Ο βίος και το μαρτύριο της αγίας και ενδόξου μεγαλομάρτυρος Βαρβάρας

Η ΑΓΙΑ ΒΑΡΒΑΡΑ

 

Κατά τους χρόνους του ασεβεστάτου τυράνου Μαξιμιανού υπήρχε ένας Τοπάρχης εις μία πόλη της Ανατολής ονομαζομένη Ηλιούπολη,ο Τοπάρχης αυτός ονομάζονταν Διόσκουρος, και είταν άνθρωπος αρκετά πλούσιος ,κατοικούσε σε ένα χωριό που λεγόταν Γελασσόν, το οποίο ήταν μακριά από την Ηλιούπολη δώδεκα στάδια.
Είχε μία μοναχοκόρη η οποία ήταν πολύ ωραία, και ονομάζονταν Βαρβάρα.
Η κόρη αυτή είχε καλή ανατροφή ,ήταν δηλαδή  εύτακτη και ευγενής κατά τα ήθη, ώστε οι γονείς της αισθανόταν γι΄αυτό στην καρδιά τους υπερβολική χαρά και ηθική ευχαρίστηση.
Επειδή όμως ήταν μικρή ακόμη και ωραία οι γονείς της νόμισαν ότι ήταν  συμφέρον να την προφυλάξουν όσο περισσότερο μπορούσαν.
Έκτισαν λοιπόν επίτηδες ένα ψηλό πύργο και την έκλεισαν μέσα σ΄αυτόν για να μην τη βλέπουν οι άνθρωποι.Της έδωσαν άφθονα από όλα τα πράγματα που τη χρειάζονταν δηλαδή υπηρέτριες, τροφές, ενδύματα, και άλλα διάφορα.

Όταν μετά από καιρό η Βαρβάρα έφθασε σε ηλικία νόμιμη, πολλοί από τους Άρχοντες και τους Μεγιστάνες της πόλεως ακούγοντας την καλή φήμη και το περιβόητο όνομα , την ζήτησαν ως σύζυγο από τον πατέρα της.
Αυτός όμως δεν θέλησε να δώσει τον λόγο του σε κανένα, αν δεν αποφάσιζε πριν σε αυτό η κόρη του.
Ανέβηκε λοιπόν στον πύργο και ερώτησε αυτήν αν ήθελε να την παντρέψει.
Αλλά εκείνη πριν ακόμη τελειώσει τον λόγο του ο πατέρας της του αποκρίθηκε με αγανάκτηση και με οργή.
Δεν θέλω να μου κάνεις πλέον τέτοιο λόγο, διότι θα με αναγκάσεις να θανατωθώ μόνη μου και θα χάσεις τότε το τέκνο σου.
Ο πατέρας της ακούγοντας  αυτούς τους λόγους δεν τη στεναχώρησε περισσότερο, διότι κατάλαβε  ότι η κόρη του δεν εναντιώθηκε σε αυτόν από δυστροπία ή απείθεια, αλλά γιατί ποθούσε να μείνει παρθένος.
Κατέβηκε λοιπόν από τον πύργο χωρίς να της πει τότε κανένα σκληρό λόγο, ελπίζοντας ότι με τον καιρό θα την πείσει με κολακείες να δεχθεί να παντρευτεί .
Εκείνες τις ημέρες ο Διόσκορος αποφάσισε να κτίσει στο εξωτερικό μέρος του πύργου ένα ωραίο λουτρό.
Αφού λοιπόν έκαμε το σχέδιο και έδωσε στους τεχνίτες τις αναγκαίες οδηγίες τους και τους είπε συγχρόνως ότι θα τους ευχαριστήσει αν επιμεληθούν και προσέξουν να γίνει ωραίο το κτίριον,
αναχώρησε προσωρινά από το χωριό του και πήγε σε άλλη χώρα, όπου είχε αναγκαία υπόθεση.
Η Βαρβάρα ωφεληθείσα από την απουσία αυτή του πατέρα της, κατόρθωσε να κατεβεί από τον πύργο για να παρατηρήσει το κτιζόμενο λουτρό.
Είδε λοιπόν ότι όλη η οικοδομή είχε μόνο δύο παράθυρα, έτσι ρώτησε τους κτίστες γιατί δεν έκαναν και άλλο ένα παράθυρο προς το νότιο μέρος, ώστε να φωτίζεται τι λουτρό περισσότερο;
Οι κτίστες της απάντησαν, ότι αυτό είχε διατάξει ο πατέρας σας.
Τότε αυτή τους είπε πάλι: Κάνετε και το τρίτο παράθυρο, και εγώ θα απολογηθώ στον πατέρα μου, αν σας ρωτήσει γι΄αυτό.
Έκαναν λοιπόν οι κτίστες όπως τους είπε.
Αυτή κατέβαινε συχνά και παρατηρούσε την οικοδομή, και βλέποντας τα τρία παράθυρα χαίρονταν.
ο δε πανάγαθος  και ελεήμων  Θεός, ο οποίος γνωρίζει όλα τα πράγματα πριν ακόμη τελειώσουν, ευχαριστηθείς από την αγαθή και φρόνιμη γνώμη αυτής  φώτισε την ψυχή της θαυμάσια, και ενέπλησε την καρδιά της από Πνεύμα Άγιο, και παρρησία προς τον Κύριον ημών Ιησού Χριστόν.
Στάθηκε λοιπόν στη κολυμπήθρα  του λουτρού, και βλέποντας προς την ανατολή χάραξε με το δάχτυλό της τον τύπο του θείου Σταυρού επάνω στα μάρμαρα, και ώ του θαύματος! σαν να ήταν το δάχτυλό της σιδερένια σμίλη, άνοιξε βαθύ λάκο  στο μάρμαρο, ώστε το σημείο του Σταυρού φαίνεται μέχρι σήμερα, για να κηρύττεται η θαυματουργία και η δύναμις του Κυρίου και Θεού ημών πάντοτε.
Και όχι μόνο ο Σταυρός αυτός, αλλά και το λουτρό σώζεται και κάνει διάφορα θαύματα, και θεραπεύει όσους έχουν κάποια ασθένεια, όταν παρακαλέσουν με πίστη.

Μία ημέρα επιστρέφοντας από το λουτρό η Βαρβάρα, παρατήρησε τα είδωλα τα οποία προσκυνούσε ο πατέρας της, στέναξε εκ βάθους ψυχής για την αναισθησία και την τυφλότητά του, έφτυσε τα είδωλα κατά πρόσωπο και είπε:
- Όμοιοι με σας να γίνουν όσοι σας προσκυνούν και σας καλούν για βοήθειά τους.
Αυτά λέγοντας μπήκε εις τον πύργο, και έμεινε εντός αυτού με νηστεία και  προσευχή περιμένοντας βοήθεια από τους Ουρανούς.
Μετά από λίγες ημέρες έφθασε ο πατέρας της Διόσκορος, ο οποίος βλέποντας το τρίτο παράθυρο απόρησε πως το έκαναν χωρίς αυτός να το ζητήσει.
Οι  τεχνίτες που βρέθηκαν εκεί του είπαν την αλήθεια.
Τότε ρώτησε γι΄αυτό την κόρη του, αυτή είπε σ΄αυτόν:
 -Εγώ πατέρα διέταξα και το έκαναν διότι φαίνεται ωραιότερο το λουτρό με τα τρία παράθυρα, παρά με τα δύο.
Ο πατέρας της οργισμένος είπε σ΄αυτήν.
Πες μου για ποιο λόγο και πια αιτία σου φαίνεται ωραιότερο;
Λέγει προς αυτόν η κόρη : - Τα τρία παράθυρα φωτίζουν πάντα άνθρωπον ερχόμενον στον κόσμο.
Αυτό λέγοντας εννοούσε την της Αγίας Τριάδος υπόσταση και μεγαλειότητα.
Αυτός θυμωμένος πάλι την άρπαξε και πηγαίνοντας στο λουτρό της είπε:
- Πως γίνεται το φως των τριών παραθύρων φωτιστικό εις στον άνθρωπο ;
Η Βαρβάρα απάντησε.
Πρόσεχε πατέρα να καταλάβεις την αιτία.
-Αυτά λέγοντας, έκανε το σημείο του Τιμίου Σταυρού, και δείχνει σ΄αυτό τα τρία δάκτυλά της λέγοντας.
Πατήρ, Υιός και Άγιον Πνεύμα. Με το φως αυτό όλη η κτίσις νοερώς λάμπεται.
Ο αληθείς αυτός λόγος της Βαρβάρας όχι μόνο δεν ευχαρίστησε τον πατέρα της, ο οποίος ήταν συνηθισμένος να προσκυνά τα ψευδή και απατηλά είδωλα, αλλ΄απ΄εναντίας τον έκανε να γίνει θηριώδης. Ο ασεβέστατος και σκληρόκαρδος αυτός άνθρωπος  δεν συλογίσθηκε ότι ήταν πατέρας και η κόρη αυτή ήταν αίμα του, αλλά βγάζοντας  το ξίφος του όρμησε να την θανατώση.
Αυτή όμως σώθηκε από τον κίνδυνο και κατέφυγε σε ένα όρος εκεί κοντά, όπου φτάνοντας ύψωσε προς τον Ουρανό τα χέρια της, τους οφθαλμούς, και την διάνοιάν της, και επικαλείτο το Θεό εις βοήθειά της, που δεν αργοπόρησε καθόλου αλλά καθώς έσωσε την πρωτομάρτυρα Θέκλα την οποία εδέχθη μια πέτρα σχισθείσα σε δύο, έτσι και την αοίδιμον αυτή Βαρβάρα με όμοιο θαυματούργημα,
διότι ενώ έτρεχε καταπάνω της ο δήμιος εκείνος και όχι πατέρας της, σχίσθηκε μια πέτρα με τη Θεία θέληση και προσταγή και την δέχθηκε μέσα της σε πιο ορεινά μέρη.
Αλλά, και μετά αυτά ο λίθινος εκείνος άνθρωπος ή μάλλον λέγοντας και των λίθων αναισθητότερος
δεν οπισθοδρόμησε βλέποντας αυτό το θαύμα, αλλ΄ως τέκνο του διαβόλου έτρεχε πίσω της για να τη σκοτώσει. Βρήκε δυο βοσκούς εκεί κοντά και τους ρώτησε αν ήξεραν που ήταν κρυμμένη η θυγατέρα του. Ο ένας από αυτούς ήταν συμπαθείς και φιλάνθρωπος, και έκρινε άδικο να προδώσει την διωκόμενη Μάρτυρα, αρνήθηκε και είπε ότι δεν την είδε. Ο άλλος βοσκός, πονηρός και απάνθρωπος δεν μίλησε μεν για μην τον ακούσουν, με το δάκτυλό του όμως έδειξε τον δρόμο στον Διόσκορο, για να βρει τη Μάρτυρα.
Η Θεία δίκη όμως εκπαίδευσε αμέσως το κακούργημα αυτό, διότι όλα τα πρόβατα του κακοτρόπου βοσκού έγιναν κάνθαροι και τέτοιοι έμειναν μέχρι τέλος.
Βρίσκοντας την Αγία ο Διόσκορος στο βουνό την έδειρε χωρίς έλεος, έπειτα αρπάζοντάς την από τα μαλλιά την έσυρε βιαίως στον οίκο του.
Εκεί φθάνοντας την έκλεισε σε ένα μικρό δωμάτιο και σφράγισε την πόρτα. 'Έβαλε και φύλακες να την φυλάγουν.
Μετά πήγε στον Ηγεμόνα Μαρκιανό,που εξουσίαζε την πόλη εκείνη, και είπε σε αυτόν ότι η κόρη του καταφρονεί και αποστρέφεται τους θεούς τους, και μόνο τον εσταυρωμένο Ιησού Χριστό σέβεται και τιμά με όλη την ψυχή της.
Αυτά λέγοντας έφερε την κόρη του και την παρέδωσε στα χέρια του Μαρκιανού, ζητώντας να μην τη λυπηθεί καθόλου και να τη βασανίσει με βία και σκληρά κολαστήρια.
Ο Μαρκιανός λοιπόν κάθισε στην έδρα του  δικαστηρίου και πρόσταξε να φέρουν τη Μάρτυρα, η οποία μόλις παρουσιάστηκε και την είδε, έμεινε έκθαμβος από την ωραιότητα, και το σεμνό ήθος της.
Είπε προς αυτήν με συγκινητική φωνή και πραότητα:- Δεν λυπάσαι τον εαυτό σου Βαρβάρα;
Γιατί δεν προσφέρεις θυσία στους θεούς που λατρεύουν και οι γονείς σου;
Εγώ λυπάμαι να θανατώσω μια νέα που έχει τόσο κάλος.Σε συμβουλεύω λοιπόν να υπακούσεις σε ότι σου πω αλλιώς θα με αναγκάσεις να σε θανατώσω με τον πλέον σκληρό τρόπο.
Η δε Μάρτυς απάντησε σ΄αυτόν :
Εγώ προσφέρω θυσία δοξολογίας εις τον Θεόν μου, που έκαμε τον ουρανό και τη γη  και όλα τα λοιπά κτίσματα.
Οι θεοί όμως τους οποίους συ λατρεύεις είναι από ασήμι και χρυσάφι δηλαδή έργα ανθρώπων
Αυτούς τους θεούς τους ονομάζουν οι εθνικοί, δαιμόνια. Αυτά ακούγοντας ο δικαστής οργίσθηκε και διέταξε να την γυμνώσουν και να τη δείρουν δίχως έλεος με σκληρά βούνευρα. Να τρίβουν τις πληγές της με υφάσματα τρίχινα για να αισθάνεται πιο δυνατούς πόνους.
Τόσο απάνθρωπα την μαστίγωσαν, ώστε το σώμα της κατεπλήγωσαν και τρύπησαν, και από τις πληγές της    το αίμα κατακοκκίνησε το μέρος που την είχαν.
Αφού την βασάνισαν έτσι επί πολύ ώρα την έριξαν στη φυλακή προσωρινά μέχρι να την εξετάσουν και δεύτερη φορά.
Κατά τα μεσάνυχτα όμως ξαφνικά φάνηκε μπρος της φως, από το οποίο έλαμψε όλη η φυλακή.
Υπεράνω δε του φωτός  αυτού φάνηκε ο Δεσπότης Χριστός, που την ενθαρρύνοντας αυτή είπε :
Μη φοβηθείς καθόλου ούτε να αποκάμεις από τα βασανιστήρια και τις τιμωρίες των σκληρών ανθρώπων, αλλά να μείνεις σταθερά στο φρόνημά σου. Εγώ θέλω να μείνω πάντοτε με σένα και θέλω να σε διαφυλάττει για πάντα η σκέπη μου.Αυτά λέγοντας ο Χριστός προς την Αγία, οι πληγές αυτής εξαφανίσθηκαν και όλο το σώμα θεραπεύτηκε εντελώς γι΄αυτό αυτή αισθάνθηκε εγκάρδια αγαλλίαση και ευχαρίστηση ανέκφραστη.

Κάποια γυναίκα θεοσεβή και ενάρετη ονομαζόμενη Ιουλιανή, έτυχε να βρεθεί τότε μαζί με την Αγία
βλέποντας το θεύμα αυτό δόξασε από καρδιάς τον Θεό. Και επειδή είχε την ίδια γνώμη και το ίδιο φρόνημα με την Αγία αποφάσισε μες στην καρδιά της να υπομείνει και αυτή με την πρώτη ευκαιρία κάθε είδους τιμωρία και βασανιστήρια για την αγάπη και το όνομα του Χριστού.

Ήρθε και δεύτερη φορά στο δικαστήριο ο ηγεμών, και πρόσταξε να φέρουν ενώπιόν του την Αγία Βαρβάρα, την οποία βλέποντας οι  παρευρισκόμενοι εντελώς υγιείς και χωρίς καμία πληγή στο σώμα της εξεπλάγησαν όλοι.
Αλλά ο ασεβής Ηγεμών, τυφλωμένος από την πλάνη του δεν θέλησε να αναγνωρίσει την δμεγάλη δύναμη του αληθινού Θεού. Αλλά είπε ο ανόητος προς τη Μάρτυρα.
-Βλέπεις Βαρβάρα πόση δύναμη έχουν οι θεοί μου; σε σπλαχνίστηκαν και θεράπευσαν τις πληγές σου.

Αυτή απάντησε : - Οι θεοί σου είναι τυφλοί και ανίσχυροι καθώς και συ, πως είναι δυνατόν να κάνουν τέτοια θαυμαστή πράξη. Αυτοί οι οποίοι έχουν ανάγκη μάλλον από τους ανθρώπους ;
Όχι δεν με θεράπευσαν οι θεοί σου, με ιάτρευσε ο Χριστός, ο αληθινός υιός του ζώντος Θεού, αυτόν τον οποίον συ δεν βλέπεις, διότι οι οφθαλμοί σου είναι βεβαρυμένοι από το σκότος της ασέβειας.
Ακούγοντας ο Ηγεμόνας τα λόγια αυτά της Αγίας οργίσθηκε πολύ, και διέταξε να αρχίσουν να καταξεσχίζουν τις σάρκες της με σιδερένια νύχια, και με λαμπάδες αναμμένες να καίουν τα ξεσχισμένα μέλη της και με σφυρί να χτυπούν το κεφάλι της.

Έτυχε πάλι και τότε να βρεθεί εκεί η θεοσεβή Ιουλιανή, η οποία βλέποντας τις τιμωρίες και τα βασανιστήρια που έκαναν στην Αγία, και το αίμα το οποίο έτρεχε ακατάπαυστα από το κεφάλι και το σώμα της μη μπορώντας αλλιώς να την βοηθήσει τόσο συγκινήθηκε από τον πόνο, τον οποίο αισθάνονταν στην καρδιά της ώστε άρχισε να κλαίει απαρηγόρητα.
Βλέποντας ο ηγεμόνας αυτήν να κλαίει ρώτησε ποιά ήταν.
Μαθαίνοντας πως είναι Χριστιανή και αυτή, και ότι για την Βαρβάρα έκλαιγε, πρόσταξε αμέσως να την κρεμάσουν δίπλα στην Αγία και να ξεσχίσουν τις σάρκες της και να την καίνε με λαμπάδες αναμμένες.Έτσι λοιπόν βασανιζόμενη και αυτή σκληρά, και πάσχουσα οδυνηρά ύψωσε τους οφθαλμούς της προς τον Ουρανόν και είπε: - Δέσποτα Χριστέ Βασιλεύ , καρδιογνώστα και παντοδύναμε, γνωρίζεις ότι δια την αγάπη σου πάσχω όλα αυτά τα δεινά, λοιπόν μη με εγκαταλείπεις και μη αφήσεις να με νικήσει ο αλιτήριος αυτός και να καυχηθεί για εμένα αλλά αξίωσέ με να εγκαρτερήσω μέχρι τέλους, για να λάβω τον στέφανο της αθλήσεως.
Ενώ η Ιουλιανή έτσι προσευχόταν προς τον Θεό ο σκληρόκαρδος Άρχων διέταξε να κόψουν τους μαστούς και των δύο.
Η απάνθρωπος πράξη αυτή δεν μετέβαλε καθόλου την απόφαση αυτών, αντιθέτως η Αγία Βαρβάρα έψαλε λέγοντας :
-Κύριε μη απορρίψης ημάς από του προσώπου σου και το Πνεύμα σου το Άγιον μη αντανέλης αφ΄ημών, απόδος ημίν την αγαλλίασιν του Σωτηρίου σου και στήριξον ημάς εις τον φόβον σου.
Αφού λοιπόν υπέμειναν και αυτό το τρομερό βασανιστήριο, διέταξε ο Άρχων την μεν Ιουλιανή να φυλακίσουν, την Βαρβάρα να ξεγυμνώσουν, να την γυρίσουν σε όλο το κάστρο και να τη δέρνουν συγχρόνως.
Η σεμνή Μάρτυς, θεατριζομένη  με τέτοιο απρεπέστατο τρόπο και δερόμενη συνάμα δεν θλίβοντας αλλά υψώνοντας τους οφθαλμούς προς τον Ουρανό είπε:
Δέσποτα, Κύριε, ο περιβάλλων τον Ουρανόν εν νεφέλαις, και περιτυλίσσων την Γη με ομίχλην, αυτός και την εμήν γύμνωσιν σκέπασον, Βασιλεύ, και μη αφήσεις να βλέπουν οι ασεβείς τα μέλη μου, για να μη γίνω μυκτηρισμός αυτών, χλευασμός και περιγέλασμα.
Άκουσε ο Θεός και έσπευσε , κάλεσε τους Αγγέλους και ένδυσαν αυτή με στολή λαμπροτάτη και ένδοξη. Και όχι μόνο αυτό έγινε αλλά και τις πληγές αυτής θεράπευσε πάλι όπως πρώτα.

Οι υπηρέτες την παρουσίασαν στον Άρχοντα, και βλέποντας αυτή ντυμένη ντράπηκε που δεν μπόρεσε να τη νικήσει με τις απειλές και τα βασανιστήρια και διέταξε να τις αποκεφλίσουν και τις δύο.
Σε όλες τις τιμωρίες και τα βασανιστήρια ήταν παρών ο αιμοβόρος πατέρας της και τα έβλεπε ο άσπλαχνος ! Δεν πόνεσε ούτε λυπήθηκε την κόρη του. Αλλά  όταν ο Δικαστής εξέδωσε την καταδικαστική αυτή απόφαση, αμέσως όρμησε να τη θανατώσει με τα ίδια του τα χέρια.
Λοιπόν ο μεν Διόσκορος πήρε την κόρη του και ο άλλος δήμιος πήρε την Ιουλιανή και πήγαν στο όρος, όπου αποκεφαλίστηκε η Βαρβάρα από τον πατέρα της.
Αλλά ενώ πήγαιναν στον τόπο του θανάτου τους οι δύο Μάρτυρες, αντί να λυπούνται και να θρηνούν, αντιθέτως μάλιστα χαίρονταν και ευχαριστιόταν σαν να ήταν προσκεκλημένοι σε γάμο ή άλλη διασκέδαση φιλική.

Η δε Αγία Βαρβάρα εδέετο προς τον Κύριο λέγοντας :
Άναρχε Θεέ, ο ποιήσας τον Ουρανόν και θεμελιώσας την γην επί των υδάτων, ο προστάζων τον Ήλιον να φωτίζει τον κόσμο όλον και τα νέφη να βρέχωσιν, ο χαρίζων τοσαύτα αγαθά εις τους δικαίους και αμαρτωλούς και ευεργετών καλούς και κακούς ως ανεξίκακος και πανάγαθος, αυτός και νυν,
Βασιλεύ  πλουσιόδωρε, παρακαλώ εκ βάθους καρδίας μου όποιος μνημονεύσει το μαρτύριόν μου είς δόξαν του Αγίου Σου ονόματος, αξίωσον αυτόν να μη εγγίσει ουδέποτε τον οίκο αυτού ούτε λοιμώδεις νόσος, ούτε λώβη ( λέπρα ) ούτε και καμμία άλλη θανατηφόρος ασθένεια να λυπήσει αυτόν και την οικογένειά του. Διότι σύ Κύριέ μου γνωρίζεις το ασθενές των ανθρώπων τους οποίους ηυδόκησας να πλάσεις κατ΄εικόνα και ομοίωσιν  δική  σου.

Ενώ η Αγία προσεύχονταν έτσι ξαφνικά ακούσθηκε φωνή η οποία προσκαλούσε αυτή και την Ιουλιανή σε εκείνη την αιώνια και ανέκφραστη αγαλλίαση, και υποσχέθη σε αυτή ότι θα πραγματοποιήσει όσα αυτή ζήτησε δια της προσευχής της.
Αυτή τη γλυκυτάτη  φωνή ακούγοντας η Αγία Βαρβάρα, ενθαρρύνθηκε περισσότερο, και αγαλλόμενη έτρεχε να φθάσει το γρηγορότερο στον τόπο της τελειώσεως όπου φθάνοντας, έκλεινε την ιερά της κεφαλή και εδέχθη το  μαρτύριο. Αποκεφάλισε δε αυτήν ο άσπλαχνος και αιμοβόρος πατέρας της.
Την δε Ιουλιανή αποκεφάλισε ο δήμιος που την συνόδευε .

Αλλά ενώ οι άδικοι αυτοί φόνοι επιτελούνταν η Θεία Δίκη άγρυπνη πάντοτε, τιμώρησε αμέσως τον αιμοβόρο παιδοκτόνο.Κεραυνός έπεσε και τον έκαψε και από το σώμα του δεν φάνηκε ούτε ίχνος.
Έτσι ο άθλιος εκείνος και βδελυρός άνθρωπος στερήθηκε και την παρούσα και την μέλλουσα ζωή.

Άνθρωπος ευσεβής και Χριστιανός που ονομάζονταν Ουαλεντίνος, βρέθηκε εκεί κατά τύχη, έλαβε τα ιερά σώματα των δύο Μαρτύρων , τα τίμησε με ψαλμωδίες και τα μετέφερε σε ένα χωριό ονομαζόμενο Γαλασσόν, το οποίο ήταν μακριά δώδεκα μίλια από τα  Ευχάϊτα εκεί μόλις έφθασε τα έθαψε ιεροπρεπώς.
Το μαρτύριο αυτών ας είναι ίασις νόσων, ψυχών αγαλλίαση.
Ας είναι εις δόξαν Χριστού του μόνου αληθινού Θεού ημών, εις τον οποίον πρέπει τιμή κράτος, μεγαλωσύνη και μεγαλοπρέπεια , νυν και αεί και είς τους αιώνας των αιώνων.
Αμήν.


( Εκ της ακολουθίας της Αγίας υπό του Ιερέως Γεωργ. Α. Βουτέρη 1905)




Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Η ΕΠΑΝΑΚΟΜΙΔΗ ΤΟΥ ΣΕΠΤΟΥ ΣΚΗΝΩΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΣΑΒΒΑ

ΧΡΙΣΤΟΣ ΕΤΕΧΘΗ

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ Αρχιμ. Γρηγορίου Κωνσταντίνου Δρ. Θεολογίας