ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΘΑΥΜΑΤΑ ΑΓΙΟΥ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΤΟΥ ΕΝ ΖΑΚΥΝΘΩ

Ο Άγιος Διονύσιος Αιγίνης ο εν Ζακύνθω




Ο Άγιος Διονύσιος ελέγετο κατά κόσμον Γραδενίγος η Δραγανίγος Σιγούρος.
 Ήταν γυιός του Μωκίου Σιγούρου και της Παυλίνας Βάλβη. Γεννήθηκε το 1547 στο χωριό Αιγιαλός της νήσου Ζακύνθου. Καταγόταν από την περιφανή και επίσημη οικογένεια των Σιγούρων.

Ένθεος ζήλος

Τίποτε από τα εγκόσμια δεν συγκινούσε τον Άγιο. Τίποτε δεν ήταν σε θέση να τον κάμη να «ξεστρατίση» από το δρόμο του Θεού. Ούτε η ευγένεια της καταγωγής, ούτε τα πολλά πλούτη, ούτε η δόξα και η γοητεία των αξιωμάτων τον παρέσυραν. Ανέθρεψε και καλλιεργούσε με αυστηρότητα τον εαυτό του. Ο ζήλος του, για την Βασιλεία του Θεού, τον έκαιγε εσωτερικά σαν καμίνι.

Σε ηλικία 21 ετών αποφασίζει να κόψη κάθε δεσμό με τον κόσμο. Φαίνεται, ότι πολύ σύντομα στερήθηκε τους γονείς του. Αναχωρεί, λοιπόν, για τη Μονή Στροφάδων, που ευρίσκεται απέναντι από τη Ζάκυνθο, στο νότιο μέρος. Δωρίζει στον αδελφό του Κωνσταντίνο όλη του την περιουσία με την υποχρέωσι να «προικίση» την αδελφή τους Σιγούρα.

Στο Μοναστήρι έκανε αγρυπνίες, νηστεία πολλή και θαυμαστούς αγώνες. Παρ᾿ ότι νέος στην ηλικία, υπερείχε κατά πολύ απ᾿ όλους τους πατέρες. Ησχολείτο πολύ με την προσευχή και την ανάγνωσι των θείων Γραφών και τους βίους των Αγίων. Τέτοια ήταν η αρετή του, που γέροντες πατέρες προσπαθούσαν να την μιμηθούν.

Έλαβε το αγγελικό σχήμα του Μοναχού. Ο Γέροντάς του έδωσε σ᾿ αυτόν το όνομα Δανιήλ. Η φήμη του για την αρετή του διαδόθηκε πολύ γρήγορα στο νησί. Η κοινότητα της Ζακύνθου εξετίμησε τόσο πολύ την προσωπικότητα του Αγίου, ώστε του έδωσε την ορεινή Μονή της Θεοτόκου Αναφωνητρίας.

Η χειροτονία του

Ένα χρόνο αργότερα χειροτονήθηκε ιερεύς από τον επίσκοπο Ζακύνθου και Κεφαλληνίας Φιλόθεον. Τον Ιούνιο του 1577 ανεχώρησε για τον Πειραιά, θέλοντας να μεταβή στους Αγίους Τόπους να τους προσκυνήση.

Μόλις ήλθε στην Αθήνα εθεώρησε καθήκον του να πάρη την ευλογία του επισκόπου Αθηνών Νικάνορος. Ο Επίσκοπος εξετίμησε πολύ τον Άγιο και τον έπεισε ν᾿ αναλάβη τη χηρεύουσα επισκοπή της Αιγίνης, που υπήγετο τότε στην Μητρόπολη Αθηνών. Εγνωστοποίησε τούτο στον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ιερεμία. Ο Πατριάρχης συγκατατέθηκε και του έδωσε την άδεια να τον χειροτονήσει.

Έτσι ο Ιερομόναχος Δανιήλ χειροτονείται επίσκοπος Αιγίνης κι ονομάζεται Διονύσιος, προς τιμήν του Αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου. Η χειροτονία του ετελέσθει στον Άγιο Ελευθέριο, που είναι παραπλεύρως στον σημερινό Μητροπολιτικό Ναό των Αθηνών.

Ποιμένας και διδάσκαλος

Τα ποιμαντικά του καθήκοντα εξετέλεσε ο Άγιος Διονύσιος με πλήρη ευσυνειδησίαν και τελείαν ακρίβειαν. Ήταν ακούραστος. Ανεδείχθη διδάσκαλος, πατέρας και παιδαγωγός των παιδιών του Θεού. Ο ίδιος ζούσε ζωή ασκητική.

Εφρόντιζε με κάθε τρόπο να ανταποκρίνεται στις ανάγκες των χριστιανών. Όπου πρόβλημα, δυσκολία, φτώχεια και χαρά ο Άγιος ήταν παρών. «Έχαιρε μετά χαιρόντων και έκλαιε μετά κλαιόντων». Ήταν ο προστάτης των ορφανών και χηρών και ο πρόμαχος της Ορθοδοξίας. Κυρίως επικοινωνούσε με τους Χριστιανούς διά του κηρύγματος. Εκύρυττε τις μεγάλες αλήθειες απλά και με τέχνη, ώστε να είναι καταληπτές και εποικοδομητικές.

Στην Περαχώρα της Αίγινας, που απέχει ολίγα χιλιόμετρα έξω από τη σημερινή πόλι, κοντά στο Μοναστήρι του Αγίου Νεκταρίου, σώζεται ο Μητροπολιτικός Ναός της Παλαιάς Αίγινας. Έξω απ᾿ αυτόν υπάρχει πέτρινη έδρα, που ακόμα και σήμερα ονομάζεται από τους κατοίκους «ο Θρόνος του Αγίου». Από εκεί εδίδασκε και νουθετούσε με αποστολική απλότητα το ποίμνιό του.

Η φήμη του ξαπλώθηκε στα γύρω νησιά. Γι᾿ αυτό ερχόντανε από την Αθήνα, τα Μέγαρα, τη Σαλαμίνα και από τον Πόρο θαυμαστές του να τον ακούσουν. Η συρροή αυτή ποτέ δεν τον έκαμε να υπερηφανευθή, τουναντίον, συνέχισε να είναι ο απλός και ταπεινός Ιεράρχης.

Το διορατικό χάρισμα

Ο Άγιος είχε και το χάρισμα της διορατικότητος. Τούτο φαίνεται από το εξής γεγονός:

Ένας Ιερομόναχος, Παγκράτιος ονόματι, ακούοντας για τις αρετές και την αγιότητά του, επήγε στον Άγιο να εξομολογηθή. Όταν ετελείωσε την εξομολόγηση, τον ερώτησε ο Άγιος, αν είχε τίποτε άλλο να πη, που ίσως το είχε ξεχάσει.

-Πρόσεχε, παιδί μου του λέγει: Μήπως ξέχασες κανένα αμάρτημα και μείνης αδιόρθωτος; Νομίζω, ότι δεν έκαμες ειλικρινή και τελείαν εξομολόγησιν.

Σκέφτεται πολλή ώρα ο Ιερομόναχος και του απαντά:

-Δεν έχω άλλο κρίμα.

Ο Άγιος τότε, με τη σχετική αυστηρότητα, του λέγει:

-Δεν θυμάσαι την (δείνα)μέρα, που λειτουργούσες και σού έπεσεν Τίμιος Μαργαρίτης, επειδή δεν έδειξες την απαιτούμενη προσοχή;

Ο Ιερομόναχος έμεινε κατάπληκτος, μόλις άκουσε τα αποκαλυπτικά λόγια του Αγίου.
 Έπεσε με δάκρυα μετανοίας, ωμολόγησε την ενοχή του και ζήτησε συγχώρησι.
Ο Άγιος ενουθέτησε τον Ιερομόναχο να προσέχει στο μέλλον. Του συνέστησε να πλησιάζη τον επουράνιο Βασιλέα με ευλάβεια, φόβο και τρόμο, τον οποίον ούτε και αυτοί οι άγγελοι δεν ημπορούν να κοιτάξουν. Έτσι τον απέλυσε εν ειρήνη.

Παραίτηση και επιστροφή στη Ζάκυνθο


Το 1579 ο Άγιος έρχεται ξανά στη Ζάκυνθο, αφού παραιτήθηκε από τον θρόνο της Αιγίνης. Διατί παραιτήθηκε; Διότι η φήμη του πανταχού διεδίδετο και όπως ο μαγνήτης τραβάει τον σίδηρον, έτσι και ο Άγιος έσυρεν όλους προς αυτόν για να ακούσουν τους μελιρρύτους και θεοσόφους λόγους του. Ύστερα από αρκετόν χρόνον διοικήσεως φοβήθηκε μήπως οι έπαινοι των ανθρώπων, που τόσον πολύ τον ύψωναν, τον κρημνίσουν στα φαράγγια της κενοδοξίας. Γι᾿ αυτό εστοχάσθηκε να παραιτηθή από τον θρόνο του.

Οι Αιγινήτες κατεθλίβησαν, διότι έχαναν τον πατέρα τους. Αυτός μετά την άφιξι του διαδόχου του, απεχαιρέτησε συγκινητικώτατα το ποίμνιό του και ανεχώρησε, για την ιδιαίτερή του πατρίδα, την Ζάκυνθο.

Οι Ζακύνθιοι τον δέχθηκαν με ενθουσιασμό. Ήθελε και εδώ ο Διονύσιος να δουλέψη, για το καλό των πατριωτών του. Εφοδιάσθηκε με γράμμα από τον Πατριάρχη Ιερεμία και διωρίσθηκε χωρεπίσκοπος και πρόεδρος Ζακύνθου. Χειροτονούσε κληρικούς, διότι δεν είχαν χρήματα να πηγαίνουν στον επίσκοπο Κεφαλληνίας να χειροτονηθούν. Χοροστατούσε σε κηδείες, γιορτές και λειτουργίες.

Η ευγενική όμως χειρονομία του Αγίου έθιξε τα συμφέροντά του τότε επισκόπου Κεφαλληνίας. Ομάδα από Κεφαλλήνες πήγε στη Βενετία, όπου κατηγόρησε τον Διονύσιο, ότι τάχα αναμιγνύεται σε ξένη δικαιοδοσία. Για τις διαμαρτυρίες αυτές ο ηγεμών της Βενετίας, Νικόλαος Δαπόντε διέταξε το 1581 τον προβλεπτήν Ζακύνθου, Κονταρίνην, όπως «ο σεβ. Διονύσιος Σιγούρος παραιτηθή πάσης Εκκλησιαστικής πράξεως, υπαγομένης εις την δικαιοδοσίαν Κεφαλληνίας – Ζακύνθου, αποδίδων τω αυτώ επισκόπω… και τα όσα… της δικαιοδοσίας του είχεν ιδιοποιηθή».

Ο Διονύσιος, παρ᾿ ότι ήταν διωρισμένος από τον Πατριάρχην, εδήλωσε, ότι παραιτείται. Έτσι απεφεύχθησαν τα σκάνδαλα και οι φιλονικείες.

Τον άλλο χρόνο εξελέγη εφημέριος του Ι. Ναού Αγίου Νικολάου. Οι Ζακύνθιοι τον εσέβοντο και τον αποκαλούσαν «πρόεδρο Ζακύνθου».

Η αφωρισμένη

Ο Άγιος βρισκόταν στην πόλι Ζακύνθου όταν έτυχε ν᾿ ανοίξουν ένα τάφο στον Ι. Ναό Αγίου Νικολάου των Ξένων. Ελέγετο έτσι ο ναός διότι εκεί  ενεταφιάζοντο οι ξένοι. Ο ναός αυτός είναι και η Μητρόπολις της Ζακύνθου. Στον τάφο αυτόν επρόκειτο να ενταφιάσουν άλλο λείψανο. Μέσα στον τάφο βρήκαν το σώμα μίας γυναικός αδιάλυτο. Αυτή παρ᾿ ότι είχε πολύ καιρό πεθάνει, έμεινε άλυωτη διότι ήταν αφωρισμένη. Οι συγγενείς της παρεκάλεσαν με δάκρυα τον Άγιο να κάμη δέησι, να διαβάση συγχωρητική ευχή και να λυθή έτσι το σώμα.

Ο Άγιος λυπήθηκε τους δυστυχισμένους ανθρώπους. Τα βαθειά μεσάνυχτα με τον διάκονό του και τον εφημέριο του Ναού και παρεκάλεσε να βάλουν το πτώμα σ᾿ ένα στασίδι της Εκκλησίας. Εφόρεσε το επιτραχήλι, και το ωμοφόριόν του. Προσευχόταν αρκετή ώρα με δάκρυα. Παρακαλούσε το Θεό να λύση το δεμένο από τον αφορισμό σώμα. Ενώ ακόμη, εδιάβαζε τη συγχωρητική ευχή το σώμα σωριάστηκε χάμω και διελύθη «εις τα εξ ων συνετέθη» σε χώμα και κόκκαλα. Τότε επετίμησε αυστηρά τον εφημέριο και τον διάκονο, εφ᾿ όσον ζη, να μη το πούν αυτό σε κανένα. Παρόμοιο θαύμα έγινε και στο χωριό Καταστάριον.

Έπειτα απεσύρθη στο Μοναστήρι της Αναφωνήτριας. Συχνά ερχότανε στην πόλι και σπάνια στις Στροφάδες. Στο Μοναστήρι βοηθούσε τα άπορα παιδιά να μάθουν γράμματα και τα καθοδηγούσε στο δρόμο του Θεού. Έζησε με οσιότητα και αρετή, σφυρηλατώντας με τους αγώνες του τον φωτοστέφανο της αγιότητος, με τον οποίον τον εστόλισε η Εκκλησία του Χριστού.

Έκρυψε τον φονιά του αδελφού του

Όπως φαίνεται από το αρχειοφυλάκιον της Βενετίας, υπήρχε θανάσιμη έχθρα μεταξύ των οικογενειών Μονδίνων και Σιγούρων. Ο Άγιος προσπάθησε να τους συμφιλιώση, αλλά ματαίως. Αντιθέτως δημιουργήθηκαν φόνοι, διότι διηρέθησαν σε δύο παρατάξεις οι κάτοικοι.
Σε μία απ᾿ αυτές τις συμπλοκές εφόνευσαν τον αδελφόν του Αγίου, Κωνσταντίνον.

Ο φονιάς τρέχει, διωκόμενος από τους συγγενείς και την αστυνομία. Ζητεί καταφύγιο σε ερήμους τόπους. Καταλήγει στο Μοναστήρι της Αναφωνήτριας, ζητώντας άσυλο. Βέβαια δεν ήξερε, ότι ο Ηγούμενος ήταν αδελφός του θύματος. Εδώ ζήτησε καταφύγιο.

Ο Άγιος είδε τόσο φοβισμένο τον άνθρωπο και τον ερώτησε τι έχει. Εκείνος ωμολόγησε, ότι καταδιώκεται από τους συγγενείς του Σιγούρου, τον οποίον εφόνευσε. Ο Διονύσιος, σαν άνθρωπος και αδελφός λυπήθηκε πολύ. Πειράχθηκε αφάνταστα, διότι ήταν ο μόνος αδελφός που είχε. Ελάτε στη θέσι του. Αλλά χωρίς να φανερώσει την ταυτότητά του τον ερώτησε με παράπονο:

-Άνθρωπε, σε τι σού έφταιξε εκείνος ο καλός άρχοντας και τον θανάτωσες άδικα;

Παρ᾿ ότι πληγώθηκε η καρδιά του, του πρόσφερε φαγητό, νερό και τον συμβούλεψε.
Προσπάθησε να τον κάμη να μετανοήση για να γλυτώση την αιώνια Κόλασι.

Σ᾿ όλη του δε τη μετέπειτα ζωή προσπάθησε ο φονιάς διά της μετανοίας να εξιλεωθή. Ακολούθως τον έβγαλε στο γιαλό, κάτω από το Μοναστήρι. Του έδωσε τα απαραίτητα εφόδια, χρήματα και τροφές, για το ταξίδι, τον έβαλε μέσα σ᾿ ένα πλοίο και τον εφυγάδευσε προς την Πελοπόννησο.

Πόση μεγάλη ανεξικακία είχε, για να φερθή έτσι στο φονιά του αγαπημένου και μόνου αδελφού του!

Για τη ζωή του στο Μοναστήρι γράφει ο βιογράφος του τα εξής:

«Καθώς λοιπόν ανέβη με το σώμα υψηλά ο Διονύσιος, πορευόμενος εις τα υψίβατα εκείνα όρη, τοιουτοτρόπως ύψωσε και τον νούν, όλως διόλου εις τα ουράνια.
Δεν εφαντάζετο τίποτε άλλο, ειμή μόνον το ασύγκριτον κάλλος της Τρισυλίου Θεότητος. Και τόσον ελέπτυνε την ψυχήν του με τας νοεράς θεωρίας, ώστε δύναμαι να είπω, ότι έγινε όλος ουράνιος.
Αφήνω διηγούμενος τας παθοκτόνους νηστείας, τας νυχθημέρους προσευχάς, τας χαλεπάς και σωματοτιμωρητικάς χαμευνίας… Δεν λέγω την ασχόλαστον ελεημοσύνην, διά της οποίας εφαίνετο μία βρύσις αέναος, ποτίζουσα δαψιλώς τους διψασμένους πένητας, έχων την συνήθειαν κάθε χρόνον, προς το Άγιον Πάσχα, να στέλλη μίαν μεγάλην λέμβον του Μοναστηρίου εις την πόλιν, φορτωμένην από σιτάρι, όσπρια, αρνία, ερίφια και άλλα βρώσιμα, να τα διαμοιράζουν εις τους πτωχούς κυρίως, κατά την παραγγελίαν του».

Η κοίμησή του

Η ζωή του Αγίου έτσι συνέχισε μέχρι τέλους. Σε βαθειά γεράματα αισθάνθηκε τον εαυτόν του, ότι επλησίαζε ο καιρός να απέλθη. Εφανέρωσε τούτα στα πνευματικά του παιδιά, τα οποία θρηνούσαν την στέρησι του Γέροντά τους. Έτσι δεόντως, προετοιμασμένος, παρέδωσε την αγία του ψυχή στα χέρια του Πλάστου, την 17ην Δεκεμβρίου 1622, εις ηλικίαν 75 ετών. Όλη την περιουσία του την άφησε στο μοναστήρι.

Τελευταία του επιθυμία ήταν να τον ενταφιάσουν στον Ι. Ναό Αγ. Γεωργίου Στροφάδων, όπου έγινε μοναχός. Έτσι και έγινε. Μετά τριετίαν επραγματοποιήθη η ανακομιδή των ιερών του λειψάνων. Ευρέθη ολόσωμος και με ευωδίαν. Γι᾿ αυτό το εναπέθεσαν στον νάρθηκα του ναού και ύστερα όρθιον στο δεσποτικό. Ο Ιστορικός Φερράρι, στο έργο του «Ιστορικαί σημειώσεις», αναφέρει, ότι διελθών εκ του ιερού Ναού «είδε το άγιον λείψανον επί του επισκοπικού θρόνου ακέραιον, εκτός δύο οδόντων και του άκρου της ρινός».

Ανακηρύσσεται Άγιος

Τα θαύματα, που επιτέλεσε ο άγιος ζωντανός και μετά θάνατον είναι πολλά. Από τα πρώτα χρόνια, μετά τον θάνατόν του, είχεν επιβληθή στη συνείδησι των Χριστιανών ως άγιος. Χωρίς επισήμως να τον έχη ανακηρύξει η Εκκλησία, οι πιστοί τον εσέβοντο και τον τιμούσαν ως Άγιον. Συνέβη κάτι παρόμοιο και με τον νεοφανέντα Άγιο Νεκτάριο.

Το 1703 οι μοναχοί των Στροφάδων αποστέλλουν επιτροπή με δύο πατέρες της Μονής στην Κωνσταντινούπολη. Έφεραν μαζύ τους και πολυσέλιδη αναφορά της Εκκλησίας της Ζακύνθου – Κεφαλληνίας, εις την οποίαν εξετίθεντο λεπτομερώς τα της ζωής και των θαυμάτων του Αγίου. Την αναφοράν υπέγραψε ο επίσκοπος Τιμόθεος και ο ηγούμενος των Στροφάδων, Άνθιμος Κοριανίτης. Με αυτή επρότειναν την ανακήρυξι του Διονυσίου σε άγιο.

Πράγματι, ο Πατριάρχης εξέδωκε ένα εκτενή συνοδικόν τόμον, ο οποίος εχωρίζετο σε τρία μέρη. Στο πρώτο μέρος εκτίθεται η υποχρέωσις της Εκκλησίας να τον τιμά ως Άγιο. Εις το δεύτερο μέρος εκτίθεται ο βίος του αγίου. Εις δε το τρίτον μέρος καθορίζεται η αγιωνυμία και η εορτή επί τη μνήμη του Αγίου εις την Μονήν Μεταμορφώσεως στις Στροφάδες. Ο τόμος φέρει χρονολογίαν 1703 και έχει την υπογραφήν δέκα συνοδικών.

Μετάθεσι του ιερού λειψάνου στη Ζάκυνθο


Μετά τον πόλεμο που έγινε μεταξύ των Τούρκων και των Βενετών το 1716, ο Τούρκος ναύαρχος Χοτζά Πασάς απείλησε τη Ζάκυνθο, ότι θα την κατέστρεφε αν δεν υπετάσσετο στο Σουλτάνο. Οι Πατέρες της Μονής έκρυψαν τα πολύτιμα κειμήλια και το Ι. Λείψανο μέσα σε μία σπηλιά, επειδή φοβήθηκαν, μήπως λεηλατηθή και το Μοναστήρι. Ευτυχώς οι Τούρκοι νικήθηκαν και έφυγαν. Μία όμως μοίρα από επτά πλοία ήλθαν στο Μοναστήρι και το λεηλατούσαν επί τέσσαρες ημέρες.

Πολλούς μοναχούς εφόνευσαν και τέλος έκαψαν τα σώματά τους. Το λείψανο του Αγίου δεν το επείραξαν, παρά μόνον τέσσερις χριστιανοί του πληρώματος του έκοψαν τα δύο χέρια και τα ετεμάχισαν σε τέσσερα μέρη. Ο αρχηγός σκέφθηκε, ότι τα χέρια αυτά θα είχαν αξία. Τα πήρε από εκείνους και τα επώλησε το μεν ένα στον επίσκοπο Χίου Αγαθάγγελο, το δε άλλο σε ένα ευσεβή μοναχό Ακάκιο. Αυτοί αργότερα τα επέστρεψαν στις Στροφάδες. Το αριστερό χέρι ευρίσκεται στη Μονή της παναχράντου στην Άνδρο.

Μετά τη λεηλασία πέντε μοναχοί επεβιβάσθησαν του Δαλματικού πλοίου «Άγιος Αντώνιος» και με το Ι. λείψανο ήλθαν στη Ζάκυνθο την 22αν Αυγούστου του 1717. Το σκήνωμα εναπετέθη στον επισκοπικό Ναό. Από τότε η κοινότης της Ζακύνθου ενεκήρυξε τον Άγιο Πολιούχον του νησιού, αντί του Τιμίου Προδρόμου, που είχαν προηγουμένως. Την 24ην Αυγούστου ώρισε ως επέτειον της ανακομιδής των λειψάνων του Αγίου. Η λιτανεία της ιδίας ημέρας καθιερώθηκε αργότερα κατά το 1901, επί αρχιεπισκόπου Ζακύνθου Διονυσίου Πλέσα.

Θαύματα μετά την κοίμηση

Από τότε που εκοιμήθη ο Άγιος μέχρι σήμερα επετέλεσε αναρίθμητα θαύματα. Ανθρώπινες πονεμένες υπάρξεις έρχονται μπροστά στο σκήνωμα του Αγίου και τον παρακαλούν να τους κάνη καλά. Ξέρουν την παρρησία, που έχει στο Θεό. Γι᾿ αυτό με επιμονή και πίστη στην Παντοδυναμία του Θεού ζητούν την γιατρειά τους.

Το λάδι της κανδήλας του Αγίου
Στο Μοναστήρι έτυχε να είναι κάποιος ξένος δαιμονιζόμενος. Βλέποντας οι Πατέρες τον άνθρωπο να βασανίζεται από το πονηρό πνεύμα, πήραν λάδι από την κανδήλα του Αγίου. Τον έχρισαν με αυτό και διάβασαν τους εξορκισμούς του Μ. Βασιλείου. Ύστερα από λίγο ο άνθρωπος έγινε καλά και επέστρεψε στο σπίτι του. Εδόξαζε το Θεό και ευχαριστούσε τον Άγιο που τον απάλλαξε από το φοβερό δαιμόνιο.

Ξαναμπαίνει μόνος του στη λάρνακα

Στο Μοναστήρι ήταν Ηγούμενος ο Δανιήλ. Ήταν καλός και σεμνός. Αργότερα έγινε και επίσκοπός της περιοχής. Αυτόν τον εβασάνιζε κάποια αμφιβολία σχετικά με την αγιότητα του Αγίου Διονυσίου. Έλεγε πολλές φορές με το μυαλό του:

-Άραγε ο Διονύσιος να ευρίσκεται στο χορό των Αγίων, όπως εμείς τον τιμούμε η όχι;

Αυτή η σκέψη, είπαμε τον βασάνιζε πολύ. Μία μέρα όμως στον ύπνο του βλέπει τον εκκλησιάρχη να του χτυπά την πόρτα και να ζητά την ευλογία του, για να σημάνη τον Όρθρο. Μετά από ολίγη ώρα ξύπνησε και νόμισε, ότι πραγματικά είχε δώσει την άδεια να σημάνη. Κατηγορούσε δε τον εαυτό του, γιατί τον πήρε ο ύπνος και άργησε να πάη στον Όρθρο.

Ντύνεται βιαστικά και κατεβαίνει στην Εκκλησία. Μόλις όμως έφθασε απέναντι από τη λάρνακα, βλέπει όρθιο τον Άγιο εν μέσω δύο ιερέων λευκοφορεμένων και δύο ιεροδιακόνων. Τα χέρια του ο Άγιος τα είχε ακουμπισμένα πάνω στους ώμους τους. Οι διάκονοι έντυναν τον Άγιο με την αρχιερατικήν του στολήν. Ένας δε από τους ιερείς λέγει στον Ηγούμενο:

Πείσθηκες τώρα η ακόμα αμφιβάλλεις;

Ταράχθηκε ο Ηγούμενος από το όραμα, φοβήθηκε και βγήκε έξω από το Ναό.

Μετάνοιωσε όμως και ξαναγύρισε να ιδή, αν πραγματικά τούτο ήταν αληθινό. Στην πόρτα φθάνοντας, βλέπει τον Άγιο να σύρεται μόνος του και να μπαίνει στην ίδια τη λάρνακα.

Τρομαγμένος γυρίζει στο κελλί του και αναφέρει τούτο στους πατέρες. Όλοι εδόξασαν τον Θεόν και στερεώθηκαν στην πίστη, ότι ο Άγιος συνευφραίνεται με τους λοιπούς Αγίους στον Ουρανό. Ζητώντας κατόπιν συγνώμη για την ολιγοπιστία του ο Ηγούμενος, έγινε στο εξής θερμότατος κήρυκας της αγιότητος και των θαυμάτων του Αγίου Διονυσίου.

Ανέστησε το νεκρό παιδί


Κάποιο ανδρόγυνο από την Πελοπόννησο είχε παντρευτεί προ δέκα ετών και δεν είχαν αποκτήσει παιδί. Γι᾿ αυτό παρεκάλεσαν τον Άγιον να τους δώση παιδί, με την υπόσχεση να το βαφτίσουν στην Εκκλησία του, στη Ζάκυνθο. Τότε δε είδε στο όνειρό της η γυναίκα τον Άγιο, ο οποίος της είπε:

-Τι θέλεις από μένα; Ο Θεός άκουσε την προσευχή σου και αυτό που ποθείς θα σού δοθή γρήγορα.

Πράγματι, η γυναίκα απέκτησε ένα γυιό χαριτωμένον. Με αυτό οι γονείς έγιναν πολύ ευτυχισμένοι και όλοι οι συγγενείς τους εδόξασαν τον Θεόν και τον Άγιον Διονύσιον.

Έπειτα όμως από πέντε μήνες από τη γέννησι του παιδιού, ετοιμάσθησαν να πάνε στη Ζάκυνθο, για να κάνουν το τάμα τους. Αλλά δυστυχώς ο άνεμος ήταν αντίθετος και το πλοίον εμποδίστηκε να αναχωρήση. Εν τω μεταξύ όμως αρρώστησε βαρειά το παιδί τους. Αλλ᾿ αυτό δεν τους εσταμάτησε και ανεχώρησαν, μόλις σταμάτησε η κακοκαιρία. Αλλά δυστυχώς, όταν ήσαν λίγο μακρυά από τη Ζάκυνθο έως τρία μίλια, το αγαπημένο τους παιδί απέθανε. Μπορεί να φαντασθή κάθε ένας τα κλάματα και τα δάκρυα που έχυσαν οι δυστυχείς αυτοί γονείς. Ο δε αέρας αντηχούσε από τις πένθιμες φωνές τους.

Επί τέλους αγκυροβόλησε το πλοίο στο λιμάνι κατά το απόγευμα. Την επομένη δε ημέρα το πρωί, παρ᾿ όλον που ήσαν αποθαμένο το παιδί τους, θέλησαν να το προσφέρουν στον Άγιο οι αγαθοί και ατυχείς εκείνοι γονείς.

Επήγαν, λοιπόν, το αποθαμένο παιδί τους στην Εκκλησία του Αγίου, ακολουθούμενοι από πολλούς χριστιανούς. Απέθεσαν το πτώμα του κοντά στην Λάρνακα του Αγίου. Έκλαιγαν και έλεγαν:

-Άγιε Διονύσιε, εχάσαμε το παιδί μας από τις αμαρτίες μας. Αλλά το φέραμε, έστω και νεκρό σε σένα. Τότε ξαφνικά, ω του θαύματος! το παιδάκι άνοιξε τα μάτια του, έκλαιγε και ζητούσε τη μητέρα του! Μόλις είδαν το θαύμα όλοι, όσοι ήσαν εκεί, γονάτισαν και εφώναζαν το «Κύριε, ελέησον». Η λυπημένη μητέρα του, βλέποντας το παιδί της ξαναζωντανεμένο, ενώ επί δεκαοκτώ ώρες ήταν νεκρό, λιποθύμησε και έμεινε σαν νεκρή. Έπειτα, μόλις συνήλθε, το επήρε στην αγκαλιά της. Κατόπιν το εβάπτισε και το ωνόμασε Διονύσιο. Έπειτα έφυγαν ευχαριστημένοι και χαρούμενοι οι ευλαβείς εκείνοι γονείς. Εδόξαζαν τον Θεόν και εκήρυτταν παντού αυτό το εκπληκτικό θαύμα. Ευγνωμονώντας δε ο Διονύσιος δεν έλειπε ποτέ στη γιορτή του Αγίου, όπου έφερνε σαν τάμα το κερί του και το λιβάνι του.

Εμπόδισε τη δέηση για τον προτεστάντη

Το 1820 στις 17 Δεκεμβρίου, εγίνετο η περιφορά του Λειψάνου του Αγίου μέσα στην πόλιν της Ζακύνθου. Έπρεπε να περάση κοντά από την πλατεία των Αγίων Πάντων, όπου υπήρχε το άγαλμα του Άγγλου αρμοστού Θωμά Μέλταν. Θα εγίνοντο τα αποκαλυπτήρια. Επρόκειτο εκεί γι᾿ αυτόν τον Προτεστάντη, τον αιρετικό, να γίνη προσευχή και δέησις. Αλλά αυτό δεν επιτρέπεται. Ο Άγιος έκαμε το θαύμα του και δεν έγινε η προσευχή. Διότι τη νύχτα έγινε μεγάλος σεισμός και το πρωί έπεσε μεγάλο χαλάζι και φοβερή βροχή, που εμποδίζανε να γίνη η τελετή. Τότε αναγκάσθηκαν να φέρουν και να θέσουν το Άγιο Λείψανο στην Εκκλησία της Φανερωμένης. Κατά την περίοδον αυτήν αντιπρόσωπος της Αγγλίας ήτο ο συνταγματάρχης Ρος. Τον συνόδευε δε και κάποιος Άγγλος ναύαρχος. Επήγε ο Ρος στην Εκκλησία της Φανερωμένης και διέταξε να μη μείνη κανείς μέσα παρά μόνο εκείνος, ο ναύαρχος και οι επίτροποι. Έκαμε την προσευχή του γονατιστός και με μεγάλην συγκίνηση έβαλε στα πόδια του Αγίου Λειψάνου το χρυσό εγκόλπιο, το οποίον του είχαν δώσει οι κάτοικοι της Λευκάδος για την καλήν του διοίκησιν και για τα καλά που έκαμε. Υπάρχει ακόμη και σήμερα αυτό επάνω εις το Άγιο Λείψανο, ως απόδειξις για το θαύμα, που έγινε.

Βλέπει ο τυφλός τσαγκάρης

Ένας τσαγκάρης ονομαζόμενος Παναγιώτης Καλουντζόπουλος, από την Ζάκυνθο, έτρεφε την οικογένειά του με τον ιδρώτα του προσώπου του. Έμεινε δε εντελώς αόμματος. Η γυναίκα του όμως του είπε να παρακαλέση τον Άγιο, για να μπορέση να ξαναδή. Τότε, αυτός έβαλε στα χέρια του την Εικόνα του Αγίου και την φιλούσε με στεναγμούς από τα βάθη της καρδιάς του και του ζητούσε την βοήθειά του.

Την 14ην όμως του μηνός Δεκεμβρίου βλέπει στο όνειρό του τον Άγιον, σαν Δεσπότην, ντυμένο με τον επανωμανδύαν του. Ο Δεσπότης τον επλησίασε, τον έπιασε από το δεξί χέρι και του λέγει:

-«Κουράγιο παιδί μου. Να πιστεύης στο Θεό και σε τρεις μέρες θα έχεις το φως σου και θα γίνης καλά, αλλά να μη το φανερώσης αυτό σε κανένα, έως ότου γίνης εντελώς καλά». Μόλις του είπε αυτά έγινε άφαντος.

Όταν ξύπνησε ο τυφλός Παναγιώτης διηγήθηκε το όνειρο στην γυναίκα του, με την διαφοράν όμως να μη το πη σε κανένα. Εζήτησε κατόπιν την Εικόνα του Δεσπότου Αιγίνης Διονυσίου και την ασπάσθηκε με μεγάλο σεβασμό. Στον εσπερινό της εορτής του Αγίου, μόλις άκουσε τον πρώτον κανονιοβολισμόν, θυμήθηκε το όνειρο, που είδε. Γονάτισε πάνω στο στρώμα του με την βοήθειαν της γυναίκας του παρακαλούσε με δάκρυα τον Άγιον. Έγινε τότε το θαύμα και είδε ολίγον:

Την άλλην ημέραν το πρωί, την δεκάτην εβδόμην του μηνός Δεκεμβρίου, γιορτάζεται η μνήμη του Αγίου και γίνεται η Λιτανεία του αγίου Λειψάνου στην πόλι της Ζακύνθου. Όταν περνούσε το Άγιον Λείψανον κάτω από το σπίτι του αρρώστου, σηκώθηκε αυτός από το κρεβάτι βοηθούμενος και από τη γυναίκα του. Τότε και οι δύο εγονάτισαν και έκαμαν θερμή προσευχή στον Άγιον. Και, ω! του παραδόξου θαύματος! Δεν είχε προχωρήσει ούτε τριάντα βήματα η Λιτανεία και ο τυφλός είδε πλέον καλά και εδόξαζε τον Θεόν και τον Άγιον Διονύσιον, που τον έκαμε καλά.


Ανοίγει η λάρνακα μόνη της για να προσκυνήσουν οι ναυαγοί

 Μία μέρα ήταν κάποιο πλοίο έξω από το νησί της Ζακύνθου και εκινδύνευε να βυθισθή από την μεγάλην τρικυμίαν. Τρεις από τους ναύτες ρίχτηκαν με ορμή μέσα στα κύματα και παρεκάλεσαν να τους βοηθήση ο Άγιος Διονύσιος. Πραγματικά τότε ο Άγιος φανερώθηκε σ᾿ αυτούς, ησύχασε την δύναμιν των κυμάτων και τους επήγε κολυμβώντας στη Ζάκυνθο. Έπειτα από αυτό το θαύμα αμέσως, παρ᾿ όλο που ήταν βρεγμένοι και κουρασμένοι, πήγανε στην Εκκλησία του Αγίου, διά να ευχαριστήσουν τον Άγιο, που τους έσωσε.

Ζήτησαν εκεί να ανοίξουν την ιερή Λάρνακα, για να προσκυνήσουν το Άγιο Λείψανο. Ήθελαν να βρέξουν με τα δάκρυά τους από ευγνωμοσύνη τα πόδια του Αγίου. Αλλά δυστυχώς έλειπε ο εφημέριος, που κρατούσε τα κλειδιά της λάρνακας και θα έφευγαν χωρίς να προσκυνήσουν. Τότε ακούγεται ένα τρίξιμο και, ω του θαύματος! άνοιξε η ιερά Λάρναξ αυτομάτως. Μπροστά στο θαύμα αυτό όλοι που ήσαν εκεί, οι Ορθόδοξοι έμειναν κατάπληκτοι. Οι ναύτες εφίλησαν τα πόδια του Αγίου με μεγάλην κατάνυξιν και κατόπιν έκλεισε πάλιν η Λάρναξ αυτομάτως. Βγήκαν οι ναύτες από την Εκκλησία και διαλαλούσαν το θαύμα αυτό σε όλο τον κόσμο.

Η τυφλή και καμπουριασμένη

Κατά το έτος 1841 αρρώστησε από βαρειά αρρώστεια των ματιών η κόρη του σπαρτιάτου Ευστρατίου Ιατρίδου. Ονομαζόταν Αικατερίνη και έμενε στην Ζάκυνθο. Μεταχειρίσθηκε όλα τα μέσα της ιατρικής, αλλά δεν ευρήκε καμμίαν γιατρειά. Τουναντίον εχειροτέρευσε το κορίτσι αυτό και εκαμπούριασε έως τα γόνατα. Τότε ο πατέρας της κοπέλας απελπίσθηκε και έτρεξε να τον βοηθήση ο Άγιος Διονύσιος. Κατά την 17ην Δεκεμβρίου, τότε που γίνεται η Λιτανεία του Αγίου Λειψάνου, τύλιξε με ένα σεντόνι την τυφλήν κόρην του και την έφερε στον δρόμον από εκεί που θα περνούσε η Λιτανεία.


Γονατιστός εκεί, αυτός παρακαλούσε τον Άγιον με ζεστά δάκρυα. Πράγματι, πέρασε η Λάρνακα με το Άγιο Λείψανο επάνω από το τυφλό κοριτσάκι. Τύλιξε κατόπιν πάλιν ο πατέρας του με το σεντόνι το άρρωστο κορίτσι του και το έφερε στο σπίτι του. Τότε, ω του θαύματος! ξαναείδε το φως της η Αικατερίνη. Και δεν  Και δεν γιατρεύτηκαν μόνον τα μάτια της, αλλά και όλον της το σώμα.

«Ευλογημένε σήκω και άνοιξε»

Κάποιος άλλος, ονόματι Ιωάννης Μποφαρδιός, που ήτο από το προάστειον Πόχαλιν, είχε πιασθή και εβαστάζετο όρθιος με δύο δεκανίκια. Όταν ήταν η εορτή του Αγίου, πήγε με δυσκολία το απόγευμα στην Εκκλησίαν του Αγίου διά να τον παρακαλέση, να τον λυπηθή, και να τον βοηθήση, αλλά επειδή εχειροτέρευσε η κατάστασίς του δεν μπόρεσε να αναχωρήση και επήρε την απόφασιν να μείνη όλη την νύκτα στην Εκκλησία του Αγίου μοναχός του. Όταν την νύχτα εκτύπησαν οι Καλόγεροι την πόρτα και αυτός δεν μπορούσε να σηκωθή να ανοίξη, άκουσε να βγαίνη μία παράξενη φωνή από την Ιερά Λάρνακα και να του λέγη:

-«Ευλογημένε, σήκω και άνοιξε».

Τότε δυνάμωσε ολίγον και ακουμπώντας στα στασίδια, άνοιξε την πόρτα. Το πρωί μετά το τέλος της Θείας Λειτουργίας, απεφάσισε με την βοήθεια των δυό μπαστουνιών του να γυρίση στο σπίτι του στην Πόχαλιν. Πηγαίνοντας όμως, κατάλαβε ότι άρχισε να αναλαμβάνη τις δυνάμεις του. Και όταν έφθασε στο σπίτι του, ήταν πιά τελείως καλά.

Ο σεληνιασμένος καπετάνιος

Κάποιος Νικόλαος Ντιρλής που ήρχετο με ένα μικρό πλοίο στην Ζάκυνθο, έπασχε από σεληνιασμό. Όταν δε επλησίασε το πλοιάριο στην Ζάκυνθο και ο άρρωστος είδε την Εκκλησία του Αγίου, τον παρακάλεσε να τον βοηθήση να γίνη καλά και ω του θαύματος! έγινε αμέσως καλά.

Ο Άγγλος πλοίαρχος

Ένας Άγγλος πλοίαρχος είχε αγκυροβολήσει στον όρμον του Κεριού της νήσου Ζακύνθου, επειδή ήταν μεγάλη τρικυμία αυτήν την ημέρα. Είδε όμως εκεί τον Νικόλαον Κουτσουκέλην, φύλακα του Υγειονομικού να προσεύχεται γονατιστός. Τον ερώτησε και έμαθε, ότι προσεύχεται στον Άγιο Διονύσιο.

-«Μπορώ, του είπε και εγώ να τον παρακαλέσω για να σωθούμε;».

-«Και γιατί όχι; Του απάντησε εκείνος.

Έβγαλε λοιπόν τότε το πηλίκιόν του ο Άγγλος πλοίαρχος και παρεκάλεσε τον Άγιο. Και ω του θαύματος! εκόπασε αμέσως η τρικυμία και έγινε γαλήνη. Όταν έφθασε στην Ζάκυνθο έκαμε δώρο ένα ασημένιο κανδήλι. Οσάκις μάλιστα ερχόταν στην Ζάκυνθο, δεν εξεχνούσε να προσφέρη στην Εκκλησία του Αγίου αρκετές λαμπάδες.

Ξυπνά τον νεωκόρο

Το 1849 ο νεωκόρος Ιλαρίων Γκερπέσης τρεις φορές είδε στο όνειρόν του τον Άγιον. Την δε τετάρτην φοράν είδε τον Άγιον να τον σύρη από το μπράτσο του και να του λέγη:

-«Σήκω». Τότε εκείνος ξύπνησε, παίρνει τα κλειδιά της Εκκλησίας, ανοίγει και βλέπει να καίγεται το κουτί της Ελεημοσύνης, στο οποίον μετεδόθη η φωτιά από μίαν λαμπάδα, που την εξέχασαν αναμμένην. Έσβησε, αμέσως τη φωτιά και ευχαρίστησε τον Άγιο.


Το καρκούνι

Κάποτε την 16ην του Δεκεμβρίου εγίνετο ο Εσπερινός. Την ώρα που έλεγαν το «Φως ιλαρόν» κροτούσαν τα καρκούνια. Ένα από αυτά μπήκε στην κοιλιά ενός παιδιού, ονόματι Χρήστου Σεμιτέκλου, από το Ποχάλειο. Έπειτα από είκοσι ημέρες αισθάνθηκε το παιδί δυνατούς πόνους στην κοιλιά του και ω του θαύματος, το κακό που έπαθε βγήκε από το συνηθισμένο μέρος, διότι αυτός παρακαλούσε πάντοτε τον Άγιον να τον βοηθήση. Δεν υπήρχαν τότε νοσοκομεία και τα μέσα δι᾿ εγχειρήσεις και κατέφυγαν μόνον στον Άγιο. Αυτός ήταν ο γιατρός τους σε κάθε αρρώστιά τους.

Ο Άγιος Διονύσιος υποδέχεται τον Άγιον Νεκτάριο
Όταν επήγε ο Άγιος Νεκτάριος στην Αίγινα και ανέβαινε τον ανήφορο, για να πάη στη Μονή, όπου εγκατεστάθη οριστικώς, τότε συνάντησε στο δρόμο τον Άγιο Διονύσιο Αιγίνης. Αυτός, ως γνωστόν, υπήρξε άλλοτε Επίσκοπος Αιγίνης και τώρα το λείψανό του διατηρείται άθικτο στην Ζάκυνθο. Στην Αίγινα σώζεται ακόμη το εκκλησάκι και το κελί του. Σ᾿ αυτό ασκήτευε, όταν ήτανε Δεσπότης Αιγίνης.

-Έλα Νεκτάριε, του είπε. Σε περιμένω. Πίσω του, όμως στεκόταν ένας στρατιωτικός. Ερωτά ο Νεκτάριος τον Άγιο Διονύσιον:

-Και ο Αδελφός ποιος είναι;

-Είναι ο Μηνάς, του απαντά. Και αυτός εδώ μένει.

Αυτό βέβαια διαδόθηκε κατόπιν παντού. Ο δε Άγιος Νεκτάριος, που ήτανε ξένος προς την Αίγινα, ρώτησε τους ντόπιους:

-Έχετε εδώ κανένα Ναό του Αγίου Μηνά;

-Όχι, Σεβασμιώτατε, του απάντησαν. Μόνον ένα ερημοκκλήσι είναι κάπου πολύ μακριά.

-Και που είναι αυτό; Τους ρώτησε πάλιν.

-Είναι απάνω από την Αγία Μαρίνα και κοντά στο Μεσαγρό. (Ήταν κοντά στον αρχαίον ναόν της Αφαίας).

Έπειτα όμως από δύο χρόνια, μετά την εγκατάστασίν του, επήρε ο Άγιος δύο αδελφές, λιβάνι, κεριά και λάδι. Και ένα πρωί ξεκίνησαν με ζώα να βρούν το άγνωστο εκκλησάκι. Πράγματι, το βρήκαν. Ήτανε μικρούτσικο και εγκαταλελειμμένο. Σ᾿ αυτό κατέφυγαν εν καιρώ βροχής και κακοκαιρίας οι ποιμένες. Άναβαν εκεί φωτιά, έβαζαν και τα ζώα τους μέσα. Ο Άγιος μπήκε στο Ιερό και προσευχήθηκε επί πολλήν ώρα. Όταν τελείωσε και βγήκαν έξω ο Άγιος κοίταξε τον Ουρανό και κατόπιν έδειξε με το χέρι του την τοποθεσία εκείνη και είπεν:

-Εδώ θα γίνη μία μέρα μοναστήρι γυναικών. Επροχώρησε εν συνεχεία, βηματίζοντας και επισημαίνοντας την τοποθεσίαν.

Και ω του θαύματος! έπειτα από σαράντα χρόνια, έγινε η Μονή του Αγίου Μηνά κατά τρόπο θαυματουργικό.


Ο Άγιος στην υμνογραφία

Πολλοί είναι εκείνοι, που συγκινήθηκαν και εμπνεύσθηκαν από τις αρετές του Αγίου. Θα ήταν κουραστικό να αναγράψομε ποιοί είναι και πόσοι εφιλοπόνησαν εγκώμια και συνέθεσαν ιερές ακολουθίες για τον Άγιο. Θα αναφέρωμε μόνον του Νικοδήμου του αγιορείτου, του Ιωάννου Μυρέων, Συμμαχίου και Αραβαντινού. Συνηθίζεται να ψάλλουν την μεν 24ην Αυγούστου, όταν εορτάζομε την ανακομιδή των Αγίων του Λειψάνων, την ακολουθίαν του Αραβαντινού, την δε 17ην Δεκεμβρίου του Συμμαχίου.

Κέντρον των υμνογράφων είναι το επεισόδιον της συγχωρήσεως του φονιά του αδελφού του, η προστασία της ιδιαιτέρας του πατρίδας, η πραότης και το άκακον του Αγίου.

Πολλές φορές οι μοναχοί αλλάζουν τα χρυσοκέντητα πασουμάκια του αγίου, διότι κατά τις μεγάλες γιορτές και τις γιορτές των Αγίων Γερασίμου και Σπυρίδωνος, όπως λέγουν, ότι τους επισκέπτεται και ότι φθείρονται τα παπούτσια του από την πορεία. Μάλιστα, στα παπούτσια του βρίσκουν και φύκια.

Οι Ζακύνθιοι, όταν θέλουν να εκφράσουν την νοσταλγία τους για την πατρίδα, αντί του «καπνόν ανοθρώσκοντα νοήσαι κ.λ.π.» του Οδυσσέα της Ιθάκης, εύχονται:

«Να ιδώ το καμπαναριό του Αγίου και ας αποθάνω».


Ἀρχιμ. Χαραλάμπους Δ. Βασιλοπούλου
http://users.uoa.gr/~nektar/orthodoxy/agiologion/agios_dionysios_aiginhs_en_zakyn8w.htm








Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΧΡΙΣΤΟΣ ΕΤΕΧΘΗ

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ Αρχιμ. Γρηγορίου Κωνσταντίνου Δρ. Θεολογίας

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ