Άγιος Γεώργιος Καρσλίδης ο Νέος Ομολογητής
ΑΓΙΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΡΣΛΙΔΗΣ
Τοιχογραφία στην Ιερά Μονή Αναλήψεως του Σωτήρος (Σίψα, Ταξιάρχες Δράμας) |
Ο άγιος Γεώργιος Καρσλίδης (το βαπτιστικό του όνομα ήταν Αθανάσιος) γεννήθηκε το 1901 στην Αργυρούπολη του Πόντου (Γκιουμούς Χανέ).
Ορφάνεψε πολύ μικρός και μεγάλωσε με μοναδική παρηγοριά την καλή και ευσεβή γιαγιά του.
Ο μεγάλος αδελφός του αγίου τον έστελνε να βόσκει πρόβατα και, παρά τη θλίψη της γιαγιάς, τον μάλωνε και τον έδερνε. Και δυστυχώς η γιαγιά κοιμήθηκε όταν ο Θανάσης ήταν μόλις επτά χρονών. Τότε μια γειτόνισσα πήρε υπό την προστασία της τη μικρή αδελφή του αγίου, την Άννα, και την αρραβώνιασε με τον καλό και τίμιο γιο της, με σκοπό να την παντρευτεί όταν θα γινόταν δεκατεσσάρων ετών (συνηθισμένη ηλικία γάμου των κοριτσιών για εκείνη την εποχή).
Ακολουθώντας τον παππού, που ήταν χαλκωματάς, η οικογένεια μετακόμισε στο Ερζερούμ και στη συνέχει στον Καύκασο. Μετά το θάνατο του παππού του ο μικρός Αθανάσιος έμεινε πλέον με τον αδελφό του και τη νύφη του.
Πληγωμένος όμως από τη συμπεριφορά του αδελφού του, έφυγε από κοντά τους μια χιονισμένη νύχτα. Περιπλανώμενος στην ερημιά, όπου σκεπάστηκε από τα χιόνια, ανακαλύφθηκε από ένα καραβάνι καμηλιέρηδων, οι οποίοι τον πήραν μαζί τους και, μπαίνοντας στην Τουρκία, τον παρέδωσαν σε ένα Τούρκο, για να τον κάνει βοσκό του.
Εκείνος όμως δεν ήταν μουσουλμάνος, αλλά κρυπτοχριστιανός και συντηρούσε κρυφά μια εκκλησία κάτω από το σπίτι του.
Μια μέρα ο Αθανάσιος είδε τρεις άντρες να ψέλνουν τόσο ωραία, ώστε έτρεξε προς το μέρος τους. Ένιωσε τόση χαρά και γαλήνη από την παρουσία τους, ώστε άφησε τα ζώα και προχώρησε μαζί τους. Ξαφνικά όμως χάθηκαν. Άρχισε τότε να κλαίει και, γυρίζοντας στο σπίτι, αποκάλυψε στο νοικοκύρη το περιστατικό. Εκείνος τον κατέβασε στην εκκλησία και του έδειξε τις εικόνες, μήπως και τους αναγνωρίσει. Ο νέος τους αναγνώρισε στην εικόνα των Τριών Ιεραρχών που βρισκόταν στο τέμπλο.
Κατάλαβε τότε ο νοικοκύρης ότι το παιδί αυτό δεν κάνει για βοσκός και τον συνόδευσε στην Τυφλίδα. Εκεί ανακάλυψαν ένα θείο του, που ήταν επίσκοπος, ο οποίος τον αναγνώρισε από το πιστοποιητικό γεννήσεώς του (το μόνο χαρτί που είχε πάρει μαζί του αρχικά φεύγοντας).
Έτσι τον πήρε κοντά του. Ο Αθανάσιος εκεί έμαθε τη γεωργιανή γλώσσα.
Στις 8 Σεπτεμβρίου 1925 χειροτονήθηκε ιερεύς κι ονομάσθηκε Γεώργιος. Λειτουργούσε στα γεωργιανά.
Το 1917 εκάρη μοναχός στην ιερά μονή Ζωοδόχου Πηγής (Γεωργία) παίρνοντας το όνομα Συμεών, ενώ όταν χειροτονήθηκε ιερομόναχος ονομάστηκε Γεώργιος, όπως του είχε προείπει ο άγιος Γεώργιος, που τον είχε δει καβαλάρη στην παιδική του ηλικία.
Μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση το μοναστήρι λεηλατήθηκε και καταστράφηκε, οι δε μοναχοί, όσοι δεν αρνήθηκαν την πίστη τους, θανατώθηκαν.
Ο άγιος επίσης συνελήφθη και καταδικάστηκε σε θάνατο.
Αντιμετώπισε το εκτελεστικό απόσπασμα και σώθηκε εκ θαύματος, γιατί οι πρώτες σφαίρες στάθηκαν σε ένα εγκόλπιο με την εικόνα της Παναγίας που φορούσε στο στήθος του, ενώ οι επόμενες, καθώς είχε πέσει κάτω, τον βρήκαν στα πόδια.
Το πρωί φάνηκε ένα αυτοκίνητο με επαναστάτες που μάζεψε όσους είχαν γλιτώσει (έξι τον αριθμό). Παρόλο που τους απείλησαν, τους μετέφεραν σε ένα νοσοκομείο και, όταν έγιναν καλά, τους άφησαν ελεύθερους. Μετά από λίγο καιρό όμως ο άγιος φυλακίζεται μαζί με άλλους κληρικούς κάτω από άθλιες συνθήκες, από όπου απελευθερώνονται λόγω της επιρροής ενός ευσεβούς Ρώσου, του Ανδρέα Σιμόνωφ, και της γυναίκας του Αρτεμισίας.
Άφιξη στην Ελλάδα
Δοξάζει τον Θεό για την σωτηρία του. Ο Πόντος, η Γεωργία και η Ρωσία μένουν στην μνήμη του ως τόποι αγώνων, μαρτυρίων και θυσιών. Από την Θεσσαλονίκη, όπου φθάνει στις 19 Οκτωβρίου 1929, μεταβαίνει στην Κατερίνη και στα χωριά Αλώνια και Κούκκος, Μικρό Δάσος του Κιλκίς και τέλος το 1930 στην Σίψα της Δράμας. Οι κακουχίες της φυλακής της Γεωργίας τον είχαν αφήσει ημιπαράλυτο, πολύ αδύναμο και πολλές φορές δυσκολευόταν πολύ να περπατήσει, ώστε τον σήκωναν στα χέρια, για να μετακινηθεί.
Όλη η περιουσία του ήταν λίγα εκκλησιαστικά βιβλία στην γεωργιανή γλώσσα, ιερατικά άμφια, εικόνες και μέρος των λειψάνων της αδελφής του Άννας.
Κόσμος πολύς αρχίζει να τον πλησιάζει για να βοηθηθεί. Ο φιλόθεος, φιλάγιος, φιλάδελφος και φιλάνθρωπος πατήρ κάνει παρακλήσεις, εξομολογεί και νουθετεί. Το 1938 κτίζει το μοναστηράκι της Αναλήψεως. Εκεί θα λειτουργεί, θα εξομολογεί, θα κηρύττει, θα προλέγει, θα θαυματουργεί επί μία ολόκληρη εικοσαετία. Ο ναός και το κελλί του γίνονται κολυμβήθρα Σιλωάμ για σωματικές και ψυχικές ασθένειες πολλών.
Μεταβαίνει προσκυνητής στα Ιεροσόλυμα και το Άγιον Όρος κι έχει συναντήσεις με ιερές μορφές, που τον πείθουν να μείνει εκεί που είναι, γιατί έχει μεγάλη ανάγκη ο πιστός λαός την παρουσία και την μαρτυρία του. Το 1941 κατά θαυμαστό τρόπο σώζεται από βέβαιο θάνατο από τους Βούλγαρους, που τον είχαν συλλάβει προς εκτέλεση. Όλη η ζωή του κυλά μέσα σ΄ ένα συνεχές θαύμα.
Με την βοήθεια του αγίου Νικολάου θεραπεύεται, ώστε να μπορεί κάπως ν΄ αυτοσυντηρείται.
Πάντα λιτός, απλός, νηστευτής, άγρυπνος, φιλάσθενος και δεόμενος. Λιγομίλητος, προσεκτικός, αυστηρός και σοβαρός. Σε μεγάλη ανάγκη επισκεπτόταν φτωχούς κι ασθενείς.
Είχε βοηθηθεί ο ίδιος κι έτσι μπορούσε να βοηθήσει και τους άλλους.
Κατά την αγία προσκομιδή μνημόνευε χιλιάδες ονόματα ζώντων και κεκοιμημένων.
Μάλιστα σημείωνε ορισμένα και στο τέλος της θείας Λειτουργίας καλούσε ιδιαίτερα τους συγγενείς και τους έλεγε τα προβλήματα των ζώντων ή των κοιμηθέντων και πως τέλειωσαν τον βίο τους. Καθαροί και αθώοι άνθρωποι τον έβλεπαν ως λειτουργό να μην πατά στην γη.
Στις αναίμακτες θείες ιερουργίες ήταν φωτεινός, ειρηνικός και χαρούμενος. Συλλειτουργούσε με αγίους. «Σπάνια λειτουργώ μόνος μου», έλεγε ο Γέροντας.
Είχε ιδιαίτερη ευλάβεια στην Παναγία, στον Τίμιο Πρόδρομο και τον άγιο Γεώργιο!
Πολλούς ασθενείς κι αναγκεμένους ανθρώπους τους έστελνε σε διάφορους αγίους και με την ευχή του γίνονταν καλά. Από ταπείνωση δεν ήθελε να τιμάται η αναξιότητά του, αλλά να δοξάζεται ο Θεός από τους αγίους του.
Τους αγίους ονόμαζε μουσαφίρηδες. Είχε την χάρη να βλέπει την ψυχική κατάσταση των εκκλησιαζομένων.
Ο Άγιος Γεώργιος ήταν αυστηρός τηρητής των Ιερών Κανόνων της Εκκλησίας. Δεν ήταν εύκολος σε ανεπίτρεπτες «οικονομίες». Γινόταν πιο αυστηρός στους αμετανόητους. Το λειτούργημα του Πνευματικού το είχε πολύ υψηλά και το είχε λάβει πολύ σοβαρά. Δεν ήθελε οπαδούς να τον κολακεύουν. Είχε πάντα μια διακριτική αυστηρότητα. Αποσκοπούσε συστηματικά στην ταπείνωση του εξομολογουμένου, στην αληθινή συντριβή και μετάνοια προς σωτηρία ψυχών αθανάτων.
Ο χαρισματούχος ποιμένας
Η θερμή πίστη, η ασκητική βιοτή, η καθαρή ζωή χαρίτωσαν τον ταπεινό κι άξιο λειτουργό του Υψίστου με χαρίσματα διακρίσεως, διοράσεως, προοράσεως και προφητείας.
Ο Θεός τον φώτιζε έτσι που τα μακρινά και τα παρελθόντα να τα βλέπει ως πλησίον και παρόντα, όπως και άλλοτε τα μέλλοντα, καθώς διηγούνται με θαυμασμό πολλά πνευματικά του τέκνα.
Μερικοί που αμφέβαλλαν για τα χαρίσματά του δεν αργούσαν, όταν τον γνώριζαν καλά, να διαπιστώσουν πως πράγματι ήταν αληθινός άνθρωπος του Θεού.
Χρησιμοποιούσε τα χαρίσματα προς βοήθεια και σωτηρία των ψυχών κι όχι για να εκθέσει και ντροπιάσει ανθρώπους ή να καυχηθεί και να προβληθεί ο ίδιος.
Με δάκρυα πολλά μιλούσε καθαρά για τα επερχόμενα δεινά· την κατοχή του 1940, την επιδρομή των Βουλγάρων, τον εμφύλιο πόλεμο.
Διάβαζε τις καρδιές των ανθρώπων σαν ανοιχτό βιβλίο. Για να διατηρείται στην ταπείνωση, μερικές φορές προσποιόταν μωρία, διά Χριστόν σαλότητα.
Η αρετή θέλει πολύ κόπο για ν΄ αποκτηθεί και περισσή τέχνη για να διαφυλαχθεί.
Ο Άγιος στο ποιμαντικό του έργο έδειχνε ιδιαίτερη προσοχή στις γυναίκες, που λόγω του πλούσιου συναισθηματικού τους κόσμου εύκολα υπερβάλλουν στις τιμές των άλλων.
Ήταν διακριτικά αυστηρός μαζί τους. Έκρυβε όμως μια καρδιά με μεγάλη αγάπη για όλους.
Η ελεημοσύνη του ήταν πάντοτε μυστική. Μόλις σκοτείνιαζε έστελνε κρυφά μ΄ έμπιστους δικούς του ανθρώπους αναγκαία τρόφιμα και ρούχα στα σπίτια των φτωχών.
Παρηγορούσε τους πενθούντες και φρόντιζε προσεκτικά τους νεκρούς. Αγαπούσε τα παιδιά, τα συμβούλευε στοργικά και τους μοίραζε απλόχερα δώρα. Έκρυβε πάντα τον εαυτό του και δεν ήθελε να φαίνεται και να τιμάται, δεν ήθελε κανένας να φύγει από το μοναστήρι νηστικός.
Μαγείρευε, φούρνιζε ψωμί και μοίραζε σε όλους ευλογία. Ήταν εργατικός, ακούραστος, ελεήμων και φιλάνθρωπος.
Οι πιστοί έτρεφαν για όλα αυτά σεβασμό και αγάπη στον Άγιο. Δεχόταν την αγάπη των τέκνων του, αλλά δεν την προκαλούσε και δεν την επιθυμούσε. Ήταν ταπεινός κι αγαπούσε ιδιαίτερα να μιλά για την αγία ταπείνωση. Ζούσε τελικά σε μια ιερή μοναξιά. Οι πολλοί των ανθρώπων δεν τον κατανοούσαν και μερικοί μάλιστα τον παρεξηγούσαν. Λίγοι μπορούσαν να καταλάβουν καλά το βάθος της πνευματικότητος του.
Η κοίμησή του
Προείδε και προείπε επακριβώς το μακάριο τέλος του. Προετοιμασμένος από καιρό το ανέμενε με περισσότερη προσευχή δίνοντας τις τελευταίες συμβουλές στ΄ αγαπητά πνευματικά του τέκνα.
Τρεις μέρες πριν τον θάνατο του τελέσθηκε το μυστήριο του ιερού ευχελαίου.
Μετάλαβε των αχράντων μυστηρίων. Συγχώρεσε, ευλόγησε κι ευχήθηκε όλους.
Κοιμήθηκε στις 4 Νοεμβρίου 1959. Οι τελευταίες λέξεις που ακούσθηκαν από τα χείλη του ήταν: «Της ευσπλαγχνίας την πύλην άνοιξον, ευλογημένη Θεοτόκε».
Ένα ορφανεμένο, πενθηφόρο κι απαρηγόρητο πλήθος τον ακολούθησε στην τελευταία κατοικία του, πίσω από τον ιερό ναό της Αναλήψεως, όπου λειτουργούσε επί τριάντα περίπου χρόνια.
Το πρόσωπο του ήταν ειρηνικό, ιλαρό και φωτεινό.
Το νεκρό του σώμα ευλύγιστο, όπως των Αγιορειτών.
Ο άγιος ετάφη χωρίς φέρετρο, κατά την τάξη των μοναχών. Στην κηδεία του, μετά από επιθυμία του, οι γυναίκες φορούσαν άσπρα κεφαλομάντηλα.
Τα δύο κυπαρίσσια πλάι στον τάφο του λύγισαν σαν για να τον προσκυνήσουν, όπως είχε προείπει, και πολλά πουλιά συνάχθηκαν την ώρα της ταφής του, δίχως να φοβούνται τον πολύ κόσμο.
Όλοι ήταν πλέον βέβαιοι ότι κηδεύεται και θάβεται ένας άγιος, ζήτησε να τον θάψουν με τα άμφιά του, τον σταυρό του και τα λειτουργικά του βιβλία που είχε από την Γεωργία.
Ο άγιος Γεώργιος Καρσλίδης εντάχθηκε επίσημα στο ορθόδοξο αγιολόγιο το 2008 και η μνήμη του τιμάται στις 4 Νοεμβρίου, ημέρα της κοίμησής του.
Η οσία Άννα η παρθένος, αδελφή του αγίου
Γύρω στο 1910 κοιμήθηκε η Άννα, σε ηλικία 3 ετών, παιδί μιας οικογένειας από την Αργυρούπολη του Πόντου (Γκιουμούς Χανέ), αδελφή του Θανάση, μετέπειτα μοναχού και τελικά αγίου Γεωργίου Καρσλίδη. Τρία χρόνια μετά την κοίμησή της, ένας αγαθός στο νου και την καρδιά Τούρκος, που ζούσε στην πόλη, συνήθιζε να πηγαίνει και να κάθεται σ’ ένα ύψωμα απέναντι στο νεκροταφείο των χριστιανών. Κάποτε, άρχισε να βλέπει κάθε βράδυ ένα φως να βγαίνει από έναν τάφο. Πήρε λοιπόν μια παρέα μουσουλμάνους και πήγαν και διαπίστωσαν από ποιον τάφο έβγαινε το φως: από τον τάφο της μικρής Άννας. Ο ιμάμης της περιοχής ενημέρωσε το χριστιανό επίσκοπο και πήγαν οι χριστιανοί και άνοιξαν τον τάφο.
Τότε είδαν ότι η καρδιά και το δεξί χέρι της μικρής Άννας ήταν άφθαρτα, σκεπασμένα από μια χρυσαφένια σκέπη, και τα υπόλοιπα λείψανά της ήταν κίτρινα, σαν το κερί. Η μικρή Άννα είχε αγιάσει. Ο αρραβωνιαστικός της, παρακινημένος από αυτό το γεγονός, έφυγε στους Αγίους Τόπους, όπου έγινε μοναχός.
Ο Άγιος Γεώργιος {Αθανάσιος τότε } ζήτησε ένα μέρος των ιερών λειψάνων από τον επίσκοπο του τόπου, βεβαιώνοντάς τον ότι θα γίνει μοναχός και θα τα κρατήσει ως φυλαχτό σε όλη του τη ζωή και θα τα τιμήσει.
Τότε ο δεσπότης του έδωσε μέρος της καρδιάς και μετά από χρόνια ο Αθανάσιος (μοναχός Γεώργιος πλέον) επέστρεψε στην Αργυρούπολη και πήρε και τα υπόλοιπα.
Σήμερα τα λείψανα της αγίας Άννας φυλάσσονται στη Σίψα, όπως είπαμε, σε ένα ασημένιο κιβώτιο μπροστά στην εικόνα της Παναγίας.
Θαύματα του Αγίου Γεωργίου
Η μητέρα του κ. Κωνσταντίνου Παπαδόπουλου, κατοίκου Σίψας, τα χαράματα της 4ης Νοεμβρίου 1959 βγήκε στην αυλή του σπιτιού της για κάποια δουλειά και αντίκρυσε θέαμα εξαίσιο. Φωτεινή στήλη κατέβαινε από τον ουρανό και κατέληγε πίσω από το ιερό βήμα του ναού της Αναλήψεως στο μοναστήρι. Μπήκε συγκινημένη στο σπίτι και είπε στους δικούς της: «ο Γέροντας έφυγε για τον ουρανό».
Η κ. Αναστασία Τοκμακίδου διηγείται τα εξής: «Ήθελα να κάνω σαρανταλείτουργο για την μητέρα μου στο μοναστήρι, μετά τον θάνατο του Γέροντα. Το κάναμε τέσσερις οικογένειες μαζί, για να μας στοιχίσει πιο φθηνά, γιατί τότε ήταν φτώχεια. Δώσαμε τα ονόματα και άρχισε το σαρανταλείτουργο. Στο τέλος πήγαμε όλες μαζί για να διαβάσουμε το κόλλυβο. Πήγαμε το βράδυ στον εσπερινό και μετά μείναμε στον ξενώνα του μοναστηριού. Στις 12 η ώρα, ενώ ήταν παντού ησυχία κι εγώ ακόμη δεν είχα κοιμηθεί, ακούω κουδουνάκια, όπως του θυμιατού και νόμιζα ότι ήταν αρνάκι που ήταν έξω. Το πρωΐ, όταν τελείωσε ή Θεία Λειτουργία, την ώρα που πίναμε καφέ με την Γερόντισσα Άννα, την ρώτησα αν έχουν αρνάκι με κουδουνάκια. και μου απάντησε: «Αρνάκι δεν έχουμε, αλλά ο Γέροντας ήλθε να σας θυμιάσει».
Η Γερόντισσα Άννα (Μακκαβαίου) μοναχή της Μονής, όταν με καυτά δάκρυα προσευχόταν στον τάφο του Γέροντα, την ήμερα που η σημερινή ηγουμένη (σημείωση VatopaidiFriend: νυν ήδη μακαριστή Γερόντισσα Ακυλίνα) επρόκειτο να υποστεί σοβαρή χειρουργική επέμβαση (τον Νοέμβριο του 1973), άκουσε καθαρά την φωνή του Γέροντα από τον τάφο να της λέγει: «Μη φοβάσαι Γερόντισσα, θα γίνει καλά». Τότε ένιωσε μεγάλη παρηγοριά και χαρά γέμισε την ψυχή της.
Πράγματι ο ιατρός ομολόγησε μόνος του ότι ένιωθε κάποιον που του οδήγησε το χέρι στην κρίσιμη στιγμή και είπε καθώς έβγαινε από το χειρουργείο πως κάποιον άγγελο έχει αυτή η ψυχή.
Ο κ. Κουλιάρμος Παναγιώτης διηγείται για τον γιό του Θεόδωρο τα εξής: «Όταν γεννήθηκε το παιδί μας, το 1989, τα ματάκια του τσιμπλιάζανε και του πονούσαν, δεν μπορούσε καθόλου να τα ανοίξει και ούτε έβλεπε. Σκεπτόμασταν να του κάνουμε εγχείρηση, όπως μας είπε ο γιατρός. Μία μέρα μας έδωσε μια γειτόνισσα το βιβλίο του Γέροντα και το διάβασα με λαχτάρα. Εκείνο το απόγευμα το παιδί, ενώ ήταν στο κρεβάτι του, άρχισε να κλαίει δυνατά και να τρίβει τα μάτια του. Μόλις πλησίασε η μητέρα του, είδε ότι τα μάτια του άνοιξαν, ήταν καθαρά και έβλεπε. Μετά από δύο χρόνια ήρθαμε να ευχαριστήσουμε τον Γέροντα στο μοναστήρι, Το παιδάκι που ήταν δύο ετών δεν έφευγε από τον τάφο του, και ενώ είχαμε πρόγραμμα να φύγουμε τις πρωϊνές ώρες, μείναμε μέχρι το απόγευμα. Το δε παιδάκι φώναζε συνέχεια «παπούλη» και φιλούσε το καλυμμαύχι του Γέροντα από την φωτογραφία και δεν μπορούσαμε να το απομακρύνουμε από τον τάφο».
Η ευλαβέστατη, απλή και χαρισματούχος μοναχή Άννα από το Δοξάτο Δράμας, πολλές φορές έχει επισκεφθεί το μοναστήρι και παρέμεινε σε αυτό επί αρκετές ημέρες. Ένα πρωινό στο τέλος του Όρθρου, που τελούνταν στον ναό της Αναλήψεως, έβλεπε μπροστά της τον Μακαριστό Γέροντα ολοζώντανο και, ενώ οι αδελφές την παρακινούσαν να προχωρήσει μετά την Γερόντισσα για να προσκυνήσει τις άγιες εικόνες, αυτή στεκόταν ακίνητη σαν αποσβολωμένη και απορούσε, πως την προτρέπουν να προσπεράσει τον Γέροντα.
Η κ. Ιλιάδα, σύζυγος του κ. Αλεξάνδρου Όσσα, παθολόγου ιατρού στην Δράμα, ο οποίος υπήρξε προσωπικός ιατρός του Γέροντα, μας διηγήθηκε ότι αρκετά χρόνια μετά την κοίμηση του Γέροντα τον είδε στον ύπνο της ολοζώντανο, ενδεδυμένο με βυσσινιά χρυσοκέντητη ιερατική στολή, να στέκεται έξω από την πόρτα του σπιτιού της. Από την λαχτάρα της πετάχτηκε πάνω κι έτρεξε, ζαλισμένη ακόμη από τον ύπνο, ν΄ ανοίξει την πόρτα, αλλά δεν ήταν κανείς. Είχε ξυπνήσει και ο σύζυγος της και την ρώτησε τί συνέβη. Ενώ του διηγιόταν το όνειρο με τον Γέροντα, αντελήφθησαν ότι στο καθιστικό, που τους χώριζε μια τζαμόπορτα, είχε ανάψει φωτιά, από το αναμμένο καντήλι. Καίγονταν τα ντουλάπια, οι εικόνες όμως δεν είχαν πάθει τίποτα. Την διάσωσή τους και του σπιτιού τους την θεώρησαν ως θαύμα του Γέροντα.
Ο κ. Σταύρος Πετρικεχαγιάς, που κατάγεται από το χωριό Καλό Αγρό Δράμας, βρίσκεται από το 1975 στην Πενσυλβάνια Αμερικής· διηγείται ότι τον βάπτισε ο Γέροντας και από μικρός θυμάται ότι τον δίδασκε πως πρέπει να είναι η ζωή του. Την άνοιξη του 2001, που ήλθε στην Ελλάδα, επισκέφθηκε την Μονή για να προσκυνήσει στον τάφο του νονού του, για τον οποίο έτρεφε μεγάλο σεβασμό, αγάπη και ευγνωμοσύνη, γιατί τρεις φορές τον έσωσε από βέβαιο θάνατο και πολλές φορές ένιωσε την προστασία τον και την θαυματουργική επέμβαση του στην ζωή του. Την πρώτη φορά· νέος ακόμη, κινδύνευσε να πνίγει στο ποτάμι και τον γλύτωσε ο αδελφός του, που παρουσιάστηκε ξαφνικά μπροστά του. μόλις επικαλέστηκε την βοήθεια του Γέροντα.
Την δεύτερη φορά. όταν υπηρετούσε στο πολεμικό ναυτικό και επρόκειτο να πλεύσουν για την Ρόδο, ενώ είχαν επιβιβαστεί, την τελευταία στιγμή του άλλαξαν καράβι. Κατά τον πλου, το πρώτο καράβι βυθίστηκε και από τους 45 ναύτες οι 37 πνίγηκαν. Αυτήν την σωτηρία του πιστεύει ακράδαντα ότι την οφείλει στον πολυσέβαστο Γέροντα Γεώργιο, γιατί πάντοτε τον επεκαλείτο σε κάθε δύσκολη ενέργειά του.
Η τρίτη θαυμαστή επέμβαση του μακαριστού Γέροντα συνέβη στην Αμερική, όπου εργαζόταν κατά το έτος 1995 για την κατασκευή μεγάλης δεξαμενής νερού. Βρισκόταν πάνω σε σκαλωσιά κι΄ έπεσαν και οι δύο κάτω στο έδαφος. Ο άλλος εργάτης έμεινε επί τόπου νεκρός. Ο κ. Σταύρος, καθώς έπεφτε με το κεφάλι κάτω, ένιωσε κάποια στιγμή έναν να τον γυρίζει ορθό. Καθώς έπεφτε με τόση ορμή ανάμεσα στα σίδερα της σκαλωσιάς από τόσο ύψος, έτρεξαν οι συνάδελφοι του να τον βρουν κι αυτόν νεκρό. Προς μεγάλη τους έκπληξη και χαρά είδαν ότι ήταν ζωντανός. Τον μετέφεραν στο νοσοκομείο κι επί τρεις εβδομάδες ήταν σε αφασία. Είχε πολλά κατάγματα και χρειάστηκαν σχεδόν δύο χρόνια για να αποκατασταθεί σχετικά η υγεία του. Την σωτηρία του απέδωσε στον Γέροντα. Ο αδελφός του μάλιστα ένα βράδυ μετά το ατύχημα είδε τον Γέροντα στον ύπνο του και του είπε: «Έγώ μόνο τον ίσιωσα, δεν πρόφτασα να τον κρατήσω». Ο ίδιος ομολογεί ότι δεν ήταν αδυναμία του Γέροντα να τον κρατήσει, άλλά ότι ήταν ένα ράπισμα από τον Γέροντα η περαιτέρω ταλαιπωρία του για να αλλάξουν πολλά πράγματα στην ζωή του. Ωστόσο του είχε μείνει κάποια δυσκολία στα γόνατα και στην μέση, ώστε δεν μπορούσε να γονατίσει καθόλου.
Το επόμενο έτος, Ιούνιος 1998, ήλθε στην Ελλάδα με σκοπό να ευχαριστήσει τον Γέροντα, γιατί πίστευε ότι ήταν ο σωτήρας του. Μόλις αντίκρυσε τον τάφο του συγκινήθηκε κι αυθόρμητα γονάτισε για να τον ασπαστεί. Ήταν η πρώτη φορά που γονάτιζε μετά το ατύχημα. Σηκώθηκε τέλος με ευκολία, χωρίς να κρατηθεί από πουθενά.
Έκτοτε νοιώθει υγιέστατος, δίχως κανένα πρόβλημα.
Ο ίδιος κ. Σταύρος καταθέτει κάποια περιστατικά που είχε δει στο μοναστήρι όταν ζούσεο ο Γέροντας. Κατά την Θεία Μετάληψη αρνήθηκε μια φορά να κοινωνήσει μια κυρία. Στο τέλος της Θείας Λειτουργίας ο κ. Θεόδωρος Παυλίδης τον ρώτησε γιατί δεν την κοινώνησε και ο Γέροντας του είπε με πόνο: «είδα ένα σκυλί με ευαγγέλιο στο στόμα». Και εξήγησε: ορκίστηκε ψέματα στο δικαστήριο κι αδίκησε άνθρωπο». Κάποια άλλη φορά η θεία του ήλθε στο μαναστήρι να κοινωνήσει τα παιδιά της, ενώ τα άφησε να φάνε αυγά. Ο Γέροντας με το χάρισμά του το γνώριζε και με κανένα τρόπο δεν ήθελε να τα κοινωνήσει. Της είπε «τα τάϊσες αυγά και ήρθες να τα κοινωνήσεις;»
Δεν θα ήθελα όμως να κλείσω την παρούσα προσθήκη, δίχως να αναφερθώ σε ένα προσωπικό γεγονός. Όταν πολιός, σεβάσμιος, χαρισματούχος Αγιορείτης Γέροντας μελέτησε το βιβλίο -ας σημειωθεί ότι τον έχει εικονογραφήσει και τον τιμά από καιρό ως άγιο- και συναντηθήκαμε, με αγκάλιασε, με ασπάστηκε και μου είπε: «Μόνο για την βιογραφία που έγραψες του όσιου Γεωργίου Καρσλίδη συγχωρέθηκαν οι μισές αμαρτίες…». Τώρα που ο Γέροντας κοιμήθηκε μπορούμε να αναφέρουμε το όνομά του. Πρόκειται για τον πνευματοφόρο Γέροντα Εφραίμ Κατουνακιώτη.
Ο Γέροντας Γεώργιος σήμερα ζει στις καρδιές όλων ως άγιος και ο τάφος του αποτελεί προσκύνημα. Η ευχή του ας μας συνοδεύει όλες τις ημέρες της ζωής μας.
π. Γεώργιος Καρσλίδης, ο προορατικός Γέροντας
Μοναχού Μωϋσέως Αγιορείτου
Τεύχος 17ο, Περιοδικό Πεμπτουσία, σελ. 116-123, Απρίλιος – Ιούλιος 2005
Πηγή: http://vatopaidi.wordpress.com
Τοιχογραφία στον τάφο του Αγίου. |
Πατριαρχικό έγγραφο Αγιοκατάταξης |
Συνέντευξη γερόντισσας Πορφυρίας περί Οσίου Γεωργίου Καρσλίδη
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου