Η άθλησις των Αγίων μαρτύρων Ευστρατίου, Αυξεντίου, Ευγενίου, Μαρδαρίου και Ορέστου
ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΠΕΝΤΕ ΜΑΡΤΥΡΕΣ, ΕΥΣΤΡΑΤΙΟΣ ΑΥΞΕΝΤΙΟΣ, ΜΑΡΔΑΡΙΟΣ, ΕΥΓΕΝΙΟΣ ΚΑΙ ΟΡΕΣΤΗΣ
Ανάμεσα στο πλήθος των ενδόξων και καλλινίκων μαρτύρων, που αγωνίστηκαν και μαρτύρησαν για την αγάπη του Ιησού Χριστού κατά την περίοδο της βασιλείας των χριστιανομάχων Ρωμαίων αυτοκρατόρων Διοκλητιανού και Μαξιμιανού (284-304μ.Χ.) εξέχουσα θέση κατέχουν οι αθλήσαντες το 296μ.Χ. και τιμώμενοι στις 13 Δεκεμβρίου Άγιοι ένδοξοι μάρτυρες Ευστράτιος, Αυξέντιος, Ευγένιος, Μαρδάριος και Ορέστης, οι οποίοι μας διδάσκουν με το ακμαίο αγωνιστικό τους φρόνημα και τη σθεναρή τους πίστη, αλλά και με την αδιάλειπτη ζωντανή τους παρουσία χάρη στα πολλαπλά θαύματα, που επιτελούν τα χαριτόβρυτα ιερά τους λείψανα.
Την εποχή της αθλήσεως των Πέντε Μαρτύρων η ειδωλολατρική θρησκεία είχε εξαπλωθεί και επικρατήσει στη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Παρόλα αυτά πολλοί χριστιανοί εξακολουθούσαν να κατοικούν στις περιοχές της Αρμενίας και της Καππαδοκίας. Γι’ αυτό τον λόγο ο Διοκλητιανός αποφάσισε να εκδιώξει τους τοπικούς άρχοντες αυτών των δύο περιοχών και να διορίσει σ’ αυτές δύο σκληρόκαρδους χριστιανομάχους, τον Λυσία, ο οποίος διορίστηκε Επίτροπος στους Λιμιταναίους, και τον Αγρικόλα, ο οποίος διορίστηκε Διοικητής της Σεβάστειας. Με την ανάληψη των καθηκόντων τους ξεκίνησε και ο αδυσώπητος διωγμός των χριστιανών.
Την εποχή αυτή ο Άγιος Ευστράτιος ζούσε στην περιοχή της Σεμένδρειας, η οποία είναι τα αρχαία Αράβρακα, και διακρινόταν για την ευσέβεια και τον ενάρετο βίο του. Παρόλο που κατείχε υψηλό στρατιωτικό αξίωμα, δεν μπορούσε να ανεχθεί τους βασανισμούς και τις διώξεις των χριστιανών. Γι’ αυτό και αποφάσισε να αγωνιστεί για τη διατήρηση της χριστιανικής πίστεως και να μαρτυρήσει για τον Ιησού Χριστό. Ήθελε όμως να έχει και τη συγκατάθεση του Θεού, η οποία δόθηκε, αφού την εποχή εκείνη λειτουργούσε στην εκκλησία της περιοχής ένας πρεσβύτερος, ονόματι Αυξέντιος. Αποφάσισε τότε ο Ευστράτιος να δώσει τη ζώνη του σ’ έναν υπηρέτη για να την πάει στον ναό, που λειτουργούσε ο Αυξέντιος, και να την τοποθετήσει πάνω στην Αγία Τράπεζα. Αν ο πρώτος, που θα έπαιρνε τη ζώνη, ήταν ο Αυξέντιος, τότε αυτό θα σήμαινε ότι ο Κύριος θα ήθελε να μαρτυρήσει ο Ευστράτιος για Εκείνον. Ο υπηρέτης πήγε στον ναό και έβαλε τη ζώνη πάνω στην Αγία Τράπεζα. Αφού κρύφτηκε, είδε τον πρεσβύτερο Αυξέντιο να μπαίνει μέσα στο Άγιο Βήμα και να παίρνει τη ζώνη. Έτσι ο Άγιος Ευστράτιος μετά τη διήγηση των γεγονότων από τον υπηρέτη, κατάλαβε ότι ήταν το θέλημα του Θεού να μαρτυρήσει για την αγάπη του Χριστού. Γι’ αυτό και κάλεσε τους φίλους του σε γεύμα. Μεταξύ των καλεσμένων ήταν και ο χιλίαρχος Ευγένιος, ο οποίος εντυπωσιάστηκε από τη λάμψη και τη χαρούμενη διάθεση του Ευστρατίου. Με απορία τον ρώτησε για τον λόγο αυτής της αλλαγής στη συμπεριφορά του και ο Ευστράτιος του απάντησε, ότι την επόμενη ημέρα θα αποκτήσει μεγάλα πλούτη και πολύτιμους θησαυρούς.
Μόλις ήρθε η άλλη ημέρα ο Ευστράτιος επισκέφθηκε τους φυλακισμένους χριστιανούς, των οποίων
επικεφαλής μπήκε ο ίδιος, και στη συνέχεια παρουσιάστηκε μπροστά στον αιμοσταγή άρχοντα Λυσία. Μόλις ο Ρωμαίος έπαρχος αντίκρισε τον επί είκοσι επτά έτη υπηρετούντα αξιωματούχο Ευστράτιο να ηγείται των χριστιανών, απόρησε και έδωσε την εντολή να του αφαιρέσουν τη χλαίνη και τη ζώνη και να τον οδηγήσουν μπροστά του.
Την επομένη ημέρα, αφού κάθισε στο θρόνο του ο Λυσίας στο μέσον της πόλεως, διέταξε να φέρουν όλους τους φυλακισμένους προς εξέταση. Αγέρωχος, ευθυτενής, παρουσιάζεται μπροστά του ο Ευστράτιος, φορώντας την επίσημη στολή του στρατηγού. Απόρησε ο Ρωμαίος έπαρχος με την απροσδόκητη παρουσία και παρρησία του Αγίου. Αμέσως διέταξε να του αφαιρέσουν τα διάσημα, να τον απογυμνώσουν από αυτά και δεμένον να τον οδηγήσουν μπροστά του. Τον ρώτησε πόσα χρόνια υπηρετεί το ρωμαϊκό στρατό.
—Είκοσι επτά, του άπαντα ο Άγιος.
—Ευστράτιε, του λέγει, μεταμελήσου και αποκήρυξε τις χριστιανικές σου ιδέες και επικαλέσου την ευσπλαχνίαν των θεών, την καλοσύνην των Βασιλέων και την φιλανθρωπίαν του δικαστηρίου!
—Με προστάζεις, άρχοντα, να προσκυνήσω κωφά ξόανα και αλιτήριους δαίμονες;
—Και σεις, Ευστράτιε, οι δυστυχείς, πως λατρεύετε Θεόν εσταυρωμένον; του απαντά ο Λυσίας.
—Εάν η αίσθηση του νοός και της ψυχής σου δεν ήταν αλλοιωμένη, θα σου αποδείκνυα για τον εσταυρωμένο Σωτήρα μου και Δημιουργό της Κτίσεως!
Οργισμένος ο Λυσίας διατάσσει να κάψουν με φωτιά τον Άγιο στα πόδια και να τον ραβδίσουν, και μετά να του αλείψουν τις πληγές με αλάτι και ξύδι. Υστέρα πλησιάζοντας του λέγει:
—Σου άρεσε αυτή η τέρψη, Ευστράτιε; Κι ο Άγιος ατάραχος του απαντά:
—Θέλεις να βεβαιωθείς πως τίποτα δεν είναι αδύνατο για το Θεό μου; Πρόσεξε με! και ξαφνικά σαν λέπια έπεσαν οι πληγές και τίποτε δε θύμιζε το πρότερο μαρτύριο του.
Τότε και ο εκ της αυτής τάξεως Ευγένιος, συμπολίτης του Ευστρατίου, χιλίαρχος του Ρωμαϊκού στρατού, φώναξε λέγοντας: Λυσία, κι εγώ Χριστιανός είμαι, όπως ο Ευστράτιος. Ακούγοντας αυτά ο άρχοντας και τρέμοντας από οργή και κατάπληξη, διέταξε να δέσουν και τους δύο αγίους με αλυσίδες σε όλο το σώμα και να τους φυλακίσουν με τους υπόλοιπους χριστιανούς.
Την άλλη μέρα έδωσε εντολή στους υπηρέτες του, να ετοιμάσουν τα απαραίτητα της οδοιπορίας για τη Νικόπολη. Συνάμα πρόσταξε να φορέσουν στα πόδια των μαρτύρων υποδήματα εμπηγμένα μετά καρφιών.
Αγόγγυστα οι άγιοι τα φόρεσαν και μετά οδοιπορία δύο ημερών έφτασαν στα Αράβρακα.
Κανείς δεν πλησίασε τους αγίους. Φόβος και τρόμος κυρίεψε τα πάντα. Ένας όμως απλός οικοδόμος, Μαρδάριος στο όνομα, βλέποντας τον περιφανή αστέρα Ευστράτιο να οδηγείται στο μαρτύριο, αφού κατήλθε στο δωμάτιο του σπιτιού του (κατοικούσε όπως φαίνεται σε κατακόμβη)
λέγει στη γυναίκα του: Βλέπεις, γυναίκα μου, τον κύριο της περιοχής μας, ο οποίος είχε τόσα χρήματα και περηφάνεια γένους και τόσο στρατό, πώς τα κατεφρόνησε όλα αυτά και πηγαίνει να γίνει θυσία ευπρόσδεκτη στο Θεό, για να αξιωθεί της βασιλείας των Ουρανών;
Εκείνη δε η ενάρετη γυναίκα του απεκρίθη:
Τι σε εμποδίζει, σύζυγε μου, να τον συνοδέψεις, για ν' αξιωθείς μ' αυτόν της αγαθής τελειώσεως; Εκείνος φόρεσε αμέσως το χιτώνα του, αγκάλιασε τα δυο του παιδιά και, αφού στάθηκε προς ανατολάς, προσευχήθηκε λέγοντας:
Δέσποτα Θεέ, Πάτερ παντοκράτορ, Κύριε Υιέ Μονογενές, Ιησού Χριστέ και Άγιον Πνεύμα, Μία Θεότης, Μία Δύναμις, ελέησόν με τον αμαρτωλόν και οις επίστασαι κρίμασι, σώσον με τον ανάξιον δούλον Σου ότι ευλογητός ει εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Ας σημειωθεί πως η ευχή αυτή έχει συμπεριληφθεί σε ακολουθίες της Εκκλησίας μας, όπως του Μεσονυκτικού, των Ωρών κλπ.
Αφού λοιπόν κατεφίλησε τα παιδιά του και τη γυναίκα του και τους αποχαιρέτησε, έφυγε βιαστικά και συνάντησε τον προύχοντα των Αραβράκων, συγγενή του Αγ. Ευστρατίου και θερμόν Χριστιανόν, το Μουκάτορα, και τον παρεκάλεσε να γίνει ο μετά θεόν προστάτης της οικογενείας του.
Έλαβε τη διαβεβαίωσή του και γρήγορα έφθασε τους Αγίους:
— Δέσποτα Ευστράτιε, λέγει, σαν το άκακο πρόβατο που τρέχει στον ποιμένα του, ήλθα και εγώ σε σένα να σε συνοδέψω. Δέξαι με και συναρίθμησέ με στην αγία Σου συνοδεία και οδήγησε με, αν και είμαι ανάξιος, στο Δεσπότη Χριστό και Σωτήρα μου ως μάρτυρας.
Αφού αυτά είπε, με μεγάλη φωνή βροντοφώναξε λέγοντας:
Χριστιανός είμαι και γώ, όπως και ο κύριός μου Ευστράτιος. Τότε οι στρατιώτες τον έδεσαν και τον φυλάκισαν με τους δύο άλλους αγίους και ανήγγειλαν το γεγονός στο Λυσία.
Στο χρονικό αυτό διάστημα, ανάμεσα στους πολλούς χριστιανούς που είχαν φυλακίσει στα Αράβρακα, βρισκόταν και ο επιφανής και ενάρετος πρεσβύτερος, φίλος του Αγίου Ευστρατίου, ο ευσεβής Αυξέντιος. Ιερέας των Αραβράκων, που τελούσε το μυστήριο της θείας Ευχαριστίας σε κατακόμβη που βρίσκεται στην άκρη της πολίχνης και σώζεται μέχρι σήμερα, κατακόμβη που φιλοξένησε και διέσωσε στα χρόνια του Γαλερίου και του Διοκλητιανού την αγία Μακρίνα, γιαγιά του Μ. Βασιλείου, όταν αυτή ηναγκάσθη να διέλθη μετά του συζύγου αυτής ικανόν χρόνον εν τη εξορία, ένεκα των απηνών κατά των χριστιανών διωγμών (Κ. Μπόνη).
Κατακόμβη που σε λίγο θα γίνει ο τάφος των Αγίων 5 Μαρτύρων, θα τιμηθεί στο όνομα της αγίας Μακρίνας και θα υπάρχει έτσι μέχρι σήμερα.
— Αυξέντιε, του λέγει, επέστρεφε από την ολέθρια γνώμη σου και πρόσπεσε στην καλοσύνη των θεών να σε συγχωρήσουν.
— Ένα Θεό ξέρω, αυτόν σέβομαι κι αν μ' αναρίθμητους δαρμούς και πληγές, με φλόγα και με σίδηρο με απειλήσεις, δεν πρόκειται ν' αλλάξω λογισμούς και γνώμη... .
Τότε ο άρχοντας έδωσε τη διαταγή να τον αποκεφαλίσουν σε δάσος έρημο και ν' αφήσουν εκεί το λείψανό του, για να το φάγουν τα θηρία.
Μετά από αυτό διέταξε να φέρουν το Μαρδάριο. Ο άγιος κοίταξε ικετευτικά τον Ευστράτιο και του είπε: Κύριέ μου, προσευχήσου για μένα σε παρακαλώ, και πες μου τι απάντηση να δώσω, μήπως με εκλάβει σαν αγράμματο χωρικό και με χλευάσει αυτός ο ασεβής; Τότε του λέγει ο Ευστράτιος: Επίμενε, αδελφέ μου Μαρδάριε, λέγοντας μόνον πως είσαι χριστιανός και μην αποκριθείς τίποτε άλλο.
Έφεραν λοιπόν οι στρατιώτες τον άγιο μπροστά στον άρχοντα. Αυτός όμως ατάραχα σε όλες τις ερωτήσεις αποκρινόταν λέγοντας ότι είναι Χριστιανός. Βλέποντας ο Λυσίας την απλότητα είπε: Τρυπήστε τους αστραγάλους του, περάστε σχοινιά στις τρύπες, κρεμάστε τον και με πυρωμένες σούβλες κάψτε τα νεφρά και την πλάτη του, για να βάλει γνώση και ν' απαντά διαφορετικά.
Και ενώ αυτά συνέβαιναν, ο άγιος με δυνατή φωνή είπε: Σ' ευχαριστώ, Κύριε μου, που με αξίωσες αυτών των αγαθών... Δέξου με ειρήνη το πνεύμα μου. Αυτά αφού είπε, παρέδωσε την αγία του ψυχή στα χέρια του Θεού και κατέβασαν οι δήμιοι το τίμιο λείψανό του.
Πρόσταξε μετά ο ηγεμόνας να φέρουν τον άγιο Ευγένιο. Έφεραν λοιπόν τον άγιο μπροστά του και λέγει σ' αυτόν ο Λυσίας. Πες μου ποιος δαίμονας πονηρός σε αγρίεψε, ώστε με αυθάδεια να μας βρίζεις, μη βάζοντας στο νου σου την αυστηρότητα του δικαστηρίου;
— Ο Θεός μου του απαντά ο Ευγένιος, που καταργεί τους δαίμονες, με ενδυνάμωσε και μου χάρισε παρρησία να καταφρονήσω τις απειλές σου.
— Κόψτε την υβριστική του γλώσσα και συντρίψτε τα χέρια και τα πόδια του, για να μιλά φρονιμότερα. Έτσι παρέδωσε την αγία του ψυχή στον αθλοθέτη Ιησού ο μακάριος.
Μετά και το μαρτύριο του Αγίου Ευγενίου ο Λυσίας βγήκε στην πεδιάδα, για να γυμνάσει τους στρατιώτες του. Καθισμένος σ' ένα βράχο πρόσταξε όλους τους στρατιώτες να περνούν ο καθένας από μπροστά του και κατόπιν να ρίχνουν στο στόχο ενός δέντρου το κοντάρι τους.
Ένας νεαρός αξιωματικός με περήφανο ανάστημα και ωραία όψη, αφού επαινέθηκε απ' το Λυσία, διατάχθηκε να ρίψει το κοντάρι στο στόχο. Ξάφνου άνοιξε ο χιτώνας από μπροστά του και φάνηκε ένας μικρός χρυσός σταυρός που φορούσε στο στήθος του.
Απ' αυτό φαίνεται πως η ωραία συνήθεια να φέρουν σταυρό οι χριστιανοί στο στήθος είναι αρχαιότατη.
Ο Άγιος Παγκράτιος Ταυρομενίας, αρχαϊκός επίσκοπος, που έλαβε το βάπτισμα από τα χέρια των αποστόλων και ακολούθησε για ένα διάστημα τον απόστολο Πέτρο, αφού βάπτιζε τους χριστιανούς, τους έδινε κι από ένα σταυρό από κέδρο να τον βαστάζουν επάνω τους.
Άλλωστε ο άγιος Ιωάννης ο Βοστρινός έλεγε πως οι δαίμονες τρία πράγματα των χριστιανών φοβούνται: Το Βάπτισμα, το σταυρό τον οποίον φορούν εις τον τράχηλο και την Αγία Κοινωνία.
Όταν είδε το σταυρό ο Λυσίας, κάλεσε κοντά του το νεαρό Ορέστη και αμήχανα παίρνοντας τον σταυρό στα χέρια του, είπε: Τι είναι αυτό; μήπως και συ είσαι του Εσταυρωμένου;
Με παρρησία, ο άγιος απάντησε καταφατικά. Τότε διέταξε ο Λυσίας να δέσουν τον Ορέστη, να τον φέρουν κοντά στον Άγιο Ευστράτιο, και να τους εξετάσει όχι στα Αράβρακα αλλά στη Νικόπολη. Μετά επίπονη οδοιπορία έφτασαν στη Νικόπολη.
Όμως η έκπληξη που δοκίμασε ο Λυσίας ήταν ασυνήθιστη. Πλήθος πολύ στρατιωτών δίνοντας την εντύπωση της ανταρσίας, με μια φωνή φώναζαν: Λυσία, είμαστε όλοι στρατιώτες του Χριστού. Εκείνος αρχικά φοβήθηκε μήπως ορμήσουν εναντίον του. Έπειτα σαν είδε πως παραδόθηκαν σαν τα πρόβατα, διέταξε να τους φυλακίσουν. Τον βασάνιζε όμως η παρουσία του Αγίου Ευστρατίου και τούτο διότι η ισχυρή του προσωπικότητα και η δυνατότητα να επιτελεί θαύματα, θα μπορούσε όχι μόνον χριστιανούς να στηρίξει αλλά και ειδωλολάτρες να μεταπείσει.
Αποφάσισε λοιπόν να στείλει τους Αγίους Ευστράτιο και Ορέστη στον Αγρικόλα στη Σεβάστεια με την παράκληση, αυτόν που ανέβηκε στα ύπατα στρατιωτικά αξιώματα και καταφρόνησε τα πάντα, να τον δικάσει σύμφωνα με την σοφότατη κρίση του και τις εντολές των βασιλέων.
Ψαλμοίς και ύμνοις οι δύο μάρτυρες ανηφόριζαν στην πολυήμερη και πολυώδυνη πεζοπορία τους. Καθ' οδόν ο άγιος Ευστράτιος ρωτά τον άγιο Ορέστη:
— Διηγήσου με, αδελφέ μου, με ποια προθυμία και σε ποιο τόπο ετελειώθη ο άγιος Αυξέντιος; Και ο άγιος Ορέστης απάντησε:
— Αφού εξέδωσε ο Λυσίας την απόφαση να τον θανατώσουν, παρεκάλεσε πολύ τους στρατιώτες να τον φέρουν να σε συναντήσει και δε θέλησαν. Μετά τον πήγαν σ' ένα φαράγγι που λέγεται Ορώρεια. Σ' όλο αυτό το διάστημα ο άγιος έψελνε. Καθώς με είδε κοντά του, μου έκανε νεύμα να πλησιάσω και μου είπε:
— Αδελφέ μου Ορέστη, πες στον Ευστράτιο να προσευχηθεί για μένα και γρήγορα θα βρίσκεται κοντά μου. Κατόπιν έκλινε τα γόνατα, ύψωσε τα χέρια του στον ουρανό και προσευχήθηκε.
Οι στρατιώτες τον αποκεφάλισαν, αλλά κανείς χριστιανός δεν τόλμησε να πλησιάσει, εξαιτίας του γενομένου διωγμού.
Όταν νύχτωσε, ευσεβείς Αραβρακηνοί πήραν κρυφά το λείψανό του αλλά δεν εύρισκαν την κεφαλή. Ένα πουλί έκραζε στο κλαδί ενός δέντρου. Καθώς πλησίασαν, διέκριναν την αγία κάρα ανάμεσα στους κλώνους, και αφού την πήραν μαζί με το τίμιο λείψανό του, έφυγαν στην πολίχνη.
Αυτά όταν άκουσε ο άγιος, έκλαψε και παρεκάλεσε το Θεό να τον αξιώσει να έχει γρήγορο τέλος.
Μετά από πέντε ημέρες έφτασε η συνοδεία στη Σεβάστεια και παρέδωσε τους αγίους στον Αγρικόλα, ο οποίος διέταξε να τους φυλάξουν σε ασφαλέστατη φυλακή.
Την άλλη μέρα, αφού κάθισε στο βήμα της αγοράς, έφεραν τους αγίους εκεί μπροστά σ' όλη την πόλη! Έπειτα ζητά να γίνει η ανάγνωση της επιστολής του Λυσία. Ακούοντας την κατάθεση και τις αποκρίσεις του Αγίου, λέγει σ' αυτόν.
— Μη βάζεις στο νου σου πως η δική μου τιμωρία θα έχει σχέση μ' αυτήν του Λυσία!
Προτού λοιπόν δοκιμάσεις τα δικά μου βασανιστήρια, υπάκουσε στα βασιλικά προστάγματα και προσκύνησε τους θεούς . Τότε λέγει σ' αυτόν ο άγιος:
— Είναι οι νόμοι πιο πάνω κι από τους βασιλείς; Είσθε όλοι υποχρεωμένοι να πράττετε σύμφωνα με τους νόμους; Είναι γραμμένο στους νόμους ν' απολογείται ο κατηγορούμενος δίχως καταπίεση κι ο δικαστής με πραότητα, με σοφία και σύνεση να τον ακούει και μετά ν' αποφασίζει ;
— Ναι , απαντά ο Αγρικόλας.
— Τότε παρακαλώ κι εγώ εσένα να με ακούσεις προτού αποφασίσεις .
— Λέγε με παρρησία τι θέλεις, για να σε κρίνει το δικαστήριο δικαιότερα , απαντά ο Αγρικόλας. Βρίσκοντας λοιπόν την ευκαιρία ο Άγιος, του λέγει:
— Τι με διατάσσεις να προσκυνήσω, Θεόν ή θεούς ; Ο άρχοντας λέγει:
— Και Θεόν και θεούς.
Και ο Άγιος:
— Ανωτέρους και μικρότερους;
— Ναι απαντά ο Αγρικόλας.
Τότε ο άγιος με νηφαλιότητα, πειστικότητα και γλαφυρότητα αρχίζει να του αναλύει την ελληνική θεογονία με τις μονοθεϊστικές θέσεις πολλών σοφών, όπως του Πλάτωνα, τον οποίον άριστα εγνώριζε, ενός Πλάτωνα ο οποίος αφ' ενός μεν εκθειάζει τις αρετές, αφ' ετέρου λοιδορεί τις αδυναμίες των θεών του Ολύμπου και συμβουλεύει κάθε ενάρετο άνθρωπο να μην μιμείται τα πάθη ενός άνομου, άθεσμου, ανήθικου και πατροκτόνου Δία.
Η αναισχυντία σου υπερέβη τα όρια της υπομονής και φιλανθρωπίας μου, του απαντά ο Αγρικόλας. Και ποιος είναι τότε ο δικός σας Γαλιλαίος;
Είναι ο μόνος αληθινός Θεός που μας ανέστησε και μας αξίωσε να γίνουμε παιδιά Του, διδάσκοντας σε μας πώς να πολεμούμε τους δαίμονες και τα πάθη μας, πώς να γυμνάζουμε το λογισμό, πώς ν' αποφεύγουμε την ατιμία και τα έργα της αισχύνης και πώς, καλλιεργώντας τη μοναδική του ηθική διδασκαλία, να οδηγούμαστε στην τελείωση και στη μετοίκηση του ουρανού.
Οργισμένος ο Αγρικόλας λέγει:
Δεν είμαστε άξιοι εμείς να κρίνουμε τις βασιλικές αρετές, αλλά μόνο να υπακούομε στα προστάγματα τους. Λοιπόν, ας παύσει κάθε συζήτηση και έλα να προσκυνήσεις τους θεούς. Ειδάλλως θα σε τιμωρήσω με τόσα βασανιστήρια, που δεν μπορείς να φανταστείς.
Λέγει σ' αυτόν ο Άγιος:
Γιατί λοιπόν δεν το έπραξες νωρίτερα; Πίστεψες πως θα δειλιάσω;
Διέταξε τότε ο τύραννος να φέρουν σιδερένιο κρεβάτι και κάτω από αυτό ν' ανάψουν πυράν πολλήν ώστε να κοκκινήσει και να θέσουν πάνω σ' αυτό τον Ορέστη.
Μετά λέγει στον Ευστράτιο:
—Δίκαιο είναι να δεις πρώτα την κόλαση η οποία σε αναμένει και μετά να υποστείς τα βάσανα, για να δείξεις περισσότερη καρτερία. Παίρνουν οι δήμιοι τον νεαρό Ορέστη και τον οδηγούν στο πυρακτωμένο κρεβάτι. Βλέποντας ο άγιος τη φωτιά για μια στιγμή εδείλιασε, αλλ' αμέσως του λέγει ο Ευστράτιος.
— Μη δειλιάζεις, παιδί μου Ορέστη, διότι μόνο η θεωρία έχει το φόβο και την τιμωρία, αλλ' αίσθηση ποσώς δεν θα λάβεις, εάν βαδίσεις με πίστη. Ο Θεός μάς παρίσταται και μας βοηθεί. Θυμήσου τη γενναιότητα του Αγίου Αυξεντίου και των λοιπών μαρτύρων και μη φανείς αυτών αμελέστερος, διότι σε λίγη ώρα περνά ο πόνος και μένει ο ατέλειωτος ουράνιος θησαυρός.
Αυτά αφού άκουσε ο άγιος Ορέστης, παίρνοντας θάρρος, με γενναιότητα πήδησε πάνω στο σιδερένιο πυρακτωμένο κρεβάτι, έκανε το σχήμα του Σταύρου στο στήθος του και αμέσως άπλωσε το σώμα του και είπε:
— Κύριε, στα χέρια σου παραδίνω την ψυχή μου!
Ύστερα από αυτό διέταξε ο ηγεμόνας να βάλουν τον άγιο Ευστράτιο στη φυλακή για νεότερη εξέταση.
Καθ' όλη τη διάρκεια της μαρτυρικής του οδοιπορίας είχε μαζί του ένα πιστό υπηρέτη. Του λέγει τη νύχτα:
— Φέρε, τέκνον, διάθωμαι, ελπίζω γάρ καγώ τη αύριον παραστήναι τω Δεσπότη μου Χριστώ... . Φέρε, παιδί μου, να κάνω διαθήκη, διότι αύριο ελπίζω να παρασταθώ και εγώ στον Κύριο μου.
Αφού δε έφερε ο υπηρέτης μεμβράνην και μελάνην, έγραψε: Το λείψανον αυτού εις την Αραβρακηνών αποκομισθήναι πολίχνην και κατατεθείναι εκεί, μηδενί δε εξειναι το σύνολον άπτεσθαι τούτον, αλλά σώον αυτό κατατεθείναι εν τόπω τινι καλουμένω Αναλιδάζορα, άμα τοις τελειωθείσι συν αυτώ αγίοις, Ευγενίω. Μαρδαρίω, Ορέστη και Ανξεντίω.
Το Άγιο, λοιπόν, λείψανό του, όριζε να μεταφερθεί στο χωριό Αράβρακα (Σεμέντερε), να ενταφιασθεί στην κατακόμβη Αλιβάζορα, να παραμείνει σώο και ολόκληρο μαζί με τα προταφέντα σώματα των υπολοίπων τεσσάρων συμμαρτύρων του, σύμφωνα με προηγούμενη επιθυμία τους, κατά το χρόνο της σύλληψης τους.
Έπειτα έγραψε, τα ακίνητά του να αφιερωθούν στο μοναστήρι που θα υπήρχε με τ' όνομα τους και απ' την υπόλοιπη περιουσία του η μισή να δοθεί στους συγγενείς του, για να ελευθερώσουν δούλους και η μισή στους φτωχούς. Αφού συνέταξε τη διαθήκη του, όλη εκείνη την ημέρα ενήστεψε.
Εν τω μεταξύ ο Άγιος Βλάσιος, επίσκοπος της Σεβάστειας, άκουσε για την περιφανή προσωπικότητα που ήρθε στην πόλη και κατετρόπωσε τον Αγρικόλα- θεωρώντας ευλογία την παρουσία του στην επισκοπή του, τη νύχτα πλησίασε τους κρυπτοχριστιανούς φύλακες, και τους φιλοδώρησε, μάλιστα, παρακάλεσε να τον αφήσουν να εισέλθει στα ενδότερα και να συνομιλήσει με τον Άγιο.
Αφού εισήλθε, πέφτει με το πρόσωπο γονυκλινής και του λέγει:
Ευτυχισμένος είσαι, Ευστράτιε, για τη δύναμη που σου 'δωσε ο Θεός.
Σε παρακαλώ ενθυμήσου με τον αμαρτωλό .
— Μην κάνεις έτσι, Πατέρα μου πνευματικέ, του απαντά ο Άγιος.
Εγώ, έχω υποχρέωση να υποκλιθώ μπροστά σου. Ο Θεός σε έστειλε εδώ σε μένα, διότι, όπως μου αποκάλυψε, αύριο το μεσημέρι στις δώδεκα θα πορευθώ στο Χριστό μου. Πάρε, λοιπόν, αυτά που έγραψα και διάβασε τα. Μετά από αυτά, αφού όρκισε τον επίσκοπο να πάρει μόνος του και με ευθύνη του το τίμιο λείψανό του και το του άγιου Ορέστη και να το θάψει μαζί με τα υπόλοιπα των αγίων συμμαρτύρων τους, τον παρεκάλεσε να κοινωνήσει των Αχράντων Μυστηρίων.
Σε λίγο η σκοτεινή φυλακή έγινε εκκλησία. Βρέθηκαν τα απαραίτητα της Θ. Λειτουργίας.
Φύλακες, φυλακισμένος και επίσκοπος ήταν οι κοινωνοί του θείου μυστηρίου, ενώ φως περιέλουσε τη φυλακή.
Έφτασε η ώρα της θείας Κοινωνίας.
Τη στιγμή που ο άγιος Ευστράτιος δεχόταν τον θείον μαργαρίτην, αστραπή έλαμψε στη φυλακή και ακούστηκε μία φωνή που έλεγε: Ευστράτιε, καλώς ηγωνίσω, δεύρο λοιπόν, απόλαβε σου τον στέφανον. Ευστράτιε, καλά αγωνίστηκες. Έλα λοιπόν να πάρεις το στεφάνι σου.
Όταν άκουσαν οι παρευρισκόμενοι αυτήν τη φωνή, έπεσαν με το πρόσωπο καταγής και προσκύνησαν το Θεό.
Όλην εκείνη τη νύχτα παρέμεινε ο επίσκοπος ακούοντάς του.
Ευφραινόμενος επί τω λόγω του αγίου μάρτυρος.
Το πρωί ανεχώρησε, με την υπόσχεση να μην αμελήσει για τα όσα συζητήθηκαν στη φυλακή.
Μετά από λίγο κάθησε ο Αγρικόλας στην εξέδρα του, πρόσταξε να του φέρουν τον Ευστράτιο και, αφού τον κάλεσε κατ' ιδίαν , του λέγει μυστικά:
— Ειλικρινά, Ευστράτιε, πολύ λυπάμαι για σένα που δεν καταδέχεσαι να υπακούσεις στα βασιλικά προστάγματα.
Για τα προσχήματα μόνον, φαινομενικά, προσκύνησε, και στην καρδιά σου πίστευε το δικό σου Θεό, και ζήτησε του συγχώρηση γι' αυτή σου την υποχώρηση, για να μην χαθείς συ, ένας σοφώτατος και ευυπόληπτος άνδρας, σαν να ήσουν κοινός κακοποιός. Εάν δεν διακυνδύνευε η θέση μου, δε θα σου ζητοούσα να υποχωρήσεις. Άλλωστε πολλούς χριστιανούς εθανάτωσα και δε λυπήθηκα- για σένα όμως τόσο ενδιαφέρομαι, που όλη τη νύχτα ξάγρυπνος ήμουν, σε πολύ άσχημη ψυχολογική κατάσταση.
Ο άγιος, νηφάλια του απαντά:
— Μη λυπάσαι για το θάνατό μου, ούτε να διακινδυνέψεις τη θέση σου για μένα, αλλά πράξε σύμφωνα με τους νόμους των βασιλέων, διότι ούτε με την υπόκριση ούτε με άλλους τρόπους επιθυμώ να θυσιάσω στους θεούς σου. Τα δικά μου βασανιστήρια χαρά μου δίνουν κι αν δεν πιστεύεις, δοκίμασε.
Τότε ο άρχοντας σκέπασε με τα χέρια του το πρόσωπο του για ώρα πολύ κι εδάκρυσε.
Όσοι μάλιστα ήταν εκεί, επειδή γνώριζαν τη συμπάθεια του άρχοντα και την εκτίμηση του στον άγιο, Χριστιανοί και ειδωλολάτρες, ξέσπασαν σε κλάματα γοερά.
Ο άγιος όμως τους λέγει:
—Γιατί αργοπορείτε; Διακρίνω στα δάκρυα σας και τη συμπάθεια σας, τις ενέργειες του πονηρού να με λυγίσει συναισθηματικά, για να μ' εμποδίσει να λάβω το μαρτυρικό στεφάνι...
Ποίει τοίνυν ο βούλει. Πράξε, λοιπόν, αυτό που επιθυμείς.
Αντιτάσσομαι στα βασιλικά προστάγματα και στο θέλημά σου, αποστρέφομαι και αναθεματίζω τους θεούς σας ... ότι επικατάρατοι εισί και αυτοί και οι σεβόμενοι αυτούς .
Βλέποντας λοιπόν, ο άρχοντας τη στερεότητα της πίστεώς του και τη μεγάλη προθυμία για το μαρτύριο, μετά βίας έγραψε την κατά του αγίου απόφαση: Ευστράτιον απειθήσαντα τω προστάγματι των αυτοκρατόρων και τοις θεοίς θύσαι μη βουληθέντα, προστάττω την σιδηρέαν αυτού ψυχήν, πυρί φλεγχθείσαν, το πέρας του βίου λαβείν. Τον Ευστράτιο που έδειξε ανυπακοή στις προσταγές των βασιλέων και του οποίου η σιδηρά ψυχή δεν επείσθη στο πρόσταγμα των αυτοκρατόρων, και τους θεούς δεν θέλησε να προσκυνήσει, προστάζω να καταφλεχθεί στη φωτιά και έτσι να τελειώσει η ζωή του .
Όταν ο άγιος πήρε την απόφαση, στάθηκε, ύψωσε το βλέμμα και τα χέρια στον ουρανό και μεγαλόφωνα είπε:
Μεγαλύνων μεγαλύνω σε, Κύριε, ότι επείδες επί την ταπείνωσίν μου, και ου σννέκλεισάς με εις χείρας εχθρών, αλλ' έσωσας εκ των αναγκών την ψυχήν μου. Και νυν Δέσποτα, σκεπασάτω με η χειρ σου και έλθοι επ' εμέ το έλεός Σου, ότι τετάρακται η ψυχή μου και κατώδυνός έστιν, εν τω εκπορεύεσθαι αυτήν εκ του αθλίου μου και ρυπαρού σώματος τούτου, μήποτε η πονηρά του αντικειμένου βουλή συναντήση και παρεμπόδιση αυτήν, διά τας εν αγνοία και γνώσει εν τω βίω τούτω γενομένας μοι αμαρτίας. Ίλεως γενού μοι, Δέσποτα, και μη ιδέτω η ψυχή μου την ζοφεράν και σκοτεινήν όψιν των πονηρών δαιμόνων αλλά παραλαβέτωσαν αυτήν Άγγελοι σου φαιδροί και φωτεινοί. Δός δόξαν τω ονόματί σου τω Αγίω και τη ση δυναμει άναγαγέ με εις το θείον σου βήμα. Εν τώ κρίνεσθαί με μή καταλάβοι με η χειρ του άρχοντος του κόσμου τούτου εις το κατασπάσαι με τον αμαρτωλόν εις βυθόν άδου- αλλά παράστηθί μοι και γενού μοι Σωτήρ και αντιλήπτωρ. Ελέησον, Κύριε, την ρυπωθείσαν τοις πάθεσι του βίου ψυχήν μου και καθαράν αυτήν διά μετανοίας και εξομολογήσεως πρόσδεξαι, ότι ευλογητός ει εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Σεμνυνόμενος σε δοξάζω, Κύριε, διότι με ευμένεια είδες την ταπεινότητα μου και δεν συγκατένευσες να βρίσκομαι στα χέρια των εχθρών μου, αλλ' έσωσες απ' τις ανάγκες την ψυχήν μου.
Και τώρα, Κύριε, ας με προστατέψει το χέρι Σου κι ας έλθει σε μένα η καλοσύνη σου, διότι είναι ταραγμένη και λυπημένη η ψυχή μου καθώς πρόκειται να φύγει από το άθλιο και ακάθαρτο σώμα μου, μη τυχόν και η πονηρή θέληση του διαβόλου τη συναντήσει και την παρεμποδίσει για τις εν γνώσει και άγνοια αμαρτίες μου που διέπραξα στη ζωή μου αυτή.
Σπλαγχνικά ας μου φερθείς, Κύριε, κι ας μην αξιωθεί η ψυχή μου να δει τη σκοτεινή και απαίσια μορφή των δαιμόνων. Αλλά ας παραλάβουν αυτήν, οι λαμπροί και φωτεινοί σου άγγελοι. Ας είναι δοξασμένο το όνομά σου το άγιο και με τη δύναμη σου οδήγησε με στο θείο σου Βήμα. Κατά την ώρα της κρίσεώς μου, ας μη με κυριέψει το χέρι του άρχοντα του κόσμου τούτου στο να με σύρει τον αμαρτωλό στο βυθό του Άδη, αλλά τοποθέτησε με κοντά σου και γίνε σωτήρας μου και βοηθός. Σπλαχνίσου, Κύριε, την ακάθαρτη από τα πάθη του βίου ψυχή μου και καθάρισε την με τη μετάνοια και την ομολογία και ας τη δεχθείς, καθ' ότι είσαι ευλογημένος στους αιώνες των αιώνων.
Αφού προσευχήθηκε με την υπέροχη κατανυκτική και μεστή νοημάτων αυτή προσευχή, η οποία, ας σημειωθεί, έχει συμπεριληφθεί από την Εκκλησία μας να διαβάζεται στο Μεσονυκτικό του Σαββάτου,
και βλέποντας ότι οι υπηρέτες είχαν ήδη ανάψει τη φωτιά, κάμνοντας το σημείο του Σταυρού εισήλθεν εις αυτήν ψάλλων και αγαλλιώμενος και ούτω παρέδωκεν το πνεύμα.
Ετελειώθη δε ο άγιος Ευστράτιος τη τρισκαιδεκάτη (13)του Δεκεμβρίου μηνός του 296 μ.Χ
Λιτά και επιγραμματικά ο ευσεβής βιογράφος του, κλείνει την αυλαία της ζωής του μεγαλομάρτυρος, δείχνοντας το μεγαλείο της ψυχής του μεγάλου ανδρός, ο οποίος περιχαρής και με ύμνους ξάπλωσε πάνω στο πυρακτωμένο κρεβάτι, για να γίνει θυσία ευπρόσδεκτη στον αθλοθέτη Ιησού.
Συνεπής προς την υπόσχεση και υποχρέωσή του ο ιερομάρτυρας Βλάσιος, παρέλαβε τα δύο λείψανα. Παρά τον κίνδυνο που διέτρεχε και δεν απέφυγε στο τέλος, αφού και ο ίδιος μαρτυρικά επισφράγισε τη ζωή του, παρέλαβε περιχαρής τα σκηνώματα και με πολλή σπουδή μετά από πολυήμερη πεζοπορία, με μύριους κινδύνους και αντίξοες καιρικές συνθήκες, λόγω του γνωστού Καππαδοκικού χειμώνα, έφτασε στα Αράβρακα. Με συγκίνηση οι κάτοικοι δέχτηκαν τις πολύτιμες σορούς.
Πήγαν στη γνωστή κατακόμβη της αγ. Μακρίνας. Εκεί που κάποτε η αγία παρέμεινε για ν' αποφύγει τη μανία του Γαλερίου. Άνοιξαν την πέτρινη θύρα. Κατέβηκαν πέντε σκαλοπάτια. Μετά έστριψαν ανατολικά και κατηφόρισαν μεσ' στη σκοτεινή στοά. Αφού διάβηκαν τα υπόλοιπα δέκα σκαλοπάτια, συνάντησαν μια μεγάλη κολόνα. Απέριττο διαγράφηκε υπό το αμυδρό φως των λαμπάδων το παλαιοχριστιανικό ιερό με τις δυο του θύρες: Την κεντρική και της Προσκομιδής.
Φρεσκοσκαμμένοι στο αρκοσόλιο δυο τάφοι. Σύμφωνα με τη χρονική σειρά του μαρτυρίου των άγιων, χαμηλά θαμμένοι οι Άγιοι Ευγένιος και Μαρδάριος, πιο πάνω ο ιερωμένος της πεντάδας Αυξέντιος, και τώρα τα έμπειρα χέρια των Αραβρακηνών-Σεμενδριωτών σκάβουν στο ιδιόμορφης υφής έδαφος τον τρίτο. Με ευλάβεια έθεσαν τους Αγίους Ορέστη και Ευστράτιο.
http://pente-martyres.blogspot.gr/p/blog-page_30.html- Σεμέντρα Καππαδοκίας |
Αμέσως άρρητη ευωδία πλημμύρισε την κατακόμβη. Μια ευωδία που συνεχίζεται ως τις μέρες μας από τους τάφους μέχρι τη λάρνακα. Τους τρεις τάφους που μέχρι τώρα προσκυνούν οι Μουσουλμάνοι στη Μ. Ασία και που αδυνατούσαν να εξηγήσουν οι Σεμενδρειώτες γιατί να 'ναι τρεις και όχι πέντε.
Λίγο μετά την επιστροφή του Αγίου Βλασίου στη Σεβάστεια, δέχτηκε κι αυτός το μαρτυρικό στεφάνι κι αμέσως με την πρώιμη ζωγραφική των κατακομβών, αυτήν που απέφυγε τη μανία της εικονομαχίας, προβαλλε «Εν Ναοίς και εικονίσμασι» η μορφη του Αγίου δίπλα στους πέντε Μάρτυρες, κρατώντας στο χέρι του τη διαθήκη του Αγ. Ευστρατίου. Ολόκληρος ο Ορθόδοξος κόσμος με πολλή ευλάβεια τίμησε τους αγίους του Χριστού μάρτυρες.
Αυτους που με το αίμα τους σφράγισαν τον πόθο και την αγάπη γιά το Χριστό.
Οι Άγιοι Ευστράτιος, Αυξέντιος, Ευγένιος, Μαρδάριος και Ορέστης να μας ενισχύουν στον αγώνα της κατά Χριστόν πνευματικής προκοπής και σωτηρίας και να μας παραδειγματίζουν με τη σθεναρή ομολογία και πίστη τους στον ένα και αληθινό Θεό, ο Οποίος τους τίμησε και τους δόξασε, καθιστώντας τα ιερά τους λείψανα αδιάλειπτη πηγή θαυματουργικής χάριτος.
πηγή :http://www.impantokratoros.gr/agioi_pente_martyres.el.aspx
http://syndesmosklchi.blogspot.gr/2011/12/blog-post_12.html
ΘΑΥΜΑΤΑ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ
Εμφάνιση των πέντε μαρτύρων
Δεν μπορώ να αποσιωπήσω το χαριέστατο θαύμα, που έκαναν αυτοί οι Άγιοι πέντε Μάρτυρες σε ένα Μετόχι της Νέας Μονής της Χίου, το οποίο τιμάται στο όνομα των πέντε αυτών Αγίων Μαρτύρων. Όπως το διηγείται αυτό ο ευλαβής εκείνος Νικόλαος ο Μαλαξός ο πρωτοπαπάς Ναυπλίου. Γι’ αυτό το αναφέρω εδώ με συντομία για χάρη των φιλοχρίστων. Το Μετόχι αυτό προμηθεύεται και διοικείται σε όλα τα απαραίτητα και αυτής της ετήσιας μνήμης των Αγίων από το ανωτέρω Μοναστήρι της αγίας Μονής. Συνέβη όμως μία φορά να γίνει πάρα πολύ δυνατή κακοκαιρία, τον καιρό της εορτής των Αγίων, ώστε από το πολύ το χιόνι που έπεσε, όχι μόνο δεν μπόρεσαν να κατέβουν οι Πατέρες του Μοναστηρίου και να φέρουν τα απαραίτητα για την εορτή κατά την συνήθεια, αλλ’ ούτε οι άνθρωποι της χώρας μπόρεσαν να έλθουν στην Εκκλησία από το υπερβολικό ψύχος Στον εσπερινό, πήγαν μερικοί, στον όρθρο όμως μόνος ο εφημέριος πήγε στην Εκκλησία. Και αφού άναψε τα κανδήλια, χτύπησε το σήμαντρο και έβαλε «ευλογητός» για να διαβάσει την Ακολουθία.
Τότε αμέσως βλέπει πέντε ανθρώπους ευπρεπείς και εύτακτους, που μπήκαν με ευλάβεια στον Ναό. Οι οποίοι, από μεν το ήθος και το σχήμα φαίνονταν, ότι είναι ξένοι άνθρωποι, από το πρόσωπο, όμως, φαίνονταν απόλυτα όμοιοι με αυτούς τους πέντε ένδοξους Μάρτυρες, τον Ευστράτιο, λέω, τον Αυξέντιο, τον Ευγένιο, τον Μαρδάριο και τον Ορέστη, όπως φαίνονται ζωγραφισμένοι στις εικόνες τους. Αφού λοιπόν μπήκαν στην Εκκλησία, οι μεν δύο στάθηκαν στον δεξιό χορό. Οι δε άλλοι δύο στάθηκαν στον αριστερό. Και ο πέμπτος, ο οποίος έμοιαζε με τον Άγιο Ορέστη, στάθηκε στο αναλόγιο. Και όταν ήλθε η ώρα. κανοναρχούσε και διάβαζε με ωραία και καθαρή φωνή. Οι άλλοι τέσσερις, που στέκονταν από τον δεξιό και αριστερό χορό, όπως είπαμε, έψαλλαν με φωνή γλυκύτατη και λιγερή τα ιερά άσματα
Αυτά λοιπόν βλέποντας και ακούοντας ο Ιερέας, χαιρόταν μέσα του και δόξαζε τον Θεό, που έστειλε τέτοιους βοηθούς της Ακολουθίας, την στιγμή που δεν ήταν κανένας άλλος βοηθός. Απορούσε λοιπόν και θαύμαζε αφενός για την ομοιότητα που είχαν και οι πέντε, με την εικόνα των Αγίων και αφετέρου για την ευπρέπεια και ορθότητα και χάρη της αναγνώσεώς τους και για την γλυκύτατη μελωδία της φωνής τους Οπότε απορούσε ποιοί να ήταν οι φαινόμενοι. Και δεν ήξερε τι να κάνει. Βιαζόταν πριν τον όρθρο να τους ρωτήσει, ποιοί ήταν. Βλέποντας όμως την σεμνοπρέπεια και προθυμία, που είχαν στην ακολουθία, αποφάσισε να τους ρωτήσει μετά το τέλος του όρθρου.
Όταν όμως έφθασε η ώρα της αναγνώσεως του Μαρτυρίου των Αγίων, πήγε στη μέση και έκανε ανάγνωση εκείνος που φαινόταν όμοιος με τον Ορέστη. Και αυτός μεν με πολλή παρρησία και ωραία φωνή διάβαζε. Οι δε άλλοι τέσσερις με μεγάλη ευχαρίστηση και προσοχή μεγάλη άκουαν τα αναγιγνωσκόμενα Όταν όμως έφθασε εκείνος που διάβαζε στο μέρος εκείνο, που λέει, ότι πρόσταξε 0 Αγρικόλαος να φερθεί μία κλίνη σιδερένια πυρωμένη και επάνω σ’ αυτήν να απλωθεί ο Άγιος Ορέστης και ότι ο Άγιος Ορέστης όταν φερόταν στην κλίνη δείλιασε, αυτό, λέω, το μέρος διαβάζοντας εκείνος που φαινόταν όμοιος με τον Άγιο Ορέστη, δεν είπε όπως ήταν γραμμένο, ότι «εδειλίασεν», αλλά άλλαξε το ρήμα και αντί να πει «εδειλίασεν», είπεν «εμειδίασεν», δηλαδή, ότι, ενώ φερόταν στην κλίνη χαμογέλασε.
Όταν άκουσε αυτό εκείνος, που έμοιαζε με τον Άγιο Ευστράτιο, σήκωσε τα μάτια του και βλέποντας με πολλή παρατήρηση τον όμοιο του Ορέστη, του λέει· «Γιατί αλλάζεις το ρήμα και δεν το λες, όπως είναι γραμμένο; Λοιπόν διάβασέ το πάλι για δεύτερη φορά, όπως είναι». Και εκείνος, αφού το διάβασε και για δεύτερη φορά πάλι άλλαξε το ρήμα, ντρεπόμενος κατά κάποιο τρόπο να πει, ότι «εδειλίασε». Τότε ο Άγιος Ευστράτιος του λέει με δυνατότερη φωνή· «Διάβασέ το γραμμένο, όπως το έπαθες. Διότι δεν «εμειδίασες», δηλαδή δεν χαμογέλασες, βλέποντας τήν κλίνη, αλλά «εδειλίασες». Και μαζί με τον λόγο, αμέσως και οι πέντε εξαφανίσθηκαν. Ο Ιερέας βλέποντας τέτοιο παράδοξο, έμεινε άφωνος για πολλή ώρα. Και όταν συνήλθε, τελείωσε την ακολουθία, όπως μπόρεσε. Και μετά την θεία Λειτουργία διηγήθηκε στους παρευρισκόμενους Χριστιανούς αυτή την φανερή οπτασία. Και όλοι δόξασαν τον Θεό, ο οποίος κάνει θαυμαστούς τους Αγίους του.
«Συναξαριστής Αγ. Νικοδήμου του Αγιορείτου »
Άλλη μια εμφάνιση του αγίου Ευστρατίου και των συν αυτώ
Η τοιχογραφία των 5 Μαρτύρων στο Κυριακό της Σκήτης της Αγίας Άννας. |
Τα παρακάτω τα διηγείται ένας γέροντας της Σκήτης της Αγίας Άννης στο Άγιον Όρος.
Αυτό που αξίζει να σας πω, είναι το θαύμα που έγινε για την αγιογράφηση του Κυριακού (δηλ. της κεντρικής εκκλησίας της Σκήτης). Οι αγιογράφοι Αθανάσιος και Κωνσταντίνος εζήτησαν ένα υπέρογκο ποσόν από τους Αγιαννανίτες πατέρες, για να ιστορήσουν το Κυριακόν. Οι πτωχοί πατέρες δεν είχαν φυσικά χρήματα κι έτσι οι αγιογράφοι έφυγαν προς την πλευρά της Μεγίστης Λαύρας, προς μεγάλη λύπη των Αγιαννανιτών. Στον δρόμον όμως συναντήθηκαν με πέντε «αλλιώτικους» ανθρώπους, οι οποίοι σ’ ενέπνεαν καθώς τους κοίταζες.
– Ευλογείτε· είπαν οι αγιογράφοι.
Ο Κύριος, απήντησαν με μια φωνή οι πέντε και ρώτησαν: Ποιοι είστε και πού πάτε;
– Αγιογράφοι είμαστε και φεύγουμε άπρακτοι από την Αγιάννα, διότι δεν τα βρήκαμε με τους πατέρες οικονομικώς για να ιστορήσουμε το Κυριακό τους.
Τότε ο ένας από τους πέντε που έμοιαζε επικεφαλής, είπε αυστηρά:
– Αυτά είναι ανήκουστα… Μα είναι δυνατό να ζητάτε μεγάλα χρηματικά ποσά από ακτήμονες πατέρες, όπως είναι όλοι οι μοναχοί; Είναι δυνατό; Να και οι τέσσερις εδώ αδελφοί μου, το ίδιο λέγουν. Συμφωνείτε Αυξέντιε, Ευγένιε, Μαρδάριε, Ορέστα;
– Το αυτό φρονούμεν Ευστράτιε και ημείς!
Οι δύο αγιογράφοι τα χρειάσθηκαν, γιατί κατάλαβαν πως είχαν να κάνουν με αγίους, οι οποίοι τους είπαν και τούτο:
– Να επιστρέψετε πάραυτα ν’ αγιογραφήσετε το Κυριακό και ό,τι σας δώσουν οι πατέρες, να το πάρετε λέγοντας «να ‘ναι ευλογημένο»· τίποτ’ άλλο. Επίσης στον αριστερό χορό ν’ αγιογραφήσετε τους πέντε Μάρτυρας Ευστράτιον, Αυξέντιον, Ευγένιον, Μαρδάριον και Ορέστην.
Αμέσως μετά εξαφανίσθηκαν από τα έκπληκτα μάτια των δύο αγιογράφων, οι οποίοι κατασυγκινημένοι έκαναν και ξαναέκαναν τον σταυρό τους, καθώς επέστρεφαν στο Κυριακό το οποίον αγιογράφησαν εξαιρετικά, αφού βεβαίως ανέφεραν στους εμβρόνητους πατέρες της σκήτεως το θαύμα.
Πηγή: Μανώλη Μελινού, Των Σκητών Αγιορείται: Εμπειρία Σκητιωτών του Άθωνος, σ. 158-160
http://www.diakonima.gr/
Για όσους κοινωνούν ανεξομολόγητοι.Ένα θαύμα του Αγίου Ευγενίου
Στα χρόνια του βυζαντινού αυτοκράτορα Κωνσταντίνου του νέου, πλήθος από Σκύθες με δική του διαταγή ξεκίνησαν για την Ανατολή. Κάποτε έφτασαν και στην Τραπεζούντα.Ανάμεσά τους ήταν και κάποιος δεμένος με αλυσίδες, γιατί είχε μέσα του ολόκληρη λεγεώνα πονηρών πνευμάτων.
Οι άλλοι Σκύθες τον πρόσεχαν νύχτα-μέρα, από φόβο μήπως οι δαίμονες τον ρίξουν στη φωτιά και τον κάψουν ή τον πνίξουν στο νερό ή τον γκρεμίσουν σε κανένα βάραθρο…
Πριν δαιμονιστεί ο Σκύθης αυτός, από νέος ακόμα, έκανε τα θελήματα των δαιμόνων και ζούσε ζωή ακόλαστη.
Κάποτε όμως έκανε και μία φρικτή ασέβεια. Στη Βασιλεύουσα, όπου είχε πάει μαζί με άλλους ομόφυλους του, επισκέφθηκε μία εκκλησία.
Εκεί, μολονότι αβάπτιστος και ακάθαρτος, τόλμησε να πλησιάσει στο άγιο ποτήριο την ώρα της θείας μεταλήψεως και να κοινωνήσει!
Την ίδια όμως στιγμή παραδόθηκε στους απάνθρωπους δαίμονες, που άρχισαν από τότε να τον βασανίζουν αλύπητα.
Σ’ αυτή λοιπόν την κατάσταση έφτασε στην Τραπεζούντα. Οι σύντροφοί του, μαθαίνοντας για τα πολλά θαύματα του Aγίου Ευγενίου, τον έφεραν στο ναό του.
Στο μεταξύ η σατανική λεγεώνα τον έκανε να σπαράζει και ν’ αφρίζει.
Πώς τόλμησες, τον φοβέριζαν τα δαιμόνια, να μεταλάβεις το Χριστό, αφού είσαι δικός μας;
Θα σ’ εξαφανίσουμε με τον πιο σκληρό τρόπο! Κανένας δεν Θα σε γλιτώσει απ’ τα χέρια μας!…
Ενώ όμως κόμπαζαν και απειλούσαν οι μιαροί δαίμονες, τί κάνει ο γρήγορος βοηθός των ανθρώπων, ο ένδοξος Ευγένιος;
Παρακαλεί τον φιλάνθρωπο Δεσπότη να σπλαχνιστεί το πλάσμα Του και να το απαλλάξει από την τυραννία του σατανά.
Και με τις παρακλήσεις του λυγίζει τον πολυέλεο Κύριο.
Καθώς στεκόταν λοιπόν ο δαιμονισμένος μπροστά στο λείψανο του αγίου, ήρθε σε έκσταση. Του φάνηκε πως είδε το Χριστό να κατεβαίνει από τον ουρανό μέσα στην εκκλησία.
Εκεί, αφού του θύμισε τις βέβηλες πράξεις, που από νέος είχε κάνει, άρχισε να τον ελέγχει αυστηρά.
Μ’ όλες τούτες τις παρανομίες σου, κατέληξε ο Κύριος, με λύπησες πάρα πολύ, δεν είσαι άξιος ελέους, για χάρη όμως του αγαπητού μου Ευγένιου σε λυπήθηκα και θα σ’ ελεήσω. Και γυρίζοντας στο μάρτυρα, που στεκόταν δίπλα Του ικετευτικά, συνέχισε: Γιάτρεψέ τον, Ευγένιε, αφού κατέφυγε στην προστασία σου.
Αμέσως ο Ιησούς εξαφανίστηκε. Ο Άγιος είπε τότε στον δαιμονισμένο: Αυτό το κακό το έπαθες επειδή κοινώνησες τα άχραντα Μυστήρια, ενώ ήσουν αβάπτιστος και βουτηγμένος στις αμαρτίες.
Ο Σκύθης συνήλθε από την έκσταση.
Είδε τότε, αισθητά πια, να βγαίνει φωτιά από τα άγια λείψανα, να μπαίνει στο στόμα του και να κατακαίγει -έτσι του φάνηκε- τα σωθικά του.
Όσοι ήταν εκεί κοντά μπόρεσαν να δουν με τα ίδια τους τα μάτια τη δύναμη του αγίου Ευγενίου, που βασάνιζε και τιμωρούσε εξουσιαστικά τους πονηρούς δαίμονες, διώχνοντάς τους βίαια μέσ’ από τον ταλαίπωρο άνθρωπο.
Άφριζε και ίδρωνε και χτυπιόταν ο Σκύθης, ώσπου ελευθερώθηκε εντελώς από τ’ ακάθαρτα πνεύματα.
Ειρηνικός πια και ανενόχλητος, σιχάθηκε την παλιά του ζωή, και δεν έπαψε ποτέ να ευχαριστεί τον θαυματουργό μάρτυρα που τον ευεργέτησε..
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου