Ηγουμένη της.
Η αγία Ειρήνη, καταλαβαίνοντας ότι κάποιο αμάρτημα του νέου είχε δώσει την εξουσία στον Πονηρό, ενημέρωσε τους συγγενείς του και τον έστειλε στον ιερό ναό της αγίας Αναστασίας της Φαρμακολύτρας. Όμως, το ίδιο βράδυ, η αγία Αναστασία έρχεται στο όνειρο της Ειρήνης και της λέει: «Για να με δοκιμάσεις μου έστειλες τον δαιμονισμένο; Μάθε, αγαπητή μου αδερφή, πως εσύ μόνο έχεις τη δύναμη να τον θεραπεύσεις».
Έτσι, η οσία φέρνει πίσω το νέο κι άρχισε τις Λειτουργίες στο παρεκκλήσι των αγίων Θεοδώρων (αφού στη μονή δεν επιτρεπόταν η είσοδος των ανδρών). Κατά τη δέκατη μέρα, ενώ ο Νικόλαος ήταν δεμένος με αλυσίδες, σπάει τα δεσμά του κι επιτίθεται κατά του ιερέα που τελούσε τη θεία Λειτουργία. Η Ειρήνη, χωρίς να χάσει την ψυχραιμία της, πλησιάζει το δαιμονισμένο νέο και τον προστάζει να μείνει ακίνητος. Εκείνος, από μία ακατανόητη δύναμη, υπάκουσε στο πρόσταγμα της αγίας. Μετά το πέρας της Λειτουργίας, η αγία Ηγουμένη έμεινε μόνη με το Νικόλαο και εξέταζε το ακάθαρτο πνεύμα για ποιο λόγο κατέλαβε το νέο και εκείνο, μην μπορώντας να αντιπαλέψει τη θεία χάρη της αγίας Ειρήνης, ομολόγησε όλη την αλήθεια.
Η οσία προσευχήθηκε θερμά προς τον Κύριο για το δυστυχισμένο νέο, έπειτα πρόσταξε το πονηρό πνεύμα να βγεί και να αφήσει ήσυχο το Νικόλαο. Εκείνο, αφού σπάραξε πρώτα το νεαρό άνδρα, έφυγε αφήνοντας τον σαν νεκρό. Η Ειρήνη τον βοήθησε να σηκωθεί και τον συμβούλευσε πνευματικά να αποφεύγει τις καταχρήσεις, καθώς διεγείρουν τα κατώτερα ένστικτα του ανθρώπου.
Ο Νικόλαος, έπειτα από αυτήν την περιπέτεια, η οποία απείλησε την ψυχή και το σώμα του, επέστρεψε στο σπίτι του σωφρονισμένος και μία φορά το χρόνο λειτουργούσε στο παρεκκλήσι της μονής, ευχαριστώντας για τη σωτηρία του το Θεό και τη θαυματουργό αγία.
Όλα αυτά τα θαυμάσια εξάπλωσαν τη φήμη της οσίας Ειρήνης σε όλη την Κωνσταντινούπολη και πλήθος κόσμου, από όλες τις κοινωνικές τάξεις, επισκέπτονταν τη μονή Χρυσοβαλάντου, προκειμένου να συμβουλευτούν και να ευλογηθούν από την Ηγουμένη του. Άνθρωποι που ταλανίζονταν από σωματικές και ψυχικές ασθένειες, πίστευαν ακράδαντα ότι εκεί, στην ηγιασμένη μονή, θα έβρισκαν τη θεραπεία τους.
Η αγία Ειρήνη διενεργούσε τα θαύματα αυτά με τη χάρη του αγίου Πνεύματος, αφού μέσα από τη συνεχή και αδιάκοπη άσκηση είχε αποκτήσει τους δυό μέγιστους θησαυρούς: θερμότατη πίστη και «ενεργούμενη» ζωντανή προσευχή. Χάρη στη μεγάλη της πίστη, η οσία Ειρήνη είχε μία ξεχωριστή επικοινωνία και επαφή με τα θεία και ουράνια. Όταν ο ιερέας τελούσε την αναίμακτη θυσία κατά τη Θεία Λειτουργία, η Ειρήνη έκλαιγε με δάκρυα πολλά στη σκέψη ότι ο Δημιουργός κατέβηκε στη γη με τη μορφή του δημιουργήματός Του, έπαθε, σταυρώθηκε και πέθανε ακριβώς για να αναζωογονήσει το πλάσμα Του και από τότε το τίμιο αίμα Του προσφέρεται στον αμαρτωλό άνθρωπο για να σωθεί και για να τραφεί πνευματικά.
Η προσευχή τόσο πολύ εξύψωνε την αγία πάνω από τα εγκόσμια, που εκείνη κατέβαλε προσπάθεια για να επιστρέψει στον επίγειο κόσμο. Μέρες ολόκληρες προσευχόταν γονυπετής με τα χέρια υψωμένα και τότε οι αδελφές της συνοδείας της την βοηθούσαν να τα κατεβάσει και οι αρμοί της προκαλούσαν τόσο θόρυβο, που ολόκληρο το κοινόβιο θαύμαζε και απορούσε.
Τις έναστρες νύχτες, η οσία Ειρήνη στεκόταν έξω από το κελί της (αυτό το ίδιο στο οποίο πριν τόσα χρόνια, μόλις 15 χρονών, οδηγήθηκε ως δόκιμη μοναχή), μαγευόταν από την ομορφιά της φύσης και έστελνε διάπυρες προσευχές προς τον Πλάστη.
Μία από τις βραδιές αυτές, κάποια αδελφή αγρυπνούσε έξω από το κελί της και είδε το εξής παράδοξο: Τα δυό πανύψηλα κυπαρίσσια, τα οποία ορθώνονταν αριστερά και δεξιά στην είσοδο του Καθολικού, λύγιζαν μπροστά στην προσευχόμενη αγία σαν να την προσκυνούσαν και η ίδια η Ειρήνη δεν πάταγε στη γη αλλά αιωρούνταν περίπου περίπου ένα μέτρο πάνω από το έδαφος. Όταν η οσία ολοκλήρωσε την προσευχή της, σταύρωσε τα δυό κυπαρίσσια και εκείνα επανήλθαν στη φυσιολογική τους θέση. Η μοναχή κατάπληκτη, με ανάμειχτα συναισθήματα φόβου και θαυμασμού, συγκρατήθηκε και δεν είπε τίποτα στην υπόλοιπη αδελφότητα. Το επόμενο βράδυ παραφύλαξε πάλι έξω από το κελί της και το ίδιο παράδοξο γεγονός επαναλήφθηκε· και ξανά το ίδιο, το τρίτο κατά σειρά βράδυ. Την επόμενη νύχτα, η μοναχή, χωρίς να την αντιληφθεί η Ηγουμένη της, έτρεξε στα λυγισμένα κυπαρίσσια, έδεσε από ένα λευκό μαντήλι στις κορυφές τους και επέστρεψε στο κελί της.
Το επόμενο πρωί, η ήρεμη ατμόσφαιρα του ευλογημένου κοινοβίου αναστατώθηκε, όταν οι μοναχές είδαν τα δεμένα μαντήλια και κατάπληκτες ρωτούσαν η μια την άλλη ποιος ήταν αυτός που έδεσε τόσο ψηλά δέντρα, για ποιο λόγο το έπραξε και προπάντων με ποιο τρόπο. Η αδελφή που υπήρξε μάρτυρας στα θαυμάσια αυτά περιστατικά αποκάλυψε όλη την αλήθεια και τότε όλες έκλαιγαν από χαρά και συγκίνηση και παραπονιόντουσαν γιατί δεν τις ξύπνησε να δούν και εκείνες το φρικτό θαύμα της Ηγουμένης τους. Πάνω στην ώρα κατέφθασε και η Ειρήνη. Όταν κατάλαβε τι συνέβη και πως μαθεύτηκε ένα μυστικό που εκείνη κρατούσε επτασφράγιστο για χρόνια ολόκληρα, επέπληξε αυστηρά την αδελφή που το μαρτύρησε με τα παρακάτω λόγια: «Αν με έβλεπες να αμαρτάνω σαν άνθρωπος, θα εφανέρωνες την αμαρτία μου»; Έθεσε λοιπόν βαρύ επιτίμιο για όποια τολμούσε να φανερώσει οτιδήποτε παράδοξο έβλεπε, όσο ήταν η ίδια εν ζωή. Έτσι, πολλά από τα θαύματα της αγίας εξαφανίστηκαν στη σιωπή της συνοδείας της, αλλά οι μοναχές πολλαπλασίασαν την ευλάβεια και εμπιστοσύνη στο πρόσωπο της Ηγουμένης τους.
Η αγία Ειρήνη, όπως προαναφέρθηκε, εκτός από το διορατικό χάρισμα, είχε λάβει από τον Κύριο και το προορατικό, το χάρισμα δηλαδή της προφητείας. Προφήτεψε μεγάλες πολιτικές αλλαγές της εποχής της. Έτσι, στη διάρκεια μιάς επίσκεψης της αδερφής της, η Ειρήνη εμπιστεύτηκε στην Καλλινίκη ότι ο Καίσαρας Βάρδας θα δολοφονηθεί από τους αντιπάλους του με τη σύμφωνη γνώμη του αυτοκράτορος Μιχαήλ και η ίδια θα αναγκαστεί να εγκαταλείψει οριστικά τη Βασιλεύουσα, εξαιτίας των σκανδάλων που θα ξεσπάσουν. Της είπε ακόμη ότι μετά το φόνο του Βάρδα, σύντομα και ο ίδιος ο Μιχαήλ θα δολοφονηθεί από το σφετεριστή του θρόνου του, όμως κανένα μέλος της οικογένειάς τους να μην εναντιωθεί στο νέο αυτοκράτορα, διότι είναι αίτιος φόνου, αλλά ο Θεός τον προορίζει να κυβερνήσει την αυτοκρατορία. Η Ειρήνη συμβούλεψε ακόμη την αδελφή της να μην αποκαλύψει τίποτα από όσα της εμπιστεύτηκε, απλά να είναι προετοιμασμένη για τις συνταρακτικές αλλαγές στη ζωή της.
Η Καλλινίκη όμως δεν μπόρεσε να κρατήσει μυστικές τις προφητείες της Ειρήνης και μίλησε στο Βάρδα. Ο Καίσαρας έστειλε τότε ανθρώπους του στο μοναστήρι και προσπάθησε να αποσπάσει από την Ηγουμένη γυναικαδελφή του λεπτομέρειες για την εις βάρος του συνωμοσία. Η Ειρήνη όμως δεν αποκάλυψε τίποτα περισσότερο. Πολύ σύντομα όμως, οι προφητείες της αγίας πραγματοποιήθηκαν. Τον Απρίλιο του 866 και ενώ ο Βάρδας ηγούνταν εκστρατείας κατά των Σαρακηνών στην Κρήτη, δολοφονήθηκε μπροστά στον αυτοκράτορα κατά τη διάρκεια της επίσημης αναφοράς από ομάδα συνωμοτών. Αρχηγός τους ήταν ο γαμπρός του Βάρδα Συμβάτιος, ο οποίος για να δικαιολογήσει τη βάρβαρη και άνανδρη δολοφονία του πεθερού του, υποστήριξε ότι τον εκδικήθηκε για τις σχέσεις που διατηρούσε με τη νύφη του.
Η Ιστορία φαίνεται ότι δε διατήρησε το τέλος της Καλλινίκης μετά από την τραγική χηρεία της και είναι πράγματι εντυπωσιακή η φαινομενική αντίφαση: Η Ειρήνη, η οποία από τα δεκαπέντε της χρόνια και μέχρι το τέλος της ζωής της έζησε σε ένα μοναστήρι με διαρκή νηστεία, ταπείνωση, προσευχή και αυστηρή άσκηση, δοξάζεται και τιμάται μέχρι τις μέρες μας και πλήθος κόσμου την επικαλείται και καταφεύγει στη θαυματουργό χάρη της. Η Καλλινίκη, αν και έζησε μέσα σε μυθική πολυτέλεια και χλιδή και γνώρισε μεγάλες τιμές και δόξες στα βυζαντινά ανάκτορα, λησμονήθηκε αμέσως μετά τη δολοφονία του συζύγου της και το όνομά της διασώθηκε ως υποσημείωση χάρη στον αγιασμένο βίο της αδελφής της.
Ένα χρόνο μετά τη συνωμοσία εις βάρος του Καίσαρα Βάρδα, ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Γ´ δολοφονήθηκε από τον ευνοούμενό του, Βασίλειο το Μακεδόνα, ο οποίος ανέβηκε στο θρόνο του Βυζαντίου ως Βασίλειος ο Α´ και ίδρυσε τη Μακεδονική Δυναστεία. Ο Βασίλειος ήταν τυπικός εκπρόσωπος των σκληρών χρόνων στους οποίους έζησε, συγκεντρώνοντας όλα τα αντιφατικά στοιχεία στην προσωπικότητά του. Άνθρωπος σκληρός, δε δίσταζε, όπως είδαμε, να καταφύγει και στο φόνο προκειμένου να εκπληρώσει το στόχο του, στερούνταν οποιουδήποτε ηθικού φραγμού (είχε συνάψει λευκό γάμο με την ερωμένη του Μιχαήλ Ευδοκία Ιγερινή κατά παραχώρηση του δολοφονηθέντος αυτοκράτορος, ενώ διατηρούσε ερωτικές σχέσεις με την αδελφή του Μιχαήλ και στενή φίλη της Ειρήνης πριγκίπισσα Θέκλα, με το θάνατο του Μιχαήλ, έδιωξε τη Θέκλα και παρουσίασε επίσημα ως σύζυγό του την Ευδοκία) και ταυτόχρονα ήταν πολύ ...ευσεβής και θεοφοβούμενος αλλά και αφάνταστα προληπτικός, λόγω παντελούς έλλειψης μόρφωσης.
Κάποιο περιστατικό συνέβη ανάμεσα στο νέο αυτοκράτορα και την οσία Ειρήνη, όταν ο Βασίλειος φυλάκισε έναν ιλλούστριο (=ανώτατος αξιωματούχος της βυζαντινής αυλής), συγγενή της Ειρήνης, ο οποίος είχε συκοφαντηθεί για συνωμοσία. Ο Βασίλειος, που όπως κάθε σφετεριστής φοβόταν την αντεκδίκηση, ήταν υπέρ των συνοπτικών διαδικασιών και φυλάκισε τον αξιωματούχο του διατάζοντας την εκτέλεσή του, χωρίς να εξετάσει περαιτέρω τις κατηγορίες. Η γυναίκα και τα παιδιά του άτυχου ανθρώπου, απογοητευμένοι από την ανθρώπινη βοήθεια που δε φαινόταν πουθενά, κατέφυγαν στη μονή Χρυσοβαλάντου ελπίζοντας στη θεία παρέμβαση. Η οσία Ειρήνη στήριξε με λόγο πνευματικό τη δυστυχισμένη οικογένεια και αποσύρθηκε στο Καθολικό των Αρχαγγέλων, όπου προσευχόταν για όλη την υπόλοιπη νύχτα.
Το ίδιο εκείνο βράδυ, ο αυτοκράτορας είδε στο όνειρό του ότι κάποια μοναχή με επιβλητικό παρουσιαστικό άνοιξε την πόρτα του αυτοκρατορικού κοιτώνα, τον πλησίασε και με οργισμένο ύφος τον πρόσταξε να ελευθερώσει τον άδικα φυλακισμένο αξιωματικό του, διαφορετικά ο Θεός θα του έστελνε μεγάλες συμφορές. Στην ερώτηση του αυτοκράτορα για το ποια είναι, εκείνη απάντησε: «Είμαι η Ειρήνη, Ηγουμένη του Χρυσοβαλάντου!» Ο Βασίλειος τρομαγμένος ξύπνησε και ρώταγε τη φρουρά του αν επέτρεψαν σε κάποια καλόγρια να περάσει στο διαμέρισμά του. Όμως, οι φρουροί τον διαβεβαίωσαν ότι κανένας δεν πέρασε στο δωμάτιό του.
Το επόμενο πρωί, ο Βασίλειος έστειλε απεσταλμένους του στο μοναστήρι των Αρχαγγέλων μαζί με κάποιο ικανό ζωγράφο, ώστε να ζωγραφίσει το πρόσωπο της Ηγουμένης και έτσι να διαπιστώσει το θεόσταλτο του ονείρου του. Η αγία Ειρήνη, που το Άγιο Πνεύμα της είχε αποκαλύψει την άφιξη των αυτοκρατορικών απεσταλμένων, προετοίμασε τις αδελφές του κοινοβίου, ώστε να μην αναστατωθούν και τρομάξουν και τους υποδέχτηκε στο παρεκκλήσι του αγίου Θεοδώρου, καθώς δεν υποχωρούσε και δεν εξαιρούσε κανέναν από τους κανόνες τις ιεράς μονής (υπενθυμίζουμε ότι απαγορευόταν η είσοδος των ανδρών στο χώρο του μοναστηριού). Οι αξιωματούχοι άρχισαν να συζητούν με την οσία, προσποιούμενοι θεολογικό ενδιαφέρον, μέχρι να ολοκληρώσει το έργο του ο ζωγράφος. Δεν μπορούσαν όμως να μη θαυμάζουν και να μην απορούν, καθώς όση ώρα η αγία Ειρήνη απαντούσε στις ερωτήσεις τους, μια δυνατή λάμψη αναδυόταν από το πρόσωπό της! Η Ειρήνη ήξερε για ποιο λόγο την καθυστερούσαν και περίμενε μέχρι να τελειώσει η ζωγραφική αποτύπωση του προσώπου της. Τότε σηκώθηκε και απευθύνθηκε στους απεσταλμένους με τα εξής λόγια: «Να αναγγείλετε παρακαλώ στο δύσπιστο βασιλιά σας, πως είναι αληθινά όσα του είπα στον ύπνο του. Ο άνθρωπος είναι αθώος και να τον αφήσει αμέσως ελεύθερο, διαφορετικά θα πραγματοποιηθούν όλα όσα προφήτεψα». Οι αξιωματούχοι, αληθινά κατάπληκτοι από όσα βίωσαν και άκουσαν, ξεκίνησαν για τα ανάκτορα.
Την ίδια ώρα, ο Βασίλειος ανάκρινε ξανά τον ιλλούστριο, θεωρώντας ότι είχε χρησιμοποιήσει μαγεία για να στείλει την καλόγρια στο όνειρό του. Ο άνθρωπος αρνήθηκε και τις καινούργιες κατηγορίες και διαβεβαίωνε τον αυτοκράτορα για την αθωότητά του. Ο Βασίλειος τον ρώτησε αν έχει κάποια σχέση με την Ηγουμένη της μονής Χρυσοβαλάντου και εκείνος απάντησε ότι είναι συγγενής του. Ο αυτοκράτορας ξαναέστειλε τον αξιωματικό στη φυλακή, διέταξε όμως να μην εκτελεστεί ακόμη.
Λίγο αργότερα, έφτασαν και οι έμπιστοί του με την προσωπογραφία της αγίας. Ο Βασίλειος αναγνώρισε τη μοναχή που τόσο πολύ τον συγκλόνισε και τον οδήγησε ακόμη και σε επανεξέταση της αρχικής απόφασής του (κάτι που σπανιότατα το έπραττε ο Βασίλειος σε όλη τη διάρκεια της αυτοκρατορικής του πορείας). Ελευθέρωσε τον άρχοντα από τη φυλακή, τον αποκατάστησε στα ανάκτορα και με επιστολή του ειδοποίησε την Ειρήνη για την απελευθέρωση του συγγενή της. Ακόμη, την προσκαλούσε στα ανάκτορα, για να ευλογήσει τον ίδιο και τη βασίλισσα Ευδοκία Ιγερινή (αξίζει ίσως να θυμήσουμε ότι πρόκειται για τη γυναίκα από την οποία η αυγούστα Θεοδώρα ήθελε να αποσπάσει το γιό της Μιχαήλ, γι᾿ αυτό και προώθησε το προξενιό ανάμεσα στην Ειρήνη και το δολοφονημένο αυτοκράτορα). Εάν πάλι, η Ειρήνη δεν ήθελε να βγεί από τη μονή της, ο αυτοκράτορας έγραφε ότι θα πήγαιναν εκείνοι στην οσία.
Η αγία όμως, αποφεύγοντας πάντα τη ματαιοδοξία και τις εγκόσμιες τιμές, απάντησε με αυτή την ταπεινή επιστολή: «Βασιλεύ, ούτε η Βασιλεία σου είναι πρέπον να έλθη εδώ, ούτε εγώ εις τα Βασίλεια. Δεν χρειάζεσαι ευλογίαν από μίαν ταπεινή και αμαρτωλή γυναίκα, διότι έχεις τον αγιώτατον πατριάρχην και τους λοιπούς αρχιερείς και τον κλήρον της Εκκλησίας. Εάν υπακούσεις τας συμβουλάς των θέλεις θεραπεύση τον Θεόν και θέλεις κυβερνήση το υπήκοον ευσεβώς, δικαίως και σωφρόνως».
Από τότε, ο Βασίλειος Α´ ο Μακεδών δεν ξαναενόχλησε την οσία. Έτρεφε όμως μεγάλο σεβασμό για το πρόσωπό της και συχνά έστελνε αυτοκρατορικές προσφορές στο μοναστήρι της.
Τα χρόνια κυλούσαν γρήγορα μέσα στη μονή για την Ειρήνη και η πρώην νεαρή πανέμορφη αριστοκράτισσα και νυν Ηγουμένη εγνωσμένης αγιότητας και στολισμένης από τον Κύριό της με υπερφυσικά δώρα έφτασε σε βαθύτατα γεράματα. Όμως, ένα θαύμα διαρκείας ήταν πασιφανές στο σώμα της και το πρόσωπό της, αντιλαμβανόμενο από όλους είτε μοναχές που την ακολουθούσαν στην άσκηση είτε πιστούς που αποζητούσαν την ευλογία της: το πρόσωπό της και το σώμα της διατηρούσαν όλη τη φημισμένη ομορφιά και τη φρεσκάδα της νιότης της. Η διαρκής άσκηση, η αυστηρή πολύχρονη νηστεία, η μεγάλη ευθύνη για το πολυπληθές ποίμνιό της και προπάντων ο πανδαμάτωρ χρόνος δεν την έφθειραν. Η Ειρήνη δεν είχε φθαρεί στην ψυχή της, η οποία ήταν πλημμυρισμένη από αγάπη για το Θεό και τα δημιουργήματά Του και εύλογα η εσώτερη αυτή αγνότητα αντανακλούνταν στο πρόσωπό της.
Πράγματι, η οσία Ηγουμένη του Χρυσοβαλάντου συνάντησε τον άνθρωπο και τον ακούει να της εξιστορεί την εξής θαυμάσια ιστορία: Ήταν ναυτικός, πλοιοκτήτης ενός καραβιού, από την ιερή Πάτμο. Απέπλευσε με το πλοίο του από το βόρειο τμήμα του νησιού για την Πόλη και βρισκόταν λίγα μέτρα από τη στεριά, όταν βλέπει εκείνος και οι ναύτες κάποιον σεβάσμιο γέροντα να τους φωνάζει να σταματήσουν. Αυτό όμως ήταν αδύνατο, καθώς ο ισχυρός άνεμος έσπρωχνε το πλοίο στο ανοιχτό πέλαγος. Τότε ο γέροντας φωνάζει με όλη τη δύναμή του και προστάζει το πλοίο να σταματήσει. Το καράβι ακινητοποιείται και ο ίδιος αρχίζει να βαδίζει πάνω στα ύδατα. Μπροστά στους κατάπληκτους ναύτες, επιβιβάζεται στο πλοίο και δίνει στον καπετάνιο τρία μήλα και του λέει: «Όταν πας στη Βασιλεύουσα, δώσε τα στον Πατριάρχη και πες του πως του τα στέλνει ο Πανάγαθος Θεός με τον δούλο Του Ιωάννη, από τον Παράδεισο». Έπειτα δίνει στο ναύκληρο άλλα τρία μήλα προσθέτοντας: «Αυτά να τα πας της Ειρήνης, της Ηγουμένης του Χρυσοβαλάντου και να της πείς: φάγε από τους καρπούς του Παραδείσου που η αγνή ψυχή σου επεθύμησε». Λέγοντας αυτά, ο γέροντας ευλόγησε το πλήρωμα και το πλοίο ξεκίνησε και πάλι το ταξίδι του, ενώ ο ίδιος εξαφανίστηκε.
Ολοκληρώνοντας τη διήγησή του, ο ναυτικός προσκύνησε την Ειρήνη και της πρόσφερε τα μήλα. Η αγία τα δέχτηκε με δάκρυα ευλαβείας και ευγνωμοσύνης ευχαριστώντας τον άγιο ευαγγελιστή και απόστολο Ιωάννη. Στο κελί της γονάτισε και ευχαρίστησε τον Χριστό για αυτό το δείγμα της εύνοιάς Του προς τη δούλη Του.
Τα μήλα ήταν πραγματικά παραδεισένια, τόσο όμορφα σε σχήμα και χρώμα που όμοιά τους δεν υπήρχαν. Η ευωδιά τους πλημμύριζε τη μονή και οι αδελφές απορούσαν για το καινούργιο θαύμα που συντελούνταν στον ευλογημένο χώρο.
Η αγία Ειρήνη, με την έμφυτη ευφυία της και τη χάρη του αγίου Πνεύματος, εννόησε ότι το θείο αυτό δώρο ήταν ουράνια πρόσκληση. Όταν έφτασε η αγία και μεγάλη Τεσσαρακοστή, έκοψε το ένα μήλο σε λεπτά κομματάκια και έτρωγε ένα κομμάτι κάθε μέρα, απέχοντας από οποιαδήποτε άλλη τροφή, ακόμη και από το νερό. Τη Μεγάλη Πέμπτη, ύστερα από τη θεία λειτουργία και αφού όλες οι μοναχές κοινώνησαν των Αχράντων Μυστηρίων, η Ειρήνη έκοψε και το δεύτερο μήλο και έδωσε σε κάθε αδελφή από ένα κομμάτι. Τότε τους αποκάλυψε και την ιστορία του θείου δώρου και όλες μαζί δοξολογούσαν τον Ύψιστο για τα αναρίθμητα χαρίσματα προς την Ηγουμένη τους. Το τρίτο μήλο η Ειρήνη το φύλαξε για τις τελευταίες μέρες της επίγειας ζωής της.
Τη Μεγάλη Παρασκευή, οι αδελφές έψαλαν τα άγια και σωτήρια Πάθη και η Ειρήνη, μόνη της μέσα στο ιερό βήμα, γονατισμένη, είχε παραδοθεί σε προσευχή.
Τότε είδε θαυμάσιο όραμα: άνοιξε ο θόλος του ναού και πλήθος αγγέλων εμφανίστηκαν, οι οποίοι έψαλλαν δοξαστικούς ύμνους και θυμιάτιζαν την αγία Τράπεζα. Εμφανίστηκε και ο ίδιος ο Χριστός, θριαμβευτής με το σταυρό στον ώμο. Οι άγγελοι γονάτισαν να Τον χαιρετήσουν, ενώ η λάμψη Του θάμπωσε την Ειρήνη, η οποία αντικρίζοντας Τον ένιωσε το σκίρτημα του θείου έρωτα και χαμήλωσε το βλέμμα της. Όταν δειλά ύψωσε τα μάτια της και πάλι, το όραμα είχε χαθεί. Δίπλα της βρισκόταν μόνο ο άγγελος-οδηγός της, που τόσες φορές την είχε διακονήσει: «Γίνου έτοιμή» της είπε απλά και εκείνη κατάλαβε ότι πλησίαζε η ώρα να διακονεί τους ανθρώπους από τα ουράνια.
Το σύντομο διάστημα από το ουράνιο αυτό μήνυμα μέχρι και την οσιακή της κοίμηση, η αγία προετοίμαζε την ακολουθία της για το μεγάλο γεγονός. Στον ιερό ναό τον Αρχαγγέλων τις δίδασκε για το μυστήριο του θανάτου, τη μελλοντική κρίση και την αιωνιότητα. Η διδασκαλία της ανέβαζε το πνεύμα των μοναζουσών σε ουράνιες σφαίρες. Ο θάνατος είναι δύσκολο για κάθε ανθρώπινο πλάσμα και όσο πλησίαζε η ώρα, τόσο η ψυχή της αγίας ένιωθε την επιθανάτια αγωνία, από την οποία δεν ξέφυγε ούτε ο ενανθρωπίσας Κύριος.
Με το φωτισμό του αγίου Πνεύματος τακτοποίησε τις υποθέσεις του μοναστηριού και υπέδειξε την άξια διάδοχό της. Μια εβδομάδα πριν τη μεγάλη ημέρα, νήστεψε τρώγοντας μόνο από το παραδεισένιο μήλο και καθημερινά κοινωνούσε των Αχράντων Μυστηρίων. Ξημέρωσε τέλος η Κυριακή, όπου για τελευταία φορά η Ειρήνη παρακολούθησε τη θεία λειτουργία, απάγγειλε το σύμβολο της πίστης μας, κοινώνησε, αγκάλιασε τις αδελφές και τους ζήτησε συγγνώμη και τέλος γονάτισε μπροστά στην Ωραία Πύλη, ύψωσε τα χέρια της και προσευχήθηκε για τελευταία φορά με αυτά τα λόγια: «Δέσποτα, Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού του Ζώντος. Συ ο Ποιμήν ο Καλός που με το Πανάγιο και Πολύτιμο Αίμα Σού μας ελύτρωσες από τα δεσμά της αμαρτίας, άκουσε την τελυταία δέησι της ταπεινής Σου δούλης. Στην κραταιά Σου χείρα παραδίδω σήμερα το μικρό τούτο ποίμνιο. Σκέπασέ το με τη θεία σκέπη Σου και διαφύλαξέ το από τις επιθέσεις του αοράτου εχθρού. Διότι Συ είσαι ο αγιασμός μας και η απολύτρωσις και Σε θα δοξάζουμε αιωνίως. Αμήν».
Στη συνέχεια, σιωπηλά και ήρεμα, με την καρδιά και το νού της στον ουράνιο Νυμφίο της, αποσύρθηκε στο κελί της και πλάγιασε στην ασκητική της κλίνη. Οι μοναχές της, με σιωπή που δονούνταν από ευλάβεια, την περικύκλωσαν και την έβλεπαν να χαμογελά σε πλάσματα που οι ίδιες δεν μπορούσαν να δούν παρά μόνο να νιώσουν με την ψυχή τους. Με αυτό το ουράνιο χαμόγελο, το οποίο αποδείκνυε την απόλυτη μακαριότητα και γαλήνη της ψυχής της, παρέδωσε το πνεύμα της η αγία Ειρήνη, Ηγουμένη της μονής Χρυσοβαλάντου, σε ηλικία 104 χρόνων, όντας όμως σωματικά πάντοτε νέα και όμορφη.
Η οσιακή της κοίμηση διαδώθηκε σε όλη τη Βασιλεύουσα αστραπιαία και χιλιάδες κόσμου συνέρευσαν στο μοναστήρι, για να προλάβουν να προσκυνήσουν το ιερό σκήνωμα της πνευματικής τους μητέρας. Επικεφαλής ήταν ο πατριάρχης, ο οποίος με το πλήθος του λαού από όλες τις κοινωνικές τάξεις και των αρχιερέων και λοιπών κληρικών συνόδευσαν τη μακαριστή Ηγουμένη στην τελευταία της κατοικία, στο παρεκκλήσι του μεγαλομάρτυρος αγίου Θεοδώρου. Η άρρητη ευωδιά που ανάβλυζε από το σεπτό της σώμα επισκίαζε όλα τα πανάκριβα αρώματα που έφεραν οι ευλαβείς προσκυνητές.
Η Εκκλησία μας γιορτάζει τη μνήμη της αγίας Ειρήνης, της ηγουμένης της μονής Χρυσοβαλάντου, στις 28 Ιουλίου. Στην ορθόδοξη αγιογραφία, η αγία απεικονίζεται με το ένδυμα της ηγουμένης, να κρατάει στο δεξί χέρι της τα τρία θεόσταλτα μήλα. Ο άγγελος, ο οποίος την βοηθούσε στο δύσκολο έργο της σωτηρίας των ψυχών, στέκεται μπροστά της κρατώντας ειλητάριο με τμήμα του χαιρετισμού που της απηύθυνε («Χαίρε δούλη του Υψίστου, Ειρήνη...»). Ειλητάριο κρατεί και η αγία στο αριστερό της χέρι, το οποίο αναγράφει παραινέσεις της οσίας (συνήθως, διαβάζεται η φράση: «Φως μοναχών, άγγελοι· φως κοσμικών, μοναχοί...»). Δίπλα στην αγία, αγιογραφείται το κυπαρίσσι που λύγιζε, όταν εκείνη προσευχόταν με δεμένο το λευκό πανί στην κορυφή του, ενώ στο βάθος φαίνεται η μονή του Χρυσοβαλάντου. Συχνά, σε μια από τις θύρες της μονής, απεικονίζεται η καλόγρια που είδε την αγία να αιωρείται προσευχόμενη.
Ταις πρεσβείαις της Οσίας Μητρός ημών Ειρήνης της Ηγουμένης της Μονής του Χρυσοβαλάντου, Χριστέ ο Θεός, ελέησον και σώσον ημάς. Αμήν.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου